Saturday, December 18, 2010


Η Φλώρα Ορφανουδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε
Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα.
Σπούδασε επίσης Φιλολογία στον τομέα Βυζαντινών και Νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Επί πολλά χρόνια ήταν μέλος στο διοικητικό συμβούλιο ενός συλλόγου συγγραφέων, που ονομάζεται Ενωτική Πορεία Συγγραφέων (ΕΠΟΣ).
Είναι ένας από τους 5 επίσημα αναγνωρισμένους από το υπουργείο Πολιτισμού συλλόγους συγγραφέων.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές:
Το χαμένο Ίλιον (1985),
Η αντιλόπη της αίσθησης (1997)
και Δάνειος Έρως (2007).

Το Χαμένο Ίλιο - ποιήματα της Φλώρας Ορφανουδάκη


«Το χαμένον Ίλιο»
Η ποιητική αυτή συλλογή κυκλοφόρησε το 1985. Η διαπίστωσή μας είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ποιητική διεργασία που εκπορεύεται εκ βαθέων κι αγγίζει ευρηματικά την τραγική συνέπεια της ύπαρξης.
Μανόλης Πράτσικας, κριτικός

«Η αντιλόπη της αίσθησης»
Η Φλώρα Ορφανουδάκη ήδη με το «Χαμένον Ίλιο» είχε δείξει τις ικανότητές της. Πειθαρχημένη ελλειπτικότητα, ποιητική αίσθηση του αιτιοκρατικού, σαφήνεια, που τροφοδοτείται και από τη λογική και από το συναίσθημα και την αισθαντικότητα.
Τώρα με την «Αντιλόπη της αίσθησης» δείχνει ότι έχει προωθήσει πολύ και τη μορφή και το περιεχόμενο. Ο στίχος είναι πιο σφικτός, πιο αποτελεσματικός, τα ποιήματα έχουν οργανικότερη εξέλιξη. Η κάπως αβέβαιη εξομολογητικότητα της πρώτης ποιητικής της συλλογής μετασχηματίζεται και παίρνει πραγματικότερες κατευθύνσεις. Το σάστισμα και η μελαγχολία γίνονται τώρα φιλοσοφία του υποκειμένου. Ο αβρός πεισιθανατισμός (ο δικός της και της εποχής) παίρνει τώρα τη μορφή ηθικοαισθητικών συνειδητοποιήσεων. Τα οδυνηρά και αναίτια σταματήματα που επιβάλλει ο χρόνος αντικαθίστανται με τη ρυθμοκινητική γοητεία που επιβάλλει στο στίχο η γνήσια ποίηση.
Έχει προχωρήσει πολύ στη δυνατότητα μετουσίωσης. Πώς όμως το κατάφερε; Όχι βέβαια τυχαία, με επιπολαιόριζες προσπάθειες, εικοτολογώντας ή προφητολογώντας. Υπάρχει ένα ουσιαστικό προχώρεμα στην κατανόηση του αυθεντικού, του λυρικού, του αισθητικού, του πνευματικού. Έτσι ο λόγος της αποχαρακτηρίζει και αποκαλύπτει την ψευτοενότητα του παρόντος. Πολύ ευχαρίστως θα υπέγραφε τους στίχους του Νίκου Καρούζου: δική σας η λογική/ δεν την διεκδίκησα. Η γενική πιο εδραία βάση κατανόησης της δίνει την δυνατότητα να προχωρήσει σε ουσιαστικότερη γλωσσική τελείωση, να διασαφηνίσει τις εικονοπλασίες της, να κάνει πλαστικότερη την εκφραστική δομή, να επιγραμματοποιήσει τον στίχο.
Η ποιήτρια ξέρει να χρησιμοποιεί και να μεταστοιχειώνει την πονεμένη απαλότητα που φέρνει στον ποιητικό λόγο η γενιά της, να ανθίσταται πνευματικά στη φθορά (με τον στίχο, την αισιοδοξία, την χαρά, την πίστη), να μην μένει άπραγη, να αποφορτίζει από την σκοτεινιά και την μουγκαμάρα τους τις ανήλιαγες εμφανίσεις. Όπως όλοι οι εκπρόσωποι της ποιητικής γενιάς του ’80 που ψάχνουν συνδημιουργώντας η Φλώρα Ορφανουδάκη βιώνει το αγεφύρωτο χάσμα της οντολογικής της ποιότητας με τον περιβάλλοντα χώρο-χρόνο. Γι’ αυτό και (προσπαθεί να) τραγουδά.
Γιατί ο ποιητής αυτό οφείλει να κάνει. Ζώντας στο αέναο χωροχρόνο των δολοφόνων οφείλει να μένει έκκεντρος και να τραγουδά…
Παντελής Απέργης, κριτικός


