Sunday, September 22, 2013

Το νέο έργο της Γιώτας Κριλή

Του ΘΕΜΗ ΚΑΛΛΟΥ Μυθιστόρημα που είναι δημιούργημα της δικής της φαντασίας, τοποθετημένο μέσα στην νεοελληνική ιστορία που διαπραγματεύεται ιστορικά γεγονότα, κυρίως της επαναστατικής περιόδου του ’21, είναι το νέο πόνημα της ομογενούς συγγραφέως Γιώτας Κριλή. Το βιβλίο με τίτλο «Καταβολές», παρουσιάστηκε την περασμένη Κυριακή στο Σίδνεϊ, σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών Αυστραλίας (ΕΕΛΚΑ) στο οίκημα της Παναρκαδικής Ομοσπονδίας. «Ο τίτλος “Καταβολές” γεννήθηκε από προσωπική μου αναζήτηση για τις ρίζες της δικής μου οικογένειας, των δικών μου προγόνων, της δικής μου ταυτότητας» δήλωσε η κ. Κριλή, και πρόσθεσε: «Αυτή η αναζήτηση σκόνταψε επειδή δεν υπάρχει γραπτή ιστορία για το μικρό χωριό μου, το Κεραστάρι Αρκαδίας. Κατέφυγα λοιπόν, στην έρευνα της νεοελληνικής ιστορίας και αυτό το άνοιγμα, με πήγε πολύ μακριά, σε άλλη διάσταση. Θα μπορούσα να πω ότι στένεψε τα σύνορα του χρόνου κι έτσι άλλαξαν και τα αρχικά μου σχέδια. Σκέφτηκα ότι οι παππούδες των δικών μου παππούδων έζησαν την εποχή της Επανάστασης του 1821. Έτσι, εμπνεύστηκα και οικοδόμησα ένα σύγγραμμα στο πλαίσιο της ιστορίας μέσω της δικής μου μυθοπλασίας. Σ’ αυτή την περίπτωση, μπορώ να πω, ότι ο τίτλος “Καταβολές” συμβολίζει και τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους» επεσήμανε η κ. Κριλή, στην συνέντευξή της που παραχώρησε στο Ελληνικό Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας SBS. Στο έργο της η κ. Κριλή αναφέρεται στους κατοίκους του χωριού τους και πως εκείνοι συνέβαλαν στον αγώνα της παλιγγενεσίας και χρησιμοποιεί «πολλά ατόφια παραθέματα», όπως η επιστολή του Δημήτρη Υψηλάντη στην Γ’ Γενική Συνέλευση των Ελλήνων η οποία έγινε αφορμή να του αφαιρέσουν τα πολιτικά του δικαιώματα και τους στρατιωτικούς του βαθμούς. Επίσης παραθέτει τον «λόγο του μεγάλου σοφού δασκάλου Γεωργίου Γεννάδιου, που αποτρέπει την ανταρσία και την καταστροφή». «Το μυθιστόρημα καλύπτει την περίοδο της Επανάστασης του 1821 κι έχει αναλαμπές και στο παρελθόν της. Οι υπόδουλοι στο χωριό μου και στην παλαιά Ελλάδα, σηκώνουν τα άρματα, μαζί με τους αρχηγούς, και στα οχτώ χρόνια πολέμου και εμφυλίων, οι ζωές τους δοκιμάζονται και ο κόσμος τους αναποδογυρίζεται. Στην αφήγηση εμφανίζονται και πολλοί γνωστοί ήρωες, των οποίων ο αυθεντικός λόγος καταγράφεται όπως έχει διατυπωθεί στα απομνημονεύματά τους» δήλωσε η κ.Κριλή. Να σημειωθεί ότι το μυθιστόρημα «Καταβολές» είναι το πρώτο μιας τριλογίας. «Έχω γράψει και το δεύτερο. Είναι κι αυτό ιστορικό, τοποθετημένο στα χρόνια του Όθωνα. Έχει τον τίτλο «Κυπαρισσόμηλο» και ελπίζω να εκδοθεί του χρόνου. Το τρίτο μυθιστόρημα που ευελπιστώ να γράψω θα έχει κύριο πρόσωπο τη γιαγιά μου. Ουσιαστικά, είχα ξεκινήσει, πριν πέντε χρόνια, με το μυθιστόρημα για τη γιαγιά μου, αλλά μου δημιουργήθηκε τότε η ανάγκη να ερευνήσω και το παρελθόν της. Και μου πήρε τη συγγραφή δυο βιβλίων για να επιστρέψω πάλι κοντά της», ανέφερε η κ. Κριλή. Το βιβλίο της παρουσίασαν ο καθηγητής Βρασίδας Καραλής, η συγγραφέας Σοφία Ράλλη-Καθαρείου και η μεταφράστρια Σοφία Σακελλή. Διάβασαν αποσπάσματα οι κ. Κική Μπέτι και Δήμητρα Μιλάτου. Την εκδήλωση παρουσίασε η γραμματέας της ΕΕΛΚΑ, κυρία Λίτσα Διακοβασίλη και χαιρετισμό απηύθυνε η πρόεδρος κ. Πόπη Μαλλιάνου

ΓΙΩΤΑ ΚΡΙΛΗ -- ΥΟΤΑ ΚΡΙΛΙ : ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ -KATAVOLES

ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΜΟΡΡΙΣ «Μόνο αν δώσουμε την ιστορία μέσα από τη ζωή των απλών ανθρώπων, υπάρχει ελπίδα να ακουστεί», είχε πει ο γνωστός δημοσιογράφος/συγγραφέας, Φρέντυ Γερμανός το 1992, όταν είχε έλθει στους Αντίποδες, προσκεκλημένος από την λεσβιακή πατριά, προσθέτοντας: «Σε απλή γλώσσα, βέβαια. Χωρίς περιττές φιγούρες και σχήματα λόγου. Έτσι μιλητά». Διαβάζοντας το ιστορικό μυθιστόρημα «Καταβολές», της Γιώτας Κριλή, ήλθαν αυθόρμητα στη σκέψη μου τα λόγια του Φρέντυ Γερμανού, ο οποίος, εν αγνοία του, μου έκανε το ωραιότερο φιλοφρόνημα που δέχτηκα ποτέ για τη δουλειά μου, όταν μου είπε «το ξέρεις ότι γερμανίζεις;» Την αρχή του Φρέντυ Γερμανού να μιλά με καθαρότητα και ειλικρίνεια στον άνθρωπο, ενώ συνάμα τον κρατά σε αδιάπτωτο ενδιαφέρον γι’ αυτά που έχει να πει, βρήκα και στο ιστορικό μυθιστόρημα της Γιώτας Κριλή «Καταβολές». Ιστορικά γεγονότα που αναφέρονται στην Επανάσταση του 1821 και πέραν αυτής, πλέκονται στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων ενός χωριού της Αρκαδίας και παίρνουν μια απτή, ζεστή και εκθαμβωτική συχνά διάσταση. Οι ήρωες με τα ανδραγαθήματά τους, αλλά και τις αδυναμίες τους, περπατούν και ανασαίνουν δίπλα στους απλούς θνητούς. Ο έρωτας σμίγει με την αγριάδα, το φόβο, αλλά και την τρυφερότητα που ανυποψίαστη αγγίζει τις καρδιές ραγιάδων και αγάδων. «Εκείνη ήταν δεκάξι χρόνων. Στην αρχή φοβόταν τον Αγά, παρ’ ότι ήταν καλός και στοργικός μαζί της. Είχε τα διπλά της χρόνια. Σιγά, σιγά, άρχισε να νοιώθει τη θαλπωρή της στοργής του και να ξεθαρρεύει. Εκείνος δεν πήρε άλλη γυναίκα που έπαιρναν συνήθως οι Αγάδες. Όταν έκαναν το πρώτο παιδί, την ικέτευσε να αλλάξει πίστη. Δεν της το επέβαλε. «Ένας είναι ο Θεός, μόνο που τον λατρεύουμε διαφορετικά», της είπε. Ήταν λογικός και τρυφερός μαζί της. Τα παιδιά την έφεραν πιο πολύ κοντά του. Ανεπαίσθητα ένοιωσε να τον αγαπάει». Ο λόγος της, απλός, καθαρός, περιεκτικός, φτάνει στην ουσία των πραγμάτων, δίνοντας την ουσία και το πραγματικό τους χρώμα με κινήσεις αδρές, σίγουρες και αληθινές. Διαγράφει τα πορτραίτα των ανθρώπων μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον, εμβαθύνοντας στις σκέψεις, τις προθέσεις, τα όνειρά τους, την ευγένεια και αντισταθμίζοντάς τα με την ωμή συχνά πραγματικότητα. ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Υπάρχει η έντιμη, ειλικρινής προσέγγιση και απεικόνιση των συμβάντων χωρίς προσπάθεια απόκρυψης των μελανών σημείων. «Έτρεχαν να λαφυραγωγήσουν, να πάρουν το αίμα τους πίσω. Ένας αφηνιασμένος όχλος με μπούσουλα την εκδίκηση και την ασυδοσία. Τρεις μέρες κράτησε το όργιο της σφαγής. Λες και ήταν πεθαμένος ο σκλαβωμένος λαός και χρειαζόταν να πιει αίμα για να αναστηθεί». Πιο κάτω, η πρόθεσή της φανερή να φέρει στο φως την αλήθεια: « Μόνο ο Νικηταράς έμεινε αμόλευτος από τη λεία των λαφύρων. Και ο Υψηλάντης που θαύμαζε το ήθος του και την ανιδιοτέλειά του, αγόρασε δύο όμορφα πιστόλια από τα λάφυρα και του τα χάρισε ως ενθύμιο». Περιεκτικός, λιτός λόγος, συμβάλλει στο να ντύσει με σεμνότητα, αξιοπρέπεια και αλήθεια ιστορικά γεγονότα μεγίστης σημασίας. Να φέρει τον αναγνώστη σ’ επαφή με αξίες και ορόσημα σημαντικά κρατώντας πάντα ως οδηγό την ανθρώπινη διάσταση.

Wednesday, May 29, 2013

ΓΕΩΡΙΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ - Σκηνοθέτης , Σεναριογράφος και ηθοποιός





 
Ο Γεώργιος Δ Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στο Αρχάγγελο-Ναούσης. Είναι κάτοικος Θεσσαλονίκης.

Από τα μαθητικά του χρόνια ασχολείται με το θέατρο και το τραγούδι αφού είναι και καλλίφωνος.

Ήταν μαθητής της Β' Λυκείου όταν έγραψε την πρώτη κωμωδία.

Όπως λέει:” Κληρονόμησα το ταλέντο της ηθοποιίας και τη λαϊκή σοφία από τη μάνα μου και το ενδιαφέρον για την κοινωνία και τον πολίτη από τον πατέρα μου που ήταν πολλά χρόνια Πρόεδρος στο χωριό που κατοικούσανε.”

Μετά το λύκειο για να ικανοποιήσει την επιθυμία των γονιών του, σπουδάζει και τη Λογιστική ,γιατί δεν θεωρούσαν το θέατρο σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση.

Όταν τον ρωτάνε πώς μπόρεσε να συνδυάσει, εμπόριο και θέατρο λέει: « Με τις λογιστικές μου γνώσεις, ασχολήθηκα με το εμπόριο και έβαζα στην τσέπη μου λεφτά Με τις θεατρικές μου γνώσεις, ασχολήθηκα με το θέατρο κι' όταν έβλεπα τον ενθουσιασμό του κόσμου, γέμιζα την ψυχή μου ευτυχία.»

Υπηρετεί το θέατρο ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.

Παίζει με την ίδια άνεση και επιτυχία κωμωδία, πρόζα, αλλά η αδυναμία του είναι η επιθεώρηση.

Γνωρίζει μεγάλη επιτυχία διασκευάζοντας θεατρικά το ιστορικό μυθιστόρημα «Ταμάμα».το οποίο παρουσιάζει στις περισσότερες πόλεις στην Ελλάδα και στο Αρχαίο θέατρο Φιλίππων.

Γράφει το σενάριο με τίτλο « Η μεγαλύτερη μέρα» εξιστορώντας τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας και γίνεται η αναπαράσταση του ξεριζωμού , της πορείας και στη συνέχεια η αποβίβαση στους χώρους όπου υποδέχθηκαν τους πρόσφυγες κατά τα έτη 1923-1925 , στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης και στην Αθήνα στην περιοχή Αλύμου.

Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών.

Σέβεται το αρχαίο Ελληνικό θέατρο γι' αυτό εναντιώνεται σε νεοτερισμούς των κειμένων και πολλές φορές σε αλλοιώσεις μέχρι ευτελισμού.

Ορισμένα από τα σενάρια που έγραφε εκδόθηκαν με τίτλο «Έτσι είναι η ζωή».

Έγραφε θεατρικά σενάρια στην Ποντιακή διάλεκτο.

Έγραφε τρις επιθεωρήσεις σχετικά με την κρίση: Α' « Τρελά, παλαβά κι' ανόητα » στιγματίζει την κακή πορεία της κοινωνίας και την οικονομική κρίση που είναι προ των θυρών.

Συνεχίζει με την Β' επιθεώρηση « Όλα του γάμου δύσκολα και η νύφη γκαστρωμένη» επισημαίνοντας το ότι απαξιώνοντας τους θεσμούς δεν θα μας βγει σε καλό.

Κλείνει με την Γ επιθεώρηση « Η τρόικα τίνος θυγατέρα είναι;» όπου μιλάει θεατρικά για τα παράλογα της κρίσης και της συνέπειες της.

Παθιασμένος λάτρης της αξιοκρατίας και των αρχών της κοινωνίας.

Αυτήν την περίοδο συνεργάζεται με την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης.

Παντρεμένος με την Ελένη Νίκολη , απέκτησαν τρία παιδιά την Κυριακή ,τον Δημήτρη και την Σοφία η οποία είναι παντρεμένη με τον Adam Oostendorp στο Σύδνεϋ. Μεγάλη του αδυναμία η εγγονή του Σάρρα.

Συνεχίζει να γράφει πάντα κοινωνικοπολιτικά θεατρικά κείμενα και όπως λέει είναι τα δυσκολότερα γιατί ο σεναριογράφος πρέπει να είναι αδέκαστος, ανεπηρέαστος και με πάθος για το καλό του πολίτη και της κοινωνίας.









Το «Έτσι είναι η Ζωή» είναι ένα βιβλίο με θέματα που αφορούν την τέχνη, την κοινωνία, το μεγάλο θέμα της σημερινής εποχής την κρίση μέσα από την οπτική γωνία του Γεώργιου Δ. Σιδηρόπουλου

ΤΙ ΘΑ ΕΛΕΓΕ Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ;


Γιώργος Σιδηρόπουλος


Με τα μάτια της σκέψης μου θέλω να δω τον Αριστοφάνη στον 21ο αιώνα, τι θα έγραφε βιώνοντας τα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα.

Έχω γράψει και άλλη φορά ότι ο 21ο αιώνας θα πρέπει να είναι ο αιώνας -  των γιατί;

Μελετώντας τους  αρχαίους φιλοσόφους και ειδικά των Αριστοφάνη που έγραψε σάτιρα και που δεν δίστασε να καυτηριάσει πριν 24ης αιώνες συμπεριφορές λαϊκισμού, δημαγωγίας, κατάχρηση εξουσίας, πως είναι δυνατόν τα ίδια προβλήματα να μαστίζουν την κοινωνία και το κράτος της Ελλάδος και τον 21ο αιώνα. Γιατί;

Ο Αριστοφάνης γεννήθηκε στην Αθήνα στο δήμο Κυδαθηναίων λίγο μετά τον 5ον αιώνα π.χ.  ενώ για τα έργα του ξέρουμε πολλά, για τον άνθρωπο Αριστοφάνη λίγα.

Ξέρουμε ότι μπορούμε να συμπεράνουμε από τα έργα του, διότι δεν υπάρχει ιστορική καταγραφή. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της αρχαίας αθηναϊκής κωμωδίας .

Είναι ο μοναδικός  που σώζονται ακέραια  11 έργα και 924 αποσπάσματα. Θεωρείται ότι

είχε πολύ καλή μόρφωση. Βίωσε την ειρήνη αλλά και τον πόλεμο.

 Έζησε στην καλύτερη περίοδο, άνθισης πολιτισμού στην Αθήνα, γνωστή ως « χρυσούς αιών του Περικλέους». Έζησε όμως και  την πολυτάραχη περίοδο με τις  πολυαίμακτες μεταβολές που συντελέστηκαν, και ενστερνίστηκε δημιουργικά τις αγωνίες του κόσμου στη δραματουργία του.

Είχε γενική μόρφωση πέραν αυτής που έδινε η πολιτεία στους νέους. Είχε ευχέρεια γλώσσης και τον εκτιμούσαν οι αττικιστές, ήταν πιο κοντά στη γλώσσα τους .

Ασχολήθηκε με την καθημερινότητα της ζωής των αθηναίων . Γνώριζε καλά τις τραγωδίες του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Παρ’όλο που τον Ευριπίδη τον σατίριζε τον θαύμαζε πολύ.

Ο Αριστοφάνης με την πολιτική και καλλιτεχνική ελευθεριότητα που τον διακατείχε εξέφραζε τις αντιρρήσεις τις εποχής του και της γενιάς του. Δεν δίστασε να σατιρίσει και πατροπαράδοτες αξίες που θεωρούσε ότι δεν είχαν μέτρο. Σίγουρα όταν κάτι του δίνουμε υπεραξία είναι επικίνδυνο να ξεπεραστεί το όριο και να  γελοιοποιηθεί. 

Υπέρμαχος της  πανελλήνιας ενότητας, σεβότανε τους θεσμούς της δημοκρατίας, εξέφραζε με θάρρος τις προσωπικές του ανησυχίες για την αθηναϊκή πολιτική, την οποίαν οι δημαγωγοί την έσερναν προς ένα τυχοδιωκτικό, εδαφικό και οικονομικό, επεκτατισμό, εκμαυλίζοντας τον Δήμο-Κράτος.

 Ήτανε κατά των νέων που απέφευγαν τον κάματο και που ήσαν μόνο θεωρίες και ιδέες. Αντίθετος στα ταπεινά πάθη του Αισχύλου που δίδασκε επί σκηνής και θεωρούσε τον Σωκράτη αιθεροβάμονα διανοούμενο, συμπαθούσε την αγροτική τάξη που ήταν κοινωνικά αδύναμη. Σεβότανε τη θρησκεία της Αττικής υπαίθρου για την απλοϊκή πίστη των γεωργών αλλά χλεύαζε δηκτικά της μαντικές δραστηριότητες και της παραφυάδες άλλων θρησκειών.

Το ότι ήταν άριστος γνώστης της γλώσσας και των διαφόρων διαλέκτων, τον βοηθάει στο να έχει άνεση στη πλοκή των έργων που δημιουργούσε. Με τα παραφθαρμένα ελληνικά των δούλων και τη γλώσσα του γυναικείου ήθους. Δεν δίστασε να βωμολοχεί και να αναφέρεται σε υπερμέγεθους  φαλλούς.

Πνευματώδης , ευφυολόγος, χιουμορίστας. Τολμούσε και καυτηρίαζε τους δημαγωγούς, τους σοφιστές και το Δήμο της Αθήνας. Σατίριζε των Αισχύλο ως συντηρητικό και τον Ευριπίδη. Τόλμησε και σατίρισε με τους Ιππείς τον Κλέωνα και έπαιξε ο ίδιος μη τολμώντας  να παίξει το ρόλο άλλος ηθοποιός. Καυτηρίασε δημαγωγία κρατικών λειτουργών, την παιδεία της εποχής του, το χάσμα των γενεών. Και μόνο ένα επίγραμμα που λέγεται ότι γράφτηκε από τον Πλάτωνα, «Οι χάριτες αναζητούσαν ναό που δεν κατέρρεε ποτέ, και βρήκαν την ψυχή του Αριστοφάνη», δείχνει το μέγεθος του Αριστοφάνη.

Στην  αρχαία κωμωδία (427-421) τα έργα έχουν θεματολόγιο την πολιτική επικαιρότητα. Στη περίοδο (420-415) το θεματολόγιο βασίζεται στην ουτοπία στα ονειρώδη στοιχεία που απογειώνουν την ποιητική φαντασία.

Στην τρίτη περίοδο  μέση κωμωδία το θεματολόγιο είναι η ιλαροτραγική καθημερινότητα των πολιτών και σχολιάζει με παρρησία φλέγοντα ζητήματα.

Η αθηναϊκή καθημερινότητα, οι στυγνές μεταμορφώσεις της, στην πολιτική και πνευματική ζωή, είναι πηγές έμπνευσης για τον Αριστοφάνη.

Είχε ιδέες ευγενικές, πρωτοποριακές που οι όποιες σκανδαλιστικές σάτιρες γινόταν ανεκτές.