«Δάνειος Έρως»
Μια διαπίστωση που αποβαίνει προς όφελος της ποιήτριας είναι το ότι βρήκε ένα νέο τρόπο έκφρασης της ελεγείας. Απέχει από τη μορφή έκφρασης του χορικού άσματος της τραγωδίας –ως στάσιμο– μη διακοπτόμενο από διάλογο ή αναπαιστικό μέτρο, αλλά διατηρεί κάποια στοιχεία μελαγχολικά, στα οποία δίνει προεκτάσεις ψυχικές, από τις οποίες άλλες είναι συναφείς προς μία γενίκευση πνευματικής ανόδου και άλλες τόσο αναλυτικές, που άμεσα καταλήγουν σε συμπερασματολογία.
Όμως εξακολουθώ να επισημαίνω το διαπιστωτικό της ύφος, το «όπερ έδει δείξε», που σημαίνει ειδικότερα ότι η αληθινή ποίηση απαιτεί και επιβιώνει μόνο με την αληθινή σκέψη. Κι εδώ τη βρίσκω εφοδιασμένη αφ’ ενός με μια λογική αφ’ ετέρου με μία αγνότητα. Ο δε στοχασμός της σ’ όλες τις ενότητες, διατηρεί το βάθος της ψυχικής της κατάστασης που διατηρεί στα κατάβαθά της. Όμως – κι εδώ είναι η τέχνη της αφαίρεσης– δεν στεγνώνει από πίκρα την ψυχή, ούτε τη δική της ούτε του αναγνώστη.
Σωτήριο φίλτρο η «αφαιρετική» στην ποίηση και ιδιαίτερα σ’ αυτό το μείγμα ελεγείας-στασίμου. Γιατί διαπνέει κάθε αρμό με μία ηρεμία αλλά και αισθητική φρονιμάδα, επειδή η διανοητική τάξη των νοημάτων κινείται στην αλληλοδιαδοχή, έτσι ώστε ο λόγος να μεστώνεται συνεχώς.
Εδώ θα αναφερθώ στο ανακυκλικό ποίημα, που συγχρόνως είναι και κυκλωτικό, που σημαίνει ότι όποιος αποδέχεται και τη μυστηριακή μοίρα των «δύστηνων θνητών» εσωτερικά τον αγγίζουν, εσωτερικά δακρύζει.
Δεν θ’ αναφερθώ σε παραδείγματα, γιατί έδωσα γραμμή πλεύσης. Θα προσθέσω ότι διαβλέπω ικανότητα θεατρικής γραφής.
Ευαγγελία Μισραχή, κριτικός

Wednesday, October 27, 2010

Πληθυντικός της Ευγενείας


«Πληθυντικός της ευγενείας»

Πώς η αρχαιοελληνική δημοκρατικότητα απωθήθηκε από την ξενική δουλοπρέπεια

Του Γιαννη Καρβελα
Φιλολογου

Ένα θέμα, που είτε αγνοείται είτε αποσιωπάται, είναι ο λεγόμενος «πληθυντικός της ευγενείας». Λίγοι γνωρίζουν ότι το γλωσσικό τούτο φαινόμενο είναι ξενικής προέλευσης. Ακόμη λιγότεροι υποψιάζονται, πως η χρήση του τα τελευταία 180 περίπου χρόνια έχει προκαλέσει σύγχυση στη γλώσσα μας κι αφαιρέσει ένα σημαντικό ποσοστό από τη δημοκρατικότητά της.