Είπε αλήθειες στις σάτιρές του, που αγγίζουνε και το σήμερα. Η υποκρισία της δήθεν  προοδευτικότητας, ο ανούσιος καθωσπρεπισμός που προβάλλονταν σαν  καθεστηκυΐα τάξη, η ελαφρότητα του κοινωνικού φαίνεσθαι σε βάρος του είναι.

Καταγγέλλει την  πολεμοκαπηλία, τη σύγκρουση γενεών, ισότητα των δύο φύλων, κοινωνική κατάπτωση και ερωτικός ξεπεσμός (κάνε έρωτα όχι πόλεμο). Πολιτική διαφθορά, αντίδραση στο νεωτερικό, κοινωνικές διακρίσεις, πλουτοκρατία και όλα στον κατάλληλο τόπο και χρόνο. Στα παρακάτω έργα του σατιρίζει:

Αχαρνείς: Tις πολεμικές  επιλογές των αθηναίων,  τις πολιτικές επιλογές, και συνέβαλε  στην ιδέα σύναψης ειρήνης με τους σπαρτιάτες.


 Ιππείς : σατιρίζει τον Κλέωνα ως δημαγωγό και τις επιλογές των αθηναίων.

Νεφέλες:  Την παιδεία και τις μοντέρνες ιδέες του Σωκράτη που δίδασκε. Οι νεφέλες αποτέλεσαν πρότυπο σε Ευρωπαίους συγγραφείς.


Σφήκες:  Λοιδορεί το δικαστικό σύστημα και την δικομανία των οπαδών Κλέωνα


 Ειρήνη:  Τον Πελοποννησιακό πόλεμο τη διάρκειά του και τα καταστροφικά αποτελέσματα των αγροτών. Πάει επιτροπή στον Όλυμπο και ελευθερώνουν τη θεά Ειρήνη.


Όρνιθες: Από πολλούς θεωρείτε το πληρέστερο σε λυρική πνοή και τολμηρότερο έργο του. Πραγματεύεται όπως και στους Ιππείς τις πρακτικές των πολιτικών και στρατιωτικών, χωρίς αναφορές σε επίκαιρα γεγονότα αλλά ως αφορμές για μια ιδανική κοινωνία –πολιτεία περιγράφοντας την αποτυχία της τότε κοινωνίας.

Το πιο διάσημο έργο του η Λυσιστράτη η οποία δεν είναι αντιπολεμική όπως θεωρείτε αλλά για την χειραφέτηση της γυναίκας

Στις Εκκλησιάζουσες όπως και στον Πλούτο ασχολείται με την ιδιωτική ιδιοκτησία.

Με τις Θεσμοφοριάζουσες σατιρίζει τον Ευριπίδη και τα έργα του, παρ’ότι  επηρεάσθηκε πολύ από τα έργα του.

Αυτό που είπε ο Αριστοφάνης: « Προτού διοικήσεις να έχεις διοικηθεί ,να έχεις φυλάξει πρώτα και να έχεις παρακολουθήσει τους ανέμους.» Σήμερα δεν πρέπει να το θυμόμαστε; 

Ο Αριστοφάνης κατά την άποψη μου είναι σχολή σάτιρας και κωμωδίας.Επηρέασε και επηρεάζει ακόμη και σήμερα κάθε σατιρογράφο και κωμωδιογράφο.

Θέλω πρώτα να πω τι θεωρώ προσωπικά σάτιρα και στη συνέχεια να δω τον Αριστοφάνη του 21ου αιώνα με τα μάτια της δικής μου σκέψης όπως προανέφερα.

Πολιτικοκοινωνική σάτιρα θεωρώ την  κριτική θεσμών και ανθρώπων για το καλό του πολίτη, της κοινωνίας και του κράτους.

Ανεξάρτητα της ιδεολογίας του σατιρογράφου, το έργο του πρέπει να διακρίνεται από την σκληρή, αδυσώπητη κριτική, που ασκεί στην εκάστοτε εξουσία.

Και μόνο η υποψία συμβιβασμού του σατιρογράφου με τους κρατούντες ευνουχίζει τη σάτιρα, ως είδος θεατρικής τέχνης και την μετατρέπει σε απλή προπαγάνδα.

Δεν θεωρώ σάτιρα αυτό που γίνεται με το να παρουσιάζουν ως ομοιώματα γυναικεία (κούκλες) τους πολιτικούς ή τα δημόσια πρόσωπα για δημιουργία γέλιου.

Το ίδιο για γυναίκες-πολιτικούς, όταν παρουσιάζονται με ανδρικά ομοιώματα, με βρίσκουν κάθετα αντίθετο.  

Γενικά ο σατιρoγράφος πρέπει να έχει ελεύθερη σκέψη, πολιτική ωριμότητα,  καλλιτεχνική ελευθερία, τόλμη. Να διακατέχεται από αίσθημα δικαίου υψηλοτάτου βαθμού και να μη επηρεάζετε από κοινωνικές και πολιτικές φιλίες. 

Ως σεναριογράφος πρέπει να στιγματίζεις τα κακώς κείμενα δίχως υστεροβουλία. Ανεπηρέαστος από τυχόν πολιτικά πάθη, από  κοινωνικές, φιλικές σχέσεις.
Δεν αρμόζει ο σατιρογράφος να γράφει για εκδικητικούς λόγους η από σκοπιμότητες. Επίσης δεν μπορεί να λες ότι γράφεις σάτιρα κοινωνικοπολιτική να αφήνεις ασχολίαστα γεγονότα για οποιοδήποτε λόγο

Είναι εγκληματικό ο σεναριογράφος σάτιρας να χαϊδεύει εξουσίες για προσωπικό όφελος.

Προσωπικά πιστεύω το να χαϊδεύεις η να συμβιβάζεται ο σατιρογράφος με την εξουσία ή να εννοεί κομματικούς σχηματισμούς, αργυρώνητη εργασία επιτελεί και όχι θεατρική τέχνη.

Το θέατρο είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας της κάθε ιστορικής περιόδου.Σήμερα τα ίδια προβλήματα δεν αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες;  Οι κοινωνικοί παροξυσμοί αρρωστημένες καταστάσεις, σε συνδυασμό με δημαγωγίες, λαϊκισμούς, φιλοδοξίες, ασυνέπειες, αναξιοκρατίες, δεν δημιουργούν άδικες ,επικίνδυνες και αποπνικτικές κοινωνίες;

Γιατί;

Ο λόγος του Αριστοφάνη δεν είναι σημερινός; Αφού για όλα αυτά μίλησε πριν 24ους  αιώνες ο Αριστοφάνης γιατί και σήμερα απασχολούν την κοινωνία ίδιες παθογένειες;

Γιατί;  

Ο Αριστοφάνης είπε  όχι  στο «  Κοινωνικά  φαίνεσθαι, αλλά στο Κοινωνικά είναι»


Σήμερα δεν κρύβονται  αλήθειες πίσω από μια προοδευτική υποκρισία ;

Από  ανοίκειους καθωσπρεπισμούς τάσεων  και θεσμών που προβάλλονται  σαν καθεστηκυία τάξη.

Από αισχρές  δημαγωγίες, όλα αυτά  δεν είναι αναπότρεπτη ελαφρότητα του φαίνεσθαι  από του είναι.

Ζούμε  την κορύφωση, του «Το χρήμα πάνω από τον άνθρωπο» ,όμως για πόσο ακόμη θα είναι;  Αυτό είναι ένα ερώτημα. Πόσο θα αντέξουμε για να καταλήξουμε στο σωστό

 «Ο άνθρωπος πάνω από το χρήμα»

Και εδώ καλούνται οι διανοούμενοι , οι καλλιτέχνες, όλοι οι σώφρονες πολίτες κάθε αρχής και εξουσίας, να προβληματιστούν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

ΤΟ  ΞΑΝΑΛΕΩ και θα το λέω συνέχεια, οι σεναριογράφοι οφείλουν να γράψουν για το βρώμικο χρήμα, και οι σκηνοθέτες να στήσουν παραστάσεις,  που να απομυθοποιήσουν το χρήμα. Επιμένω η ευτυχία του ανθρώπου δεν βρίσκεται μόνο στο χρήμα.

Με την ιδιότητα και του επιχειρηματία γνώρισα δισεκατομμυριούχους δυστυχισμένους. Δεν ξέρω πόσο πιστευτό γίνεται αυτό, αλλά είναι αλήθεια.

Στην αρχαία Ελλάδα των έμπορο τον περιφρονούσαν, θαυμάζανε τους διανοούμενους και εκεί πρέπει να γυρίσουμε.

Δεν συμβιβάζομαι  με το γεγονός του να γνωρίζουμε όλοι, αυτούς που έχουν χρήμα, και να αγνοούμε παντελώς, τους διανοούμενους, τους εφευρέτες, αυτούς που η ζωή τους περνά στα ερευνητικά εργαστήρια.        

Ο Αριστοφάνης  σήμερα θα έλεγε: « Οι άνθρωποι, είναι αντιμέτωποι με τον ίδιο τους  τον εαυτό. Δεν θέλουν να ακούνε αλήθειες  γιατί τους φοβίζει η πραγματικότητα.  Και αυτό γιατί ο καθένας έπλασε ένα κόσμο που τον βόλευε και βόλευε τον εγωισμό του και δεν θέλει να του χαλάσει κανείς αυτή του την ισορροπία.»

Οι άνθρωποι φύγανε από τις σπηλιές οργανώσανε  κοινωνίες γιατί η ζωή στα δάση και την ερημιά ήτανε απάνθρωπη και τώρα κάνανε σπηλιές τους εαυτούς τους κλειστήκανε μέσα και ζούνε ο καθένας στη δική του ερημιά.

Η Δημοκρατία , για να αποδώσει ως πολίτευμα πρέπει να στηρίζεται στην αγάπη των πολιτών. Οι πολίτες να έχουν αγάπη και σεβασμό στον συνάνθρωπο και στους νόμους.

Το θέατρο διδάσκει και αγάπη και πολιτισμό.

Δεν μιλάω σαν οικονομολόγος γιατί δεν είμαι οικονομολόγος, αλλά ως σεναριογράφος, ως άνθρωπος του θεάτρου και ως άνθρωπος με εμπειρία της αγοράς.

Η κρίση δεν είναι οικονομική .Ποτέ και κανένα κράτος στον κόσμο δεν είχε τόσα έσοδα, θα μου πείτε ούτε τόσα έξοδα. Εντάξει η ισορροπία αυτή, εύκολα ή δύσκολα μπορεί να βρεθεί.

 Δύσκολο είναι να βρεθεί  η θεραπεία στις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης. Σε πολλούς λείπει το ήθος, η αξιοπρέπεια. Και πώς να βρεις τρόπο να θεραπεύσεις  τους ανθρώπους από την λαιμαργία, την ασυδοσία; Πώς να βρεις τρόπο να απαλλάξεις τους ανθρώπους από τα συμπλέγματα είτε ανωτερότητας είτε κατωτερότητας. 

Διερωτηθήκαμε, αν με μόνο σκοπό το κέρδος βιάστηκε η ανθρώπινη φύση; Αν βιάστηκε η ίδια η φύση, που δίνει ποιότητα στη ζωή μας και είναι βασικός παράγον της ύπαρξη  επίγειας ζωής;

Ο Αριστοφάνης θα έγραφε σήμερα , για τα υπαρξιακά προβλήματα των ανθρώπων, για δόξα, για προβολή, για κοινωνική καταξίωση, για όλα γενικά τα πάθη, που  ξεσπούνε και βρίσκουν διέξοδο στη απόκτηση χρήματος. Μάλιστα με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς αναστολές και σεβασμό στον συνάνθρωπο. Δεν μιλάμε για απόκτηση χρημάτων με εργασία και  με έντιμο τρόπο από υγιείς επιχειρηματίες και ωφέλιμες επιχειρήσεις,  οι οποίες δεν δημιουργούν προβλήματα κοινωνικά αλλά  αντιθέτως ωφελούν και δίνουν εργασία σε συνανθρώπους.

Ο Αριστοφάνης, αν ξαφνικά ζωντάνευε θα ρωτούσε: Από πού κερδίζουν λεφτά οι σημερινοί βαθύπλουτοι; Τι θα απαντούσαμε; Από ανήθικους πολέμους, εμπορία ναρκωτικών ουσιών, σωματεμπορία, από τοκογλυφίες, από δόλιες χρεοκοπίες κρατών, από εύνοιες νόμων του κράτους στις πολυεθνικές. Γιατί; 

Ο Αριστοφάνης είμαι βέβαιος πως θα ρωτούσε: Ποιό από αυτά είναι ηθικό και ανθρώπινο; Είμαι πεισμένος από τα έργα που μας άφησε, σήμερα θα ξανάγραφε μια καινούρια κωμωδία και θα είχε τίτλο:  «Αυτοί είναι οι καταστροφείς και οι επιβήτορες των κρατών» .

Θα έγραφε επίσης κωμωδία με τίτλο: «Ποιοι εξουσιάζουν σήμερα;  Ποιοί διοικούν τα κράτη σήμερα; »

Ο Αριστοφάνης δεν θα τους άφηνε σε ησυχία θα τους χλεύαζε. Θα ρωτούσε προς τι τόσος πλούτος κ. Μπίλ  Γκέιτς και οι υπόλοιποι τις κλίκας;

Ρωτώ  σαν άνθρωπος σκεπτόμενος: Μήπως ο πολύς  πλούτος, οι πολλές ανέσεις, η τόση χλιδή, δεν είναι αρεστή, ούτε θέλημα της ίδιας της ανθρώπινης φύσης ;

Γιατί οι άνθρωποι πρώτα που ήταν πιο φτωχοί και με μεγάλες δυσκολίες στην καθημερινότητά τους, είχαν περισσότερο κέφι, ήταν πιο χαρούμενοι;

Μήπως η μεγάλη τεχνολογική εξέλιξη σε ορισμένους τομείς,  δημιούργησε άγχος στον άνθρωπο γιατί τον οδήγησε σε δρόμους έξω από τη φύση του; πιστεύω ακράδαντα ότι, μια κοινωνία σε βαθιά κρίση, αξιών , ηθών, χωρίς συγκεκριμένο στόχο, χωρίς να διακρίνουν. ΟΙ πολίτες αυτή την στιγμή, την αδιαφιλονίκητη αξία που θα τους εμπνεύσει για δημιουργία, οι άνθρωποι της τέχνης δεν πρέπει να είναι απλώς θεατές και παρατηρητές μιας κατάστασης που μέρα με την μέρα γίνεται και πιο χειρότερη.

Κοντεύουν οι κοινωνίες να γίνουν φαντάσματα των περασμένων χρόνων σε πολλούς τομείς.

Ο Άνθρωπος  είναι ον ατελές. Το τελειότερο μεν δημιούργημα της φύσης (Θεού) αλλά όχι το αλάνθαστο. Οι ποιητές της  αρχαίας τραγωδίας, του δράματος, της επιθεώρησης, προσπαθούσαν στο να βοηθήσουν τον άνθρωπο να γίνει πιο ποιοτικός και να τον οδηγήσουν στο ιδεατό. Για μια καλύτερη κοινωνία, για σεβασμό των θείων και φυσικών νόμων, τη μη κατάχρηση εξουσίας  και τη μη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος.

Ο σωστός σατιρογράφος στο θέατρο, με τον λόγο, μπορεί να συμβάλει στο να διαμορφώσει μια πιο ορθολογική κοινωνία. Μπορεί να εκφράσει παραστατικά τα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου, συμβάλλοντας δημιουργικά στην κατανόηση και στην επικοινωνία των ανθρώπων, των λαών, και των πολιτισμών.

Ο Πολιτισμός εάν δεν είναι γέννημα της πολιτείας, δεν μπορείς να ελπίζεις σε χρηστή κοινωνία. Η χρηστή κοινωνία τη δημιουργεί ο πολιτισμένος λαός- οι πολίτες-.

Το θέατρο  ξαναλέω διδάσκει πολιτισμό

Δεν νομίζω σε λίγα χρόνια να υπάρχουν πλέον μονοεθνικές κοινωνίες, μονοπολιτισμικές κοινωνίες. Το θέατρο έχει την δυνατότητα να συνθέσει πολιτισμούς και να δημιουργήσει την νέα μορφή πολυεθνικών και πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει διάλογο μεταξύ λαών. Ένας Αριστοφάνης  θα ρωτούσε σήμερα: Μήπως είναι ώρα να αλλάξουμε τρόπο σκέψεις και αντιμετώπισης της ζωής;

Μήπως δώσαμε περισσότερη αξία στο χρήμα απ’ ότι έπρεπε; Μήπως πρέπει να προσδιορίσουμε από την αρχή τι νοείτε ευημερία, ευτυχία, χαρά, τι τέλος πάντων χρειάζεται  να περάσουμε μια ζωή; μια ζωή που η μόνη αλήθεια που είναι  δεν αλλάζει, ότι η διάρκεια για τον καθένα μας  επί γης, είναι άγνωστη.

Θεωρώ ότι το θέατρο μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα, στην δημιουργία της νέας παγκοσμοποιημένης κοινωνίας,. Έγραψα  θεατρικό και το παρουσίασα και το διασκέδασαν οι θεατές θεωρώντας  ότι αυτό πλέον είναι το μέλλον.

Το θέατρο σέβεται την ιστορία και τους πολιτισμούς των ανθρώπων ανά τους αιώνες, δείχνει δρόμους στην ζωή. Ο θεατής με αυτά που βλέπει στη σκηνή προβληματίζεται και σκέπτεται. Αυτή είναι η επιτυχία του θεάτρου, το να δημιουργεί αφορμές για σκέψεις στον θεατή.  Όταν κατορθώσεις να κάνεις τον  θεατή να σκέπτεται τον προάγεις σε ανώτερο επίπεδο της ύπαρξης του, και από την άλλη προάγεις τον πολιτισμό.

Τι χρειάζονται οι κοινωνίες σήμερα; σκεπτόμενους ανθρώπους, αυτόφωτους, όχι δημιουργήματα των ΜΜΕ. Μας λείπει η σκέψη ο άνθρωπος σήμερα δεν συλλογιέται.

Ο Αριστοφάνης θα έλεγε: « Εμείς με τις τέχνες, τα γράμματα, τον πολιτισμό  κάναμε  παγκόσμια πνευματική δύναμη την Ελλάδα. Ξαναγυρίστε στον πολιτισμό μας, έχετε τα εφόδια και τις προϋποθέσεις με τα αξεπέραστα και ανεκτίμητα κληροδοτήματα μας. »  

Κλείνω με το ερώτημα: Γιατί τον άνθρωπο, την κοινωνία, τα κράτη βασανίζουν τα ίδια προβλήματα που βασάνιζαν και πριν από 2500 χιλιάδες χρόνια ( τα καταγεγραμμένα ); .

γιατί αφού επισημάνθηκαν τα προβλήματα τόσες χιλιάδες χρόνια δεν επιλύονται;

Στο πόνημα μου αυτό είδα τον Αριστοφάνη ως σατιρογράφο στην σημερινή Ελλάδα, του 21ου αιώνα. Δεν προσπάθησα να γράψω βιογραφία του Αριστοφάνη, διότι δεν είμαι ιστορικός θεάτρου, απλώς ανέφερα ορισμένα στοιχεία από το πλούσιο και ανεκτίμητο βιογραφικό του.



Friday, January 25, 2013

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ GEORGE MAKRIDIS - BIOGRAPHY


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΌ ΣΗΜΕΙΩΜΑ






O  Γιώργος Μακρίδης γεννήθηκε στην Άρδασσα Κοζάνης, από Πόντιους γονείς. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Καλλιθέα της Αθήνας, μέσα σε βασανιστική φτώχια.

Άρχισε να δουλεύει απ’ το Δημοτικό κιόλας και δεν μπόρεσε να πάει στο Γυμνάσιο. Έκανε διάφορες δουλειές, από μικροπωλητής μέχρι οικοδόμος και στο Νυχτερινό Γυμνάσιο πήγε όταν ήταν στρατιώτης. Τώρα βρίσκεται στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας. Επίσης, έζησε αρκετά χρόνια, σα δευτερομετανάστης, και στην Αργεντινή.
Έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, δίνοντας πολλές διαλέξεις,στην Αυστραλία, για νεοέλληνες λογοτέχνες: για τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Κώστα Βάρναλη, το Νικηφόρο Βρεττάκο, την Έλλη Αλεξίου, τους Πόντιους: για τη γενοκτονία τους και για τα προβλήματα εγκατάστασής τους στην Ελλάδα κτλ. Επίσης μίλησε πολλές φορές, για διάφορα θέματα,  στον αυστραλέζικο κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό SBS.

Έκδωσε, στο Σύδνεϋ, εννιά βιβλία: δυο τόμους ποιήματα, δυο τόμους διηγήματα και πέντε θεατρικά έργα. Έργα του βραβεύτηκαν σε Πανελλήνιους Λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Επίσης, παρουσιάστηκαν τέσσερα θεατρικά του έργα στην Αυστραλία: τρία στη Μελβούρνη κι ένα στο Σύδνεϋ.