Μπορούμε ν’ αρχίσουμε με μερικές παρατηρήσεις πάνω στη χρήση του πληθυντικού στην αρχαία Ελλάδα. Η αρχαία γλώσσα χρησιμοποιεί τον πληθυντικό μόνο με την αριθμητική του έννοια. Βλέπουμε ότι ο ενικός δηλώνει ένα πρόσωπο ή πράγμα, ο δυικός δηλώνει δύο και ο πληθυντικός περισσότερα από δύο πράγματα ή πρόσωπα. Δεν υπάρχει εδώ πληθυντικός ευγενείας, σεβασμού, μη οικειότητας ή ακόμη και ειρωνείας. Υπάρχει ένας πληθυντικός, που, όπως λέει και το όνομά του, αποτείνεται στο πλήθος. Μια ματιά στα αρχαία κείμενα είναι αρκετή για να επαληθεύσει αυτόν τον ισχυρισμό μου.
Τα δύο επικά ποιήματα, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, αρχίζουν με την επίκληση του Ομήρου στη Μούσα. Αυτό γίνεται όχι σε πληθυντικό ευγενείας αλλά σε ενικό αριθμό: Ιλιάδα: «Μήνιν άειδε, θεά, Πηληιάδεω Αχιλλήος…». Οδύσσεια: «Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον ος μάλα πολλά…». Τα ρήματα άειδε και έννεπε είναι στον ενικό αριθμό, αφού αναφέρονται σ’ ένα πρόσωπο. Ταυτόχρονα εκφράζουν τον απεριόριστο σεβασμό του ποιητή για την προστάτισσά του, τη μούσα της επικής ποίησης.
Από την αρχή μέχρι το τέλος των ομηρικών ποιημάτων όλοι οι χαρακτήρες, οι αρχηγοί, οι στρατιώτες, οι θεοί, οι κήρυκες, οι θεράποντες, οι θήτες, οι γονείς, τα παιδιά, οι αοιδοί, οι οικοδέσποινες και οι ξένοι επικοινωνούν μεταξύ τους φυσιολογικά κι αποτελεσματικά στον ενικό αριθμό. Μπορεί η δουλοπρέπεια ή η εξάρτηση να εκφράζεται μ’ άλλους τρόπους, ποτέ όμως με λέξεις και προσφωνήσεις σε πληθυντικό.
Στη λυρική ποίηση μπορούμε επίσης να επισημάνουμε την ίδια αμφίδρομη χρήση του ενικού, είτε πρόκειται για ένδειξη σεβασμού κι εκτίμησης είτε όχι. Όταν η Σαπφώ ζητεί τη βοήθεια της Αφροδίτης, δεν καταφεύγει σε πληθυντικό ευγενείας αλλά σ’ ένα απέριττο κι ειλικρινή ενικό: «Χρυσόθρονη αθάνατη Αφροδίτη, κόρη του Δία, δολοπλέχτρα, σε ικετεύω, μη βαραίνεις την ψυχή μου με λύπες και με βάσανα».
Εξ ίσου ευθύβολη κι απροσποίητη είναι κι η ερώτηση της θεάς:

«… ποιον θες
να πείσω, για να ’ρθεί ξανά
στην αγκαλιά σου; Πες μου, Σαπφώ,
ποιος σε αδικεί;»

Κι ένα άλλο σαπφικό απόσπασμα φανερώνει καθαρά τη λεκτική συγγένεια ανάμεσα στη δασκάλα και τη μαθήτριά της:

Η μαθήτρια: «Σαπφώ, τί κακό είναι αυτό
που μας βρήκε, σ’ αφήνω
άθελά μου.»
Η δασκάλα: «Πήγαινε στο καλό,
και να με θυμάσαι.»

Επιπρόσθετα ο πληθυντικός ευγενείας είναι ο μέγας απών απ’ όλη την ελληνική τραγωδία και κωμωδία, από τις αφηγήσεις του Ηρόδοτου και τις δημηγορίες του Θουκυδίδη, από τα ειδύλλια του Θεόκριτου και τα επιγράμματα του Καλλίμαχου. Ο κατάλογός μας μπορεί να επεκταθεί και να συμπεριλάβει όλα τα κείμενα της ελληνορωμαϊκής εποχής, της βυζαντινής περιόδου και της Τουρκοκρατίας.
Στον υπ’ αριθμόν 22 νεκρικό διάλογο του Λουκιανού συναντούμε την περίφημη απάντηση του κυνικού φιλόσοφου Μένιππου προς τον πορθμέα Χάροντα: «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Ο Μένιππος δεν διανοείται να χρησιμοποιήσει κάποιον πληθυντικό ευγενείας («λάβοιτε»), για να μη θίξει τον εγωισμό του Χάροντα. Η απόκρισή του αυτή δείχνει ότι οι αρχαίοι μιλούσαν στον ενικό, ακόμα κι όταν βρίσκονται στα πρόθυρα του Άδη. Μ’ ένα λόγο οι αρχαίοι ήταν «αφοσιωμένοι» στον ενικό μέχρι θανάτου».