Έχει συνεργαστεί μ' όλες τις παροικιακές εφημερίδες, δημοσιεύοντας άρθρα λογοτεχνικού περιεχόμενου. Ποτέ, όμως, σαν επαγγελματίας, γιατί όπως λεει ο ίδιος, δεν του αρέσουν οι "ανειλημμένες" υποχρεώσεις - η γραμμή μιας εφημερίδας και τόσα άλλα - τουλάχιστο όσον αφορά τα γραψίματά του.

Το ομορφόπαιδο του Γιώτγου Μακρίδη


Το ομορφόπαιδο

 

… η πάλη κατά της φτώχιας και του φόβου,

                     η πάλη κι ελπίδα, για ένα καλύτερο αύριο…

    

Γιάννης Ρίτσος –Ο Δωδεκάλογος της Γ΄ Μαραθώνιας Πορείας

 

 

Η Μαρία προερχόταν απ’ την επαρχιακή Ελλάδα και στα σαράντα της μετανάστευσε στην Αυστραλία. Απ’ την αρχή κιόλας συνδέθηκε μ’ ένα δικό μας. Τον είχε γνωρίσει στο υπερωκεάνιο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Νοίκιασαν ένα μικρό διαμέρισμα, στο Σύδνεϋ, κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι, που ο τύπος εξαφανίστηκε, μαθαίνοντας για την εγκυμοσύνη της. Έτσι, ο γιος τους, ο Γιαννάκης, έγινε αγνώστου πατρός. Δεν πέρασαν, όμως, δυο χρόνια κι όλα ταχτοποιήθηκαν. Η Μαρία παντρεύτηκε έναν ομορφάνθρωπο, αλλά μισοαλκοολικό και παθιασμένο τζογαδόρο, αυστραλό, που ’δωσε το όνομά του στο μικρό.

Το παιδί μεγάλωσε μέσα σ’ ένα άθλιο περιβάλλον. Οι τσακωμοί ανάμεσα στο ζευγάρι έδιναν κι έπαιρναν. Ο πατριός του, που ’χε γίνει ντιπ αλκοολικός σταμάτησε να δουλεύει κι όλο το βάρος έπεσε πάνω στη Μαρία. Ξέχωρα που όταν ήταν στουπί την ξυλοφόρτωνε, μπροστά στο παιδί. Μια φορά μάλιστα της χάλασε το ένα μάτι. Όταν έμαθε την αλήθεια, ο Γιαννάκης, ήταν δώδεκα χρονών. Ένας συμμαθητής και γείτονάς του, που ’χε κι αυτός ελληνική καταγωγή, πάνω σ’ ένα τσακωμό τους, του ’πε με χαιρεκακία αυτά που άκουγε απ’ τους δικούς του:

- Η μάνα σου ήταν πουτάνα κι εσύ είσαι μπάσταρδος. Δεν είναι πατέρας σου ο μεθύστακας!

Ο Γιαννάκης δεν είπε τίποτε στους δικούς του. Με τον καιρό, όμως, βρήκε την άκρη. Ψάχνοντας τα χαρτιά της μάνας του, βρήκε τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του. Εκεί φαινόταν πως, στην αρχή, είχε το επίθετο της. Από τότε πέρασαν τρία μαρτυρικά χρόνια για τον Γιαννάκη, μέχρι που μια μέρα μπήκε στη μέση, όταν ο πατριός του χτυπούσε τη μάνα του. Ο αλκοολικός αγρίεψε και μη μπορώντας, ο μικρός, να τα βάλει με κοτζάμ άντρα, πήρε το σίδερο του σιδερώματος και τον κοπάνησε, ανοίγοντας του το κεφάλι. Βλέποντας τον, όμως, να σωριάζεται στο δάπεδο, γιομάτος αίματα, τρομοκρατήθηκε και νομίζοντας πως τον σκότωσε, έφυγε απ’ το σπίτι.

 

****

 

Ο Γιαννάκης, έγινε παιδί του δρόμου και μη έχοντας που να πάει χτύπησε την πόρτα ενός σάτυρου που τον γυρόφερνε από καιρό. Αυτός, που τα ’χε πατημένα τα πενήντα, ψάρευε τα θύματά του ανάμεσα στους φτωχούς μαθητές, δίνοντάς τους παράδες και δώρα. Ο Γιαννάκης όμως, δεν έμεινε για πολύ καιρό μαζί του. Αυτός είχε τα γνωστά χούγια των διεστραμμένων. Του άρεσε, δηλαδή, ν’ αλλάζει παρέες και μια μέρα τον έπιασε η αστυνομία. Είχε βάλει έναν άλλον έφηβο στ’ αυτοκίνητό του και τον πασπάτευε. Ο Γιαννάκης που τα είδε όλα, προτού να πάει για έρευνα η αστυνομία στο σπίτι του ανώμαλου, πήρε κάτι πρόχειρα χρήματα και βρέθηκε στο κέντρο του Σύδνεϋ.

Γυροφέρνοντας τους δρόμους γνωρίστηκε με δυο νέους της ηλικίας του. Αυτοί τον πήγαν σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στη συνοικία, Glebe (Γκλιμπ), του Σύδνεϋ. Ήταν ένα παλιό δίπατο, χωρίς φως και νερό, που βρωμούσε από πάνω μέχρι κάτω. Ποιος θα ενδιαφερόταν γι’ αυτό το ερείπιο που προοριζόταν για κατεδάφιση; Σε τέτοια σπίτια έβρισκαν καταφύγιο τα χιλιάδες παιδιά, που κυκλοφορούσαν, σαν τ’ αμαρκάριστα σκυλιά, στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Αυστραλίας.

Σ’ αυτό το σπίτι είχε δει για πρώτη φορά, ο Γιαννάκης, ναρκομανείς, αλλά τους ντιπ εξαθλιωμένους. Ούτε που γύριζε να κοιτάξει ο ένας τον άλλον εκεί μέσα. Ήταν όλοι τους ζωντανοί, μόνο γιατί ανάπνεαν. Δεν ενδιαφέρονταν για τίποτ’ άλλο, παρά μόνο για το “πράμα”. Οι περισσότεροι απ’ τους ένοικους ήταν νέοι, ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι, που απ’ την απλυσιά  τα κορμιά τους ανάδυαν μια μπόχα, κάτι σαν αποσυνθεμένο κρέας. Απ’ τ’ αχούρι έβγαιναν, σα φαντάσματα, στους δρόμους, μόνον τις βραδινές ώρες, για να βρούνε κάτι να φάνε, ψάχνοντας τα σκουπίδια. Επίσης, τα βράδια περίμεναν στις ουρές, των κλειστών φορτηγών των “φιλανθρωπικών” οργανώσεων για να πάρουν ένα κύπελλο καφέ, ή τσάι, με κάτι ψευτοβουτήματα. Αυτοί οι ντιπ ύποπτοι οργανισμοί, που χρηματοδοτούνται απ’ την κυβέρνηση, καλοσυντηρούν και διαιωνίζουν τη φτώχια.

Για τον Γιαννάκη ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Τι θα μπορούσε να κάνει, αφού είχε πια πάρει την απόφαση να ξεκόψει εντελώς απ’ τους δικούς του; Τα λεφτά του τα ’χε χωμένα μες στις κάλτσες, ξοδεύοντας όσο πιο λίγα μπορούσε. Για πόσο καιρό, όμως, θα του έφταναν;  

Βέβαια, οι ναρκομανείς δεν τον ενοχλούσαν σεξουαλικά. Αυτοί δεν ήξεραν από τέτοια. Έλα, όμως, που σ’ αυτό το σπίτι έμπαιναν και πολλοί διεστραμμένοι τύποι, που όλο και περίσσευαν – ο ένας το ’λεγε στον άλλον – μετά την εμφάνιση του Γιαννάκη. Μόνο που τον έβλεπαν άναβαν τα ερωτικά τους λαμπάκια, κι όλοι τον είχαν στα όπα – όπα. Πολλά τράβηξε μέσα σ’ αυτό τ’ αχούρι. Εκεί του κόλλησαν ένα σωρό παρατσούκλια, που ’χαν να κάνουν με τη νιότη, τη φρεσκάδα και την ομορφιά. Πάντως, αυτό  που του ’μεινε ήταν, το “Ομορφόπαιδο”. Ήταν όμορφος ο Γιαννάκης. Είχε σώμα γυμνασμένο και χυτό κι αγγελικό πρόσωπο. Έτσι, ξεχώριζε, σαν τη μύγα μες στο γάλα, μέσα σ’ εκείνο τ’ αχούρι, κάνοντας όλους να χάσκουν μπροστά στη δροσερή ομορφιά του. Κοντολογίς, ο Γιαννάκης, απαλλάχτηκε, απ’ το σάτυρο της γειτονιάς του, κι έπεσε σ’ άλλους πολλούς σάτυρους και μη.

****

 

Με τα πολλά, τα λίγα λεφτά του τέλειωσαν και βρέθηκε στο Kings Cross (Κινγκς Κρος), που ’ταν η πιο αμαρτωλή και βρώμικη συνοικία του Σύδνεϋ. Ο κεντρικός δρόμος του ήταν δυο οικοδομικά τετράγωνα κι εκεί ήταν τα περισσότερα μπουρδέλα, στριπτιζάδικα, τσογαδορία και βάλε. Το Κρος – το λένε κι έτσι - είναι μια διεφθαρμένη και στην ουσία μελαγχολική, για τα ευαίσθητα βέβαια μάτια, συνοικία, όπως είναι όλες οι μπουρδελογειτονιές του κόσμου. Όλα, εκεί γύρω, φανερώνουν ένα κλίμα ψυχικής κούρασης, εκνευρισμού και πλήξης.

Τα περισσότερα ταίϊκ εγουέι – φαγητά σε πακέτα, ή φαστφουντάδικα – του Κινγκς Κρος ήταν σ’ ελληνικά χέρια. Σ’ ένα απ’ αυτά, που ’ταν το καλύτερο της περιοχής, δούλευε για πάνω από είκοσι χρόνια ο Στηβ (Στάθης) Λέλεβας. Το μαγαζί ήταν του Κώστα Τσακίρη, που ’ταν φίλος και κουμπάρος του Στάθη. Ήταν το μεγαλύτερο της περιοχής. Εκτός απ’ τα φαγητά και τα αναψυκτικά, στο βάθος είχε μια τεράστια αίθουσα γιομάτη με ηλεκτρονικές μηχανές και μπιλιάρδα.

Ο Στάθης που δούλευε βραδινή βάρδια, πήγε ένα απόγευμα νωρίτερα στο μαγαζί και χαζεύοντας απ’ εδώ κι απ’ εκεί, στη μεγάλη αίθουσα, είδε τον Γιαννάκη. Τον είχε δει αρκετές φορές και προσπαθούσε κάπως να τον βοηθήσει, αλλά δεν έβρισκε τρόπο. Έπαιζε, λοιπόν, ο μικρός μια μηχανή και τον χαϊδολογούσε ένας γνωστός παιδεραστής, ο “Χοντρος”. Μόλις είδε το Στάθη έτρεξε κοντά του.

- Γεια σου, Στηβ.

- Γεια σου κι εσένα.

- Ξέρεις έκανα είκοσι χιλιάδες πόντους στη μηχανή, είπε ο Γιαννάκης στο Στάθη, ενώ ο “Χοντρος”, άρχισε να μουρμουρίζει, πετώντας χυδαίες βρισιές.

- Ε, δεν είναι κι άσκημα, είπε ο Στάθης και μπήκε στην κουζίνα, ν’ αλλάξει ρούχα, αποφεύγοντας και τον παιδεραστή.

Ο “Χοντρός” ήταν γνωστός στην πιάτσα. Ήταν τόσο φουσκωμένο το ποινικό του μητρώο... που δεν υπολόγιζε κανέναν. Μα γιατί θα ’πρεπε να φυλάγεται, αφού τα είκοσι απ’ τα σαράντα του χρόνια τα ’χε περάσει στις φυλακές; 

Ο Στάθης ήθελε να βοηθήσει τον Γιαννάκη. Πώς, όμως; Δεν ήθελε νταλαβέρια μ’ αυτούς τους τύπους, όπως ήταν ο “Χοντρός”. Την ήξερε καλά αυτή τη σάρα και τη μάρα, αφού τους σερβίριζε για πάνω από είκοσι χρόνια. Αυτοί δεν είχαν ηθικούς φραγμούς και δεν σταματούσαν μπροστά σε τίποτε. Όχι να τους ασκημομιλούσες δεν μπορούσες, αλλά μόνο να καταλάβαιναν πως τους αντιπαθούσες, είχαν τον τρόπο να σε στραπατσάρουν, κουνώντας το μικρό τους δάχτυλο. Ύστερα πως θ’ άφηνε, ο “Χοντρός”, να του φύγει απ’ τα χέρια, αυτό το κελεπούρι, το “fresh meat” (“φρες μήτ”) – φρέσκο κρέας - όπως λένε οι άγγλοι; 

Τον πονούσε, λοιπόν, τον Γιαννάκη, ο Στάθης. Όχι, τόσο γιατί ήταν ελληνόπουλο, αλλά γιατί ήταν άβγαλτος. Δε θα μπορούσε, δηλαδή, στην ανάγκη να ζήσει μόνος του, όπως έκαναν χιλιάδες παιδιά του δρόμου. Το κουβέντιασε, λοιπόν, το πράγμα, με τ’ αφεντικό, τον Κώστα, που ’ταν και κουμπάρος του.

- Κουμπάρε, το μαγαζί πάντοτε έχει ανάγκη από προσωπικό. Τι θα ’λεγες αν παίρναμε  τον Γιαννάκη, μπας και τον ξελασπώσουμε;

- Δεν έχω αντίρρηση, αν και νομίζω πως δε θα κάτσει. Βαριά η καλογερική για ένα νέο, που έχει συνηθίσει στο εύκολο κέρδος. Αυτόν τον γυροφέρνουν όλοι οι ανώμαλοι  της πιάτσας. Χε, χε, χε... Αγαθός είσαι, ρε Λέλεβα, γαμώτο του... Ρε, αυτός σε μια ωρίτσα μπορεί να κάνει δυο βδομαδιάτικα. Αυτά που θα του δίνω εγώ. 

Με τα πολλά, έπιασε δουλειά στο μαγαζί, ο Γιαννάκης, μένοντας κι εκεί. Στο βάθος της αίθουσας, με τα μηχανάκια, ήταν ένα μικρό διαμέρισμα, που το ’χαν για αποθήκη. Εκεί κοιμόταν. Σαν ανήλικος, δουλεύοντας έξι βράδια έπαιρνε εκατό δολάρια τη βδομάδα. Οι πειρασμοί, όμως, ήταν μεγάλοι. Πρώτα, οι διάφοροι τύποι που τον ζαχάρωναν. Αυτοί του υπόσχονταν όλα τα καλά της ζωής. Ύστερα, ήταν και οι νέοι της ηλικίας του, που αν και δεν είχαν τα δικά του σωματικά... προσόντα, έκαναν φουρτούνες, πουλώντας το κορμί τους.

Ένα βραδινό, λοιπόν, μετά από δυο μήνες δεν πήγε για δουλειά ο Γιαννάκης. Τον είχε σπιτώσει ένας πλούσιος παιδεραστής. Κι άιντε ν’ αφήσει τα παλάτια και τα κότερα, πέφτοντας στο μεροδούλι. Για μερικούς μήνες έκανε καλή ζωή.  Όλοι της πιάτσας τον ζήλευαν. Ήταν τόσο όμορφος, έχοντας πάνω του και κάτι το γυναικείο, χωρίς να ’ναι ομοφυλόφιλος, που μόνο που τον έβλεπαν οι διεστραμμένοι πάθαιναν. Μα ακόμα και οι κοπελιές, κορίτσια ανήλικα του δρόμου δηλαδή, τον κυνηγούσαν. Όταν πήγαινε στα διάφορα σφαιριστήρια, έλεγαν: “Έρχεται, έρχεται, το ομορφόπαιδο, με τα πράσινα μάτια!”

Έλα, όμως, που ο πλούσιος παιδεραστής, που ’θελε, ν’ αλλάζει παρέες, όπως όλοι του σιναφιού του, τον βαρέθηκε. Έτσι, ο Γιαννάκης, άρχισε να κάνει πιάτσα... στο σιντριβάνι του Κινγκς Κρος. Σ’ αυτήν την πλατεία ψώνιζαν οι ανώμαλοι τα παιδιά του δρόμου και οι έκφυλες πλουσιογριές  τα ζιγκολό. Για κάμποσο καιρό έκανε χρυσές δουλειές, πουλώντας το κορμί του. Δεν άργησε, όμως, να ’ρθει ο ξεπεσμός  και τα ψυχοπλακώματα. Αργότερα έγινε και πορτοφολάς.

 

****

 

Στο Κινγκς Κρος γυρόφερνε για χρόνια ένας νοτιοαμερικάνος. Με το Κάρλος Λόπες, που ’ταν το πραγματικό του όνομα, δούλευε στα τρένα, έχοντας το σπίτι και τ’ αυτοκίνητό του. Στους ανθρώπους, όμως, του υπόκοσμου, παρουσιαζόταν σαν Όσκαρ Σάνζιες, παριστάνοντας και το χαζό για να μην τον ενοχλεί, ή καταδέχεται κανείς. Ο Κάρλος ήταν και πορτοφολάς. Τον χτύπησε, όμως, το πάρκινσον, μάλλον λαφριάς μορφής. Βέβαια, τη δουλειά του δεν την άφησε. Πώς, όμως, θα ξάφριζε πορτοφόλια, με τα τρεμουλιάσματα που ’χε;  Όταν γνωρίστηκε με τον Γιαννάκη ήταν τριάντα χρονών, και βάλθηκε να τον κάνει πορτοφολά και συνεργάτη, νομίζοντας πως ο Γιαννάκης, που ’ταν τότε δέκα εφτά χρόνών, ήταν ο κλασικός τύπος του πορτοφολά, κυρίως γιατί τα δάχτυλά του ήταν μακριά και λεπτά και γιατί είχε καλά νεύρα.

Ο Κάρλος, τον έκανε ξεφτέρι και κάνοντάς του τις πλάτες ξάφριζαν μαζί τα πορτοφόλια. Με το που βουτούσε το πορτοφόλι, ο Γιαννάκης, το πάσερνε στον Κάρλος. Έτσι, ακόμα κι αν καταλάβαινε κάτι το θύμα, κι έμπαινε στη μέση και η αστυνομία, δε θα ’βρισκε τίποτε, αφού το πορτοφόλι θα έκανε φτερά. Η συνεργασία τους κράτησε κάπου τρία χρόνια, μέχρι που το πάρκινσον, του Κάρλος, χειροτέρεψε και παίρνοντας σύνταξη αναπηρίας, πήγε στην πατρίδα του.

Για τον Κάρλος τα κλεψιμαίικα έπιαναν τόπο. Όταν έκαναν γερές μπάζες, όλα απ’ το μερτικό του τα έστελνε κρυφά στην πατρίδα του, γιατί σε μια ώρα ανάγκης δε θα μπορούσε, με το μιστό του, να δικαιολογήσει στην εφορία, μα και στην αστυνομία, τόσα λεφτά. Ο Γιαννάκης, όμως, το πήγαινε μεροδούλι – μεροφάγι. Είχε μπλέξει με κάτι περιθωριακούς τύπους μεγαλύτερους απ’ αυτόν, που ’ταν χαρτοκλέφτες και του τα ’παιρναν όλα. Δεν πέρασε καιρός κι άρχισε να ρουφάει και κοκαΐνη.

 

****

 

Πάνω στις απενταρίες του Γιαννάκη πάτησε ο Κέρυ, που του συστήθηκε με τ’ όνομα Μαξ. Αυτός τον έβαλε στο οργανωμένο έγκλημα, αφού πρώτα τον έκανε ναρκομανή. Κι ο Κέρυ ξεκίνησε από παιδί του δρόμου, στη Νέα Ζηλανδία. Επειδή, όμως, είχε προσόντα... – έγινε ντιπ πωρωμένος – έγινε στέλεχος του οργανωμένου εγκλήματος. Πότε δούλευε στη Νέα Ζηλανδία και πότε στην Αυστραλία, στρατολογώντας νέους για την οργάνωση. Πρώτος στη λίστα του, ανάμεσα απ’ τους νέους, που κυκλοφορούσαν στο Κινγκς Κρος, ήταν ο Γιαννάκης. Πρώτα γιατί είχε καθαρό ποινικό μητρώο, κι έπειτα γιατί είχε εμφάνιση και τρόπους.

- Ρε, Ομορφόπαιδο κάτσε να πιούμε έναν καφέ, του ’λεγε ο Κέρυ, όταν τον έβλεπε να βολοδέρνεται, απ’ εδώ κι απ’ εκεί, χωρίς δεκάρα στην τσέπη.