Ο πληθυντικός ευγενείας είναι, λοιπόν, γλωσσικό φαινόμενο της νεότερης Ελλάδας. Είναι ένα ξενόφερτο προϊόν, που μπήκε στο θησαυροφυλάκιο της γλώσσας μας ίσως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Είναι ένας μετανάστης, που πολιτογραφήθηκε για καλά στην επικοινωνιακή μας συμπεριφορά. Χώρα καταγωγής του είναι αναμφισβήτητα η Γαλλία. Οι Γάλλοι ευγενείς κι αριστοκάτες ήθελαν πάντα ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα, που θα τους ξεχώριζε από τον «απλοϊκό» λαό. Έτσι έπλασαν τον πληθυντικό ευγενείας (pluriel de politesse) και τον επέβαλαν στις άλλες κοινωνικές τάξεις.
Ο πληθυντικός ευγενείας πέρασε στη γλώσσα μας από μερικές εξέχουσες οικογένειες της Αθήνας το δέκατο ένατο αιώνα και στις αρχές του εικοστού. Οι οικογένειες αυτές «το έπαιζαν», όπως λέει ο λαός, αριστοκράτες. Μιλούσαν μισά ελληνικά και μισά γαλλικά και γενικά πιθήκιζαν τους γαλλικούς τρόπους καλής συμπεριφοράς. Ωστόσο πρέπει να υπενθυμίσουμε και να τονίσουμε, ότι στη νεότερη Ελλάδα δεν υπήρξαν ποτέ ούτε ευγενείς ούτε αριστοκράτες ευρωπαϊκού τύπου, υπήρξαν μόνον αριστοκρατικές νοσταλγίες και αριστοκρατικά καμώματα.
Μια απ’ αυτές τις αποκαλούμενες αριστοκρατικές οικογένειες της Αθήνας είχε την τύχη να γνωρίσει ο λόρδος Βύρων. Μάλιστα ο ρομαντικός Άγγλος ποιητής ερωτεύθηκε τη μικρή κόρη της οικογένειας αυτής, την Τερέζα Μακρή. Στο ποίημα, που της αφιέρωσε το 1810, ο Βύρων εκφράζει την αγάπη του για την Τερέζα σε τέσσερα εξάστιχα. Οι πέντε στίχοι κάθε εξάστιχου είναι στα αγγλικά κι ο έκτος στα ελληνικά:
Παραθέτω την πρώτη εξάστιχη στροφή του ποιήματος:

“Maid of Athens, ere we part,
Give, oh give me back my heart!
Or, since that has left my breast,
Keep it now, and take the rest!
Hear my vow before I go,
Ζωή μου, σας αγαπώ.”

Χαρακτηριστικά ο Βύρων προσφωνεί τη Ζωή (Τερέζα) σε πληθυντικό ευγενείας («σας αγαπώ»). Φαίνεται, ότι ακόμη και οι ερωτικές εξομολογήσεις γίνονταν στον πληθυντικό εκείνη την εποχή. Αλλά και τα παιδιά μιλούσαν συχνά στους γονείς τους στον πληθυντικό – κάτι που επεκράτησε μέχρι τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα. Όσο για το σεις και το σας των ερωτευμένων, αυτό δεν άντεξε στη φθορά του χρόνου.