Ο Κέρυ, όμως, μαζί με τον καφέ, του ’δινε και κάνα στριφτό τσιγάρο, βάζοντας μες στον καπνό και μια μικρή ποσότητα χασίς. Βέβαια, δε γίνεται κανείς χασικλής, αν δεν ξέρει πως αυτό που καπνίζει είναι χασίς. Ο Κέρυ, όμως, που όλα αυτά τα ’παιζε στα δάχτυλα, βάζοντας όλο και περισσότερο χασίς στα τσιγάρα, τα κατάφερε και τον έκανε χασικλή. Για τους μαφιόζους, όμως, αυτό δε φτάνει. Υπάρχουν χασικλήδες που μπορούν να μη μαστουρώσουν για κάποιο διάστημα, ή ακόμα και να σταματήσουν εντελώς την πρέζα. Με τα “σκληρά” ναρκωτικά, όμως, διαφέρει το πράγμα. Δεν υπάρχει, δηλαδή, ναρκομανής που να μπορέσει από μόνος του να σταματήσει το χτύπημα της ένεσης. Με διάφορα, λοιπόν, κόλπα ο Κέρυ, κατάφερε να μυήσει τον Γιαννάκη στον μαγικό... πια κόσμο της κοκαΐνης. Οι μαφιόζοι προτιμούσαν αυτούς που ρουφούσαν την κοκαΐνη απ’ τη μύτη, για να μην υπάρχουν σημάδια απ’ τις ενέσεις στα χέρια. Έτσι έβαλε στο χέρι τον Γιαννάκη τ’ οργανωμένο έγκλημα. Πως τα κατάφερε, ο Κέρυ και τον έσπρωξε στην κοκαΐνη; Αυτό είναι εύκολο. Συμβαίνει μ’ όλους τους ναρκομανείς. Όταν, δηλαδή, δεν έχουν το “δικό” τους ναρκωτικό και υποφέρουν, έχοντας τρομερούς πόνους, βολεύονται με οτιδήποτε άλλο.

Στην αρχή, λοιπόν, ο Γιαννάκης, έκανε τον τσιχλοκολλητή. Στην Αυστραλία οι ναρκομανείς δεν διώκονταν. Αρκεί να μην είχες παραπάνω από δυο δόσεις, ας πούμε, κάποιου ναρκωτικού πάνω σου και περνιόσουν σα χρήστης. Πάνω σ’ αυτό πατούσε το οργανωμένο έγκλημα προωθώντας τα ναρκωτικά, σε μικρές ποσότητες βέβαια, χωρίς κανένα πρόβλημα.

Βρισκόταν, λοιπόν, μέσα σε μια καφετερία, του Κρος, ο Γιαννάκης, έχοντας τη νόμιμη... ποσότητα του ναρκωτικού. Το παζάρι με τον πελάτη το ’καναν άλλοι, όξω απ’ την καφετερία, κάνοντας νόημα και στον Γιαννάκη.

- Θα πας μέσα και μόλις σηκωθεί ο δικός μας θα κάτσεις για καφέ. Το φακελάκι, με το πράμα, είναι κολλημένο με τσίχλα, κάτω απ’ το τραπέζι, έλεγαν στους πελάτες.

Ο Γιαννάκης, αφού κολλούσε το φάκελο, κάτω απ’ το τραπέζι, έβγαινε απ’ την καφετερία για νέες προμήθειες. Αυτός ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για τους μαφιόζους, και για χρόνια κολλούσε... τσίχλες... κάτω απ’ τα τραπέζια ο Γιαννάκης.

 

****

 

Μια φορά η αστυνομία τσίμπησε τον Γιαννάκη.  Ήταν τότε είκοσι δυο χρονών κι έκανε το “βαποράκι”, πηγαίνοντας ναρκωτικά στην επαρχία. Έτσι βρέθηκε στις φυλακές. Εκεί μαρτύρησε. Όπως ήταν νέος, ασπρόπετσος, στρουμπουλός και με παιδικό πρόσωπο, τον ξεπάτωσαν... οι βαρυποινίτες συγκρατούμενοί του. Οι βιασμοί των νέων στις φυλακές έδιναν κι έπαιρναν.., και μόνον οι αρμόδιες αρχές, όπως πάντοτε, δεν είχαν ιδέα. Αυτό τραβούσε για κάπου δυο χρόνια, μέχρι που ο Γιαννάκης, σχεδόν παραφρόνησε.

Με το που βγήκε απ’ τη φυλακή ξέκοψε κι απ’ τους μαφιόζους, ή μάλλον οι ίδιοι τον έκαναν πέρα. Πρώτα γιατί τον ήξερε πια η αστυνομία κι έπειτα γιατί είχε τα χάλια του. Ούτε βέβαια και για ζιγκολό έκανε πια. Έτσι, έγινε πορτιέρης στα στριπτητζάδικα του Κινγκς Κρος, δουλεύοντας με ποσοστά. Δεκάρες, όμως, έκανε. Αυτή η δουλειά θέλει καπατσοσύνη, χαμόγελα και γαλιφιές  κι αυτός είχε τα χάλια του. Η δειλία και η ντροπή που του φόρτωσε το μαστούρωμα και το πέρασμά του απ’ τη φυλακή, τον έκαναν να σου μιλάει, κοιτάζοντας τα παπούτσια σου. Ήταν και οι σακούλες κάτω απ’ τα μάτια του απ’ την κακή διατροφή και τις κακουχίες. Κοντολογίς τίποτε δεν είχε μείνει απ’ το Ομορφόπαιδο, με το αφράτο και βελουδένιο δέρμα και τα πράσινα μυγδαλάτα μάτια. Το μόνο που του είχε μείνει ήταν... τα πορτοφόλια... και καμιά μικροδιάρρηξη.  Στο μεταξύ ο πατριός του είχε πεθάνει και η μάνα του, συνταξιούχα πια, έμενε σε κρατικό σπίτι. Τα ’φτιαξε, μαζί της, ο Γιαννάκης, και κάθε βδομάδα πήγαινε και την έβλεπε, για να λούζεται και ν’ αλλάζει και ρούχα.

 

****

 

Ο Στάθης δεν ήθελε νταλαβέρια με τους περιθωριακούς τύπους του Κινγκς Κρος. Ήξερε το τι γινόταν με τους αστυνομικούς. Πολλοί απ’ αυτούς, παρουσιάζονταν ακόμα και σα ναρκομανείς, με βρώμικα ρούχα, αξύριστοι και με μακριά μαλλιά. Έτσι, με τη βοήθεια και των χαφιέδων, ήξεραν μέσες άκρες, το τι γινόταν στην πιάτσα.

Ένα βραδινό, λοιπόν, μπήκε στην κουζίνα του μαγαζιού, ο Γιαννάκης, μ’ ένα πακέτο στο χέρι. Ο Στάθης αμέσως τον έβγαλε έξω.

- Ρε, Γιαννάκη, σου το έχω πει τόσες φορές πως δε θέλω να μπαίνεις μες στο μαγαζί. Θα με βάλεις σε μπελάδες. Να σου δώσω κάτι να φας και δρόμο.

- Όχι, ρε Στηβ, δε θέλω φαγί. Έσπασα ένα ρολογάδικο κι έχω τριάντα ρολόγια, του ’πε ο Γιαννάκης, που μαζί μ’ έναν επαγγελματία διαρρήκτη, είχαν χτυπήσει ένα μικρό κοσμηματοπωλείο. Ο άλλος κράτησε τα κοσμήματα που πουλιούνται πιο εύκολα, αφήνοντας σ’ αυτόν τα ρολόγια.

Κουβεντιάζοντας ο Στάθης με τον Γιαννάκη, μπήκε στο μαγαζί ο Γκλέν, ο εφημεριδοπώλης, που ’ταν χαφιές της αστυνομίας. Το εφημεριδοπωλείο  του  ήταν δίπλα στο μαγαζί και βλέποντας τον Γιαννάκη με το πακέτο στα χέρια κάτι κατάλαβε. Μπήκε, λοιπόν, στο μαγαζί και του ’πε: 

- Έχεις τίποτε που ν’ αξίζει, Ομορφόπαιδο;

- Κάτι ρολόγια. Θέλεις να τα δεις;

- Δε μ’ ενδιαφέρουν. Αν πέσουν στα χέρια σου τσιγάρα, το ξέρεις το μαγαζί, είπε ο Γκλεν και έφυγε, πηγαίνοντας στο τηλέφωνο.

Κανένας στο Κινγκς Κρος – ούτε και οι αστυνομικοί της περιοχής - δεν ήξερε πως ο Γκλεν ήταν για χρόνια χαφιές της αστυνομίας. Μα αν το ’ξεραν οι μαφιόζοι, θα τον ξεπάστρευαν. Κάτι που έγινε μετά από μερικά χρόνια, όταν πια τον είχαν πάρει χαμπάρι. Ο Γκλεν είχε τον κωδικό του αριθμό και με το που έπαιρνε κάτι το μάτι του, τηλεφωνούσε στην ειδική υπηρεσία της αστυνομίας. Έτσι τον άφηνε η αστυνομία να κάνει τις δικές του κομπίνες, αγοράζοντας κλεμμένα τσιγάρα, τηλεοράσεις, κοσμήματα και βάλε, χωρίς να υπολογίζει κανέναν. Το μόνο που ήξεραν οι αστυνομικοί της περιοχής ήταν πως ο Γκλεν είχε προστάτη κάποιον μεγαλόβαθμο αστυνομικό.

- Γιαννάκη, να τα πετάξεις όλα στα σκουπίδια! Πάλι στη φυλακή θα πας, του είπε ο Στάθης.

- Χε, χε, χε... Και τι μ’ αυτό; Είμαι πια γνωστός πρεζάκιας. Θα με βάλουν στο νοσοκομείο των φυλακών. Εκεί έχει καλό φαί και τσάμπα πράμα.

- Ας είναι κι έτσι. Τώρα δρόμο. Εγώ δεν αγοράζω κλεμμένα.

- Κοστίζουν τρία χιλιάρικα. Εσύ με πεντακόσια δολάρια τα ’χεις.

- Σου είπα πως δεν τα θέλω.

- Τότε δώσε μου εκατό δολάρια, κι αύριο θα πάρεις διακόσα. Τα χρειάζομαι για τη δόση μου. Ρε Στηβ, κράτησε τα ρολόγια, αν δε μου έχεις εμπιστοσύνη.

- Βρες κανέναν άλλον.

- Δεν μπορώ να κυκλοφορήσω στους δρόμους, με το πακέτο. Με ξέρουν οι μπάτσοι και μου ψάχνουν ακόμα και τις κάλτσες.