Σήμερα ο πληθυντικός ευγενείας δεσπόζει σ’ όλο τον ελληνόφωνο κόσμο. Το απαιτούν οι κανόνες καλής και πολιτισμένης συμπεριφοράς. Ανήκει στους δημόσιους υπαλλήλους, τους δικηγόρους, τους γιατρούς, τους ιερείς και τους ιεράρχες, τους πολιτικούς, τους ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων και τ’ άλλα επίσημα και σοβαροφανή πρόσωπα, όπως θα έλεγε ο μακαρίτης Καβάφης. Κι εδώ δεν πρέπει να παραλείψουμε ν’ αναφέρουμε τις νύφες και τους γαμπρούς, που επιμένουν να συνομιλούν με τα πεθερικά τους στον πληθυντικό. Ίσως το γεγονός αυτό να εξηγείται από τη φοβία που προξενεί σε μερικούς η στερεότυπη ιδέα της «κακιάς πεθεράς».
Στα δημοτικά σχολεία, τα γυμνάσια, τα λύκεια και τα πανεπιστήμια οι δάσκαλοι μιλούν στους μαθητές στον ενικό. Αντίθετα οι μαθητές ανάμένεται να προσφωνούν και να χαιρετούν τους δασκάλους τους στον πληθυντικό. Υποτίθεται, ότι οι μαθητές εκδηλώνουν το σεβασμό τους κατά αυτόν το γλωσσικό τρόπο. Δεδομένου ότι ο σεβασμός κερδίζεται, δεν επιβάλλεται, η γλώσσα δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται τόσο αυταρχικά. Μονόδρομος λοιπόν είναι ο σεβασμός κι όχι αμοιβαίος μέσα στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα.
Το ίδιο συμβαίνει και στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Εμείς, ο λαός, διαθέτουμε πληθυντικό για τους ιερωμένους, ενώ αυτοί επιφυλάσσουν συνήθως τον ενικό για μας. Το περίεργο εδώ είναι, ότι στο Χριστό λέμε «σοι, Κύριε», ενώ στον παπά και το δεσπότη λέμε «σεις, πάτερ» και «σεις, σεβασμιότατε» αντίστοιχα. Προφανώς στην εκκλησιαστική ιεραρχία ο Χριστός τοποθετείται πιο κάτω στη γλωσσική μας εκτίμηση από τους επισκόπους και τους ιερείς του. Έτσι παρατηρούμε, ότι τα γλωσσικά κριτήρια στο χώρο της εκκλησίας είναι κάπως συγχυσμένα.
Παρόμοια και κωμικοτραγικά πράγματα βλέπουμε να συμβαίνουν στον πολιτικό στίβο. Μέσα στη βουλή επικρατεί ο πληθυντικός τυποποιημένης ευγένειας, ασχέτως αν οι βουλευτές και οι υπουργοί γνωρίζουν ο ένας τον άλλο για δεκαετίες. Μια συζήτηση στην αίθουσα της βουλής μπορεί ν’ αρχίσει ευγενικά με το σεις και το σας και να τελειώσει με εκφράσεις του τύπου: «Κάθισε κάτω ρε, μη μιλάς»! Άσε που έξω από τη βουλή, στις δεξιώσεις, στις ψησταριές και τα ξενοδοχεία οι ίδιοι οι πολιτικοί πετούν τον πληθυντικό στον αέρα και τα λένε μεταξύ τους σε ελευθεριάζοντα ενικό. Το επιμύθιο της όλης υπόθεσης είναι, ότι μέσα στη βουλή οι τριακόσιοι εκπρόσωποί μας συνδιαλέγονται στον πληθυντικό για τα μάτια του κόσμου, κρατώντας έτσι τα προσχήματα και διαιωνίζοντας την υποκρισία.
Τα παραπάνω παραδείγματα και οι μαρτυρίες που παρέθεσα οδηγούν προς μία κατεύθυνση: την κατάργηση του πληθυντικού ευγενείας από τη γλώσσα μας. Καιρός είναι να τον ρίξουμε για πάντα στον καιάδα της λησμονιάς ή στο βάραθρο της ευθανασίας.