- Χε, χε, χε... Μα γι’ αυτό δε θέλω τέτοιες παρτίδες μαζί σου.  Για να μην ψάχνουν κι εμένα. Μπήκες; Χε, χε, χε... Κλείνω είκοσι χρόνια στο Κινγκς Κρος και ούτε που ξέρω πως είναι, από μέσα, τ’ αστυνομικό τμήμα.

- Ο Κώστας πού είναι;

- Κοιμάται, στο γραφείο.

- Σε παρακαλώ, μπορείς να τον ξυπνήσεις;

- Αυτό γίνεται.

Ο Κώστας, ξέροντας τα ζόρια του Γιαννάκη, έκανε πως δεν ήθελε τα ρολόγια. Προτού, όμως, αρχίσουν τα παζάρια, μπήκε στη μέση, ο Στάθης.

- Γιαννάκη, πήγαινε, για λίγο, εκεί δα στα μπιλιάρδα και θα σε φωνάξω. Θέλω να μιλήσω στον κουμπάρο μου. Με το φευγιό του Γιαννάκη, είπε ο Στάθης στον Κώστα.

- Κουμπάρε κάτσε στ’ αυγά σου... Δεύτερη αναστολή δεν υπάρχει. Ύστερα, δεν έχεις ανάγκη από λεφτά. Έχεις και μάλιστα μπόλικα, βλογημένε.

- Κοίτα ρε έναν τύπο... Ξέρεις άνθρωπο που να του δίνουν λεφτά και να μην τα παίρνει;

- Κι αν σε τσιμπήσουν; Κι αν πας φυλακή;

- Σαχλαμάρες... Απ’ αυτά θα βγάλω τουλάχιστο δυο χιλιάρικα. Χε, χε, χε.... Εσύ, κουμπάρε, με τα μυαλά που σέρνεις ποτέ δε θα σηκώσεις κεφάλι.

- Είμαι ευχαριστημένος μ’ αυτό που είμαι. Προσέχω τον εαυτούλη μου και τίποτ’ άλλο.

- Πάρτο χαμπάρι, ρε Στάθη, πως και το εμπόριο είναι νόμιμο κλέψιμο.

- Χε, χε, χε... Μ’ αφού είναι νόμιμο..., δεν έχει θείο τον εισαγγελέα. Ρε, φαταούλα, αποκλείεται να τον έστειλαν  οι μπασκίνες, αφού τον έχουν στο χέρι;

- Ουφ! Την καταστροφή φέρνεις. Και γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο;

- Μα πρωτάρης είσαι; Γιατί, έτσι γραπώνουν, οι τίμιοι βέβαια αστυνομικοί, τους κλεπταποδόχους σαν την αφεντιά σου. Ή για να τα κονομήσουν οι διεφθαρμένοι αστυνομικοί.

- Χε, χε, χε... Μυστήριο κάρο είσαι. Ρε, αν το ρίχναμε στις υποθέσεις, δε θα βγαίναμε απ’ τα σπίτια μας. Θα σκεφτόμασταν: “Κι αν πέσει κάνα κεραμίδι... και μου σπάσει το κεφάλι;”

- Βλογημένε, άλλο είναι να πέσει το κεραμίδι, από μόνο του... κι άλλο να το τραβήξει κανείς με σπάγκο... Αυτό κάνεις εσύ.

Στο τέλος, ο Κώστας πήρε τα ρολόγια με τρακόσα δολάρια, τζάμπα δηλαδή. Δεν πρόλαβε, όμως, να βγει ο Γιαννάκης και μπούκαραν στο μαγαζί δυο ντερέκια αστυνομικοί, με πολιτικά. Είχε δουλέψει το τηλεφώνημα του Γκλεν. Οι αστυνομικοί, βέβαια, βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν χαρτζιλίκι. Γι’ αυτούς ήταν καθαρή βλακεία να είσαι αστυνομικός στο Κινγκς Κρος και να περιορίζεσαι μόνο στο μιστό σου. Βέβαια, πρώτα πήραν τα ρολόγια, απ’ τον Κώστα, και τα τρακόσα δολάρια απ’ τον Γιαννάκη. Στη συνέχεια το ξεκαθάρισαν του Κώστα χωρίς πολλές κουβέντες. Πως αν, δηλαδή, δεν τους έδινε πέντε χιλιάδες δολάρια θα τον πήγαιναν στο δικαστήριο. Τα λεφτά ήταν πολλά, αφού με τριάντα χιλιάδες δολάρια αγόραζες σπίτι. Αυτοί, όμως, ήξεραν τι έκαναν. Ο Κώστας δεν είχε άλλη επιλογή. Πριν από έξι μήνες είχε καταδικαστεί, πάλι για κλεπταποδοχή, τέσσερις μήνες, με δυο χρόνια αναστολή. Ε.., είχε πέσει σ’ αστυνομικούς που δε λαδώνονταν. Τούτη τη φορά, όμως, θα πήγαινε στη φυλακή. Δεύτερη αναστολή δεν υπήρχε. Ο Κώστας, συμφώνησε. Έτσι τη σκαπουλάρισε κι ο Γιαννάκης. Μα αν έδιναν συνέχεια στο θέμα, οι αστυνομικοί, θα έχαναν όχι μόνο τα πέντε χιλιάρικα, αλλά και τα ρολόγια, μαζί και τα τρακόσα δολάρια.

 

****

 

Ο Γιαννάκης την είχε πιο άσκημα απ’ όλους. Πώς θα έπαιρνε τη δόση του; Βγαίνοντας, όμως, απ’ το μαγαζί γυάλισε το μάτι του, βλέποντας κόσμο μπροστά σ’ ένα σουπερμάρκετ. Εκεί έκανε τα νούμερά του ένας υπαίθριος αθλητής. Οι περαστικοί είχαν στριμωχτεί για να κάνουν χάζι. Εκεί πήγε κι αυτός για να σουφρώσει κάνα πορτοφόλι. Πηγαίνοντας πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη μεριά, βρήκε ένα βολικό θύμα. Ήταν ένας τριαντάρης και  γεροδεμένος άντρας, αλλά στουπί στο μεθύσι. Ίσα που στεκόταν στα πόδια του. Το πορτοφόλι το ’χε στην κωλότσεπη. Το μήλο ήρθε κι ωρίμασε. Ο τύπος παρόλα τα σπρωξίματα και τις χειρονομίες του Γιαννάκη, δεν έπαιρνε χαμπάρι. Με τα πολλά, το πορτοφόλι βρέθηκε στα χέρια του Γιαννάκη, που το ’χωσε  στον κόρφο του. Πάνω στην αγωνία του, όμως, δεν πρόσεξε πως ένας αστυνομικός, με πολιτικά, τον παρακολουθούσε. Τον έπιασε, λοιπόν,  απ’ τα χέρια και του ’πε:

- Φρόνιμα... Είμαι αστυνομικός.

Ο Γιαννάκης πανικοβλήθηκε. Έφερε στο νου του τη φυλακή μα και την κοκαΐνη που του ’λειπε βασανιστικά. Έβαλε, λοιπόν, τα δυνατά του και μουγκρίζοντας σαν το περικυκλωμένο αγρίμι, ξέφυγε απ’ το πιάσιμο του άλλου και το ’βαλε στα πόδια. Βλέποντας, όμως, πως δε θα μπορούσε να πάει μακριά, απ’ την εξάντληση που ’χε, κι επειδή ο αστυνομικός εξακολουθούσε να τον κυνηγάει, πέταξε το πορτοφόλι κατά γης κι έκανε να περάσει στην άλλη μεριά του δρόμου. Το λάδι του, όμως, είχε τελειώσει. Ένα φορτηγό που περνούσε εκείνη τη στιγμή, τον παράσυρε και τον τσαλαπάτησε σχεδόν μ’ όλες τις ρόδες του.

Ο Γιαννάκης δεν πρόλαβε ούτε ένα κιχ να βγάλει. Αυτό ήταν το τέλος του παιδιού με τη μόνιμη θλίψη, που τόνιζε την ομορφιά του: του Ομορφόπαιδου, του Κινγκς Κρος. Για κάμποση ώρα είχε κλείσει ο δρόμος, απ’ τους ανθρώπους της πιάτσας και τους περαστικούς. Όσοι βέβαια τον ήξεραν έλεγαν μονολογώντας:

- Πούουρ Τζων... (Φτωχέ Γιάννη...). Πούουρ θίνγκ... (Κακομοίρη).

Τις ίδιες μουντές σκέψεις έκανε κι ο αστυνομικός, που τον κυνηγούσε, βλέποντας πως το πορτοφόλι, είχε μέσα μόνο ένα δολάριο. Μαζί με τους άλλους ήταν κι ο Στάθης. Στα γρήγορα έφερε μπρος στα μάτια του νου τη ζωή του Γιαννάκη. Πώς στα δεκαπέντε του εμφανίστηκε στη αμαρτωλή συνοικία, εκείνο το μικρόσωμο, συμπαθητικό και πάντοτε μελαγχολικό παιδί, με το κοριτσίστικο πρόσωπο. Θυμήθηκε αυτά που του ’χε πει ο Γιαννάκης για τον πατριό του. Για το πώς άρχισε και πού έφτασε, ή μάλλον πού τον πήγε τ’ οργανωμένο έγκλημα. Για τη μάνα του που τον περίμενε κάθε βδομάδα στο σπίτι για να τον πλύνει και να του φορέσει καθαρά ρούχα, και που όταν δεν πήγαινε στη μέρα του, ερχόταν στο Κινγκς Κρος και τον έψαχνε.

Αυτά σκεφτόταν ο Στάθης και τον έπιασε ένα γλυκό βούρκωμα, που το χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή, γιατί του ’ρχόταν να βάλει τις φωνές, να σκίσει τα ρούχα του. Ναι, ευτυχώς που ’χε πάνω του αυτά τα βουρκώματα που κάπως τον καλμάριζαν, σε τέτοιες περιπτώσεις. Κι ευτυχώς που την είχε φαει τη ζωή με το κουτάλι και πάντοτε χτυπούσε το γαϊδούρι αντί το σαμάρι. Μόνο που δάγκωσε το κάτω χείλος του, μέχρι που ’βγαλε αίμα και πήγε στο μαγαζί για τη δεκάωρη βραδινή βάρδιά του, σιγανομουρμουρίζοντας:

 

Κατάρα στην κοινωνία, που το ρίχνει στους αφορισμούς,

κλείνοντας τα μάτια μπροστά στην αλήθεια.

Κατάρα στην κοινωνία, που δυναμώνει σε βάρος της ευτυχίας των νέων.