_____________________________________________________________________________________

Πληθυντικός Ευγενείας

Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρυτές της Ρώμης υπήρξαν τα αδέρφια Ρώμος και Ρωμύλος, τέκνα της ιέρειας Ρέας Σύλβιας και του θεού Άρη, εγγόνια του βασιλιά Νουμίτωρος. Όταν, λοιπόν, γεννήθηκαν τα δίδυμα αγοράκια, ο Αμούλιος, που σφετερίστηκε την εξουσία του αδερφού του Νουμίτωρος, θέλοντας να ξεφορτωθεί και τους νέους απογόνους του, διέταξε να χώσουν τα νεογέννητα σ'ένα λίκνο και να τα πετάξουν στον Τίβερη. Καθώς ξεχείλισε όμως ο Τίβερης, το λίκνο με τα μωρά σκάλωσε στις όχθες του κι έτσι μπόρεσαν να επιβιώσουν τρεφόμενα από το γάλα μιας πρόθυμης λύκαινας που τα πήρε υπό την προστασία της. Εκεί τα ανακάλυψε αργότερα κάποιος βοσκός που τα πήρε σπίτι του και τα ανέθρεψε μέχρι που ενηλικιώθηκαν. Τότε, εκείνα ανέτρεψαν τον βασιλιά Αμούλιο κι επανέφεραν στο θρόνο τον παππού τους Νουμίτωρα. Θέλησαν, ύστερα, να ιδρύσουν και μια πόλη στις όχθες του Τίβερη προς ανάμνηση της σωτηρίας τους. Η ονομαστή Ρώμη ιδρύθηκε, όμως κατά την κτίση της επήλθε διαμάχη μεταξύ των δύο αδερφών, με αποτέλεσμα ο Ρώμος να σκοτωθεί και να παραμείνει βασιλιάς ο Ρωμύλος...
Ένεκα, όμως, των πολλών συμφορών που ακολούθησαν μετά το θάνατο του Ρώμου, ο Ρωμύλος σκέφτηκε να ζητήσει κάποιο χρησμό από το μαντείο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Ο χρησμός δόθηκε κι ανέφερε, πάνω-κάτω, ότι αν δεν καθήσει πλάι του στο βασιλικό θρόνο ο αδερφός του, δεν πρόκειται να σταθεί η πόλη του, ούτε να ησυχάσει ο δήμος...

"ι μή συγκαθεσθή σοι ό αδελφός έν τώ βασιλικώ θρόνω, ου μή σταθή η πόλις σου Ρώμη ούτε ησυχάση ό δήμος...."Είδε κι απόειδε ο Ρωμύλος, αποφάσισε πως η μόνη λύση είναι να κατασκευαστεί η εικόνα του νεκρού Ρώμου την οποία θα τοποθετούσε παραπλεύρως του θρόνου του! Κι αναφέρει η Άννα Τζιροπούλου- Ευσταθίου (στα "Μαθήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσης Β'") σχετικά:

Tags: τζιροπούλου άννα, ελληνική γλώσσα, μυθολογια, ιστορία

Thursday, October 14, 2010

Απλά μαθήματα ιστορίας του Τάκη Λαζαρίδη




Λίγα Λόγια για τον Συγγραφέα

Ο νεαρός Τάκης Λαζαριδης υπη­ρετούσε κανονικά τη στρατιωτική θητεία του όταν, τόν Νοέμβριο τοϋ 1951, ξέσπασε στην Αθήνα ή υπό­θεση των ασυρμάτων του ΚΚΕ, με εξέχοντα κατηγορούμενο τόν Νίκο Μπελογιάννη. Ήδίκη, με τήν κατη­γορία της κατασκοπείας (Α.Ν. 37511936), έγινε τό Φε­βρουάριο τού 1952. Οκτώ από τους 29 κατηγορουμέ­νους καταδικάστηκαν σέ θάνατο: Νίκος Μπελογιάννης, Δημήτρης Μπάτσης, Ηλίας Αργυριάδης, Νικόλαος Κα­λούμενος, Έλλη Ίωαννίδου, στρατιώτης Φιλάρετος (Τά­κης) Λαζαρίδης, Χαράλαμπος ΤουλιάτοςκαίΜιλτιάδης Μπισμπιάνος.

Οι καταδικασμένοι σέ θάνατο της δίκης Μπελο­γιάννη κρατήθηκαν στις φυλακές Καλλιθέας ολόκληρο τόνΜάρτιοτου 52. Ο Λαζαρίδης ήταν στο ίδιο κελλίμέ τόν Μπελογιάννη καί τόν Μπάτση. Δέν τόν έβαλαν χωρίς λόγοσέ κείνοτό κελλί. Στή δίκη ό Τάκης "υπερασπίστη­κε μέ επαναστατική συνέπεια καί αδιαλλαξία τήν τιμή καί τήνυπόληψητού κόμματος", όπως έγραψαν τά κομ­ματικά έντυπα.

Τό βράδυ της 31ης Μαρτίου 1952 πήραν άπό τή φυλακή τους Μπελογιάννη, Μπάτση, Αργυριάδη καί Κα­λούμενοκαί τους εκτέλεσαν στο Γουδί αφού φώτισαν τό χώρο μέ τους προβολείς των καμιονιών. Σκόρπισαν τους επιζήσαντες σέ διάφορες φυλακές. Ό Τάκης, πού πήγε στις φυλακές της Κεφαλλονιάς, επέζησε χάρις ατό νεα­ρότηςηλικίας του, αλλά καί χάρις στο γεγονός ότι ό πα­τέρας του εκτελέστηκε άπό τους Γερμανούς καί ή μητέ­ρα τουγιάτήν αντιστασιακή της δράση καταδικάστηκε σέ ισόβια δεσμά άπό βουλγαρικό στρατοδικείο...

Αναγκαστική προσγείωση του Τάκη Λαζαρίδη


Τάκης Λαζαρίδης: «Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι»
Γράφει ο Aντώνης Kαρκαγιάννης
Θα ρωτήσετε ποιος είναι ο Τάκης Λαζαρίδης. Μερικοί ασφαλώς έχουν ξανακούσει αυτό το «ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι». Είναι ο τίτλος ενός βιβλίου που έγραψε και κυκλοφόρησε πριν από 20 χρόνια και έκτοτε επαναλαμβάνεται με μια ειρωνική τραγικότητα σε πολλές συζητήσεις, ιδιαίτερα αριστερών. η από δεξιούς με θριαμβευτική έπαρση. Για τους πρώτους είναι συντριβή και αυτομαστίγωμα, για τους δεύτερους δικαίωση.
Ο Τάκης Λαζαρίδης όμως έχει την ιστορία του και αυτή λίγοι πλέον τη γνωρίζουν ή τη θυμούνται. Στη δεύτερη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη στο Στρατοδικείο, το 1952, στο ίδιο εδώλιο καθόταν ένας νέος, εικοσάρης τότε, με στολή στρατιώτη. Ήταν ο Τάκης Λαζαρίδης. Καταδικάστηκε σε θάνατο και μαζί με τους άλλους μελλοθάνατους κλείστηκε στην απομόνωση των Φυλακών Καλλιθέας και εκεί περίμεναν το εκτελεστικό απόσπασμα. Οι Φυλακές Καλλιθέας, ακριβώς απέναντι από τον Οίκο Τυφλών, στην οδό Θησέως, δεν υπάρχουν πια. Κατεδαφίσθηκαν αργότερα και στη θέση τους κτίσθηκε σχολείο. Καμιά αντίρρηση. Κρίμα μόνο, γιατί ήταν ένα ενδιαφέρον παλιό κτίριο και τόπος ενός δράματος της εποχής εκείνης.
Τελικά εκτελέσθηκαν, στα τέλη Μαρτίου του 1952, μόνο ο Μπελογιάννης, ο Μπάτσης, ο Καλούμενος και ο Αργυριάδης. Το πρωί που πήγε να τους πάρει το εκτελεστικό απόσπασμα ο επίτροπος διάβασε και το βασιλικό διάταγμα, με το οποίο απονεμόταν χάρη στον Τάκη Λαζαρίδη, λόγω του νεαρού της ηλικίας και η θανατική καταδίκη μετατρεπόταν σε ποινή ισοβίων δεσμών.
Έχει σημασία να σας πω ότι ο πατέρας του Τάκη Λαζαρίδη, ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς, μαζί με τους 200 κομμουνιστές την 1η Μαΐου 1944, στην Καισαριανή. Τη συντήρηση και την ανατροφή του Τάκη και της αδελφής του, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, ουσιαστικά την ανέλαβε το ΚΚΕ. Θέλω να πω ότι μεγάλωσε και ανατράφηκε με οικογένεια το ΚΚΕ και θα υπέθετε κανείς ότι στους κόλπους του θα σταδιοδρομούσε...
Ο Τάκης όμως πήρε άλλο δρόμο. Μετά το δραματικό πρωινό στις Φυλακές Καλλιθέας ο Τάκης μεταφέρθηκε στις φυλακές Κεφαλονιάς, όπου έγκλειστος έζησε τον τρόμο των σεισμών και αργότερα στις Φυλακές Κέρκυρας, για να εκτίσει την ποινή των ισοβίων δεσμών. Ήταν σκληρός και ανυποχώρητος κομμουνιστής, στην ανάκριση, στο Στρατοδικείο και μετά στη φυλακή, όπου έμεινε συνολικά 14 και κάτι χρόνια. Πολύ ευγενής και μελετηρός...
Ποιος ξέρει πώς, αυτός ο σκληρός και ανυποχώρητος κομμουνιστής, στις απέραντες νύχτες του εγκλεισμού ξανασκέφθηκε τη ζωή του, τη ζωή των άλλων και τη ρημαγμένη οικογένειά του και έθεσε στον εαυτό του ριζικά και καταλυτικά ερωτήματα. Το πώς τελικώς απάντησε είναι ένα δεύτερο θέμα, άλλοι θα συμφωνήσουν και άλλοι, αλλού, θα διαφωνήσουν. Με αυτά τα ερωτήματα και με τις απαντήσεις έγραψε το «Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι», το οποίο κυκλοφόρησε ακριβώς πριν από 20 χρόνια. Το 1988, πριν ακόμη καταρρεύσει ο «υπαρκτός (και ταυτόχρονα ανύπαρκτος) σοσιαλισμός». Μετά την κατάρρευση και όταν βεβαιώθηκαν ότι ήταν οριστική, έγραψαν και άλλοι πολλά και διάφορα...
Τον γνώρισα την άνοιξη του 1964 στις Φυλακές Αιγίνης, όπου είχα μεταχθεί από τις Φυλακές Λευκάδας. Αποφυλακισθήκαμε το 1966. Είχε πάρει ήδη τις αποστάσεις του από το ΚΚΕ γενικά και από την κομματική ηγεσία της φυλακής, η οποία τον αντιμετώπισε σαν ένα ιδιόρρυθμο άνθρωπο. Δεν είχε, όμως, τίποτα να πει εναντίον του.
Στο «Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι», έθεσε καταλυτικά για την Αριστερά, όλων των αποχρώσεων, ερωτήματα. Κάνει πως δεν τα ακούει, θα ’ρθει όμως η στιγμή να τα ακούσει.
Μέχρι τώρα η «αυτοκριτική» της Αριστεράς απαντάει ή προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα: τι συνέβη, τι έφταιξε και δεν νικήσαμε. Πάνω σ’ αυτό το ερώτημα γράφτηκε από την Αριστερά ολόκληρη η Ιστορία, τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 1943 ως την τελική συντριβή της, στρατιωτική και πολιτική, το 1949. Δεν σταμάτησε εκεί. Με τον ίδιο «καημό» της ήττας διαμορφώθηκε και η μετέπειτα πολιτική και ιστορία της ως τις μέρες μας.
Σε αυτόν τον καμβά συσσωρεύτηκαν όλα τα γεγονότα, όλα τα πρόσωπα, όλες οι ιδέες, όλα τα «σφάλματα», όλες οι σχέσεις με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και με τους ξένους. Ο (απολεσθείς παράδεισος της «νίκης» διαμόρφωσε στερεότυπα σκέψης και συμπεριφοράς, τα οποία ισχύουν και σήμερα και είναι πανίσχυρα. Ποτέ η Αριστερά, τουλάχιστον σε ηγετικό επίπεδο, δεν τόλμησε να αναρωτηθεί ειλικρινά τι θα σήμαινε και τι σημαίνει αυτή η «νίκη» που απροσδόκητα χάθηκε και εξακολουθεί ακόμα να τη θρηνεί. Ιδιαίτερα η συγκλονιστική αποκάλυψη μετά την κατάρρευση του υπαρκτού και ταυτόχρονα ανύπαρκτου, θα έπρεπε λογικά να οδηγήσει την Αριστερά σε πλήρη ανατροπή της πολιτικής της, στη θεωρία και την πράξη. Όχι ότι μας χρειάζονταν οι αποκαλύψεις, όλοι ξέραμε τι ακριβώς συμβαίνει. Αλλά κανείς δεν τολμούσε να θέσει το καταλυτικό ερώτημα. Και είναι πραγματικά ένα θέμα για να ερευνηθεί, πώς άνθρωποι που δεν φοβήθηκαν τίποτα στη ζωή τους, που έδειξαν απαράμιλλο θάρρος και ηρωισμό, φοβήθηκαν να ρωτήσουν και να αναρωτηθούν: τι πήγαμε να κάνουμε και ευτυχώς δεν μας άφησαν να το κάνουμε και να το αποτελειώσουμε;
Αυτό το ερώτημα έθεσε νωρίς ο Τάκης Λαζαρίδης, πρώτα στον εαυτό του και έπειτα, με το πρώτο του βιβλίο σε όλους τους άλλους. Όπως καταλαβαίνετε, είναι σαν να θέλει να ξαναγράψει την ιστορία της Αριστεράς. Ο Δεκέμβρης και ο Εμφύλιος, για παράδειγμα, ήταν θανάσιμες απειλές εναντίον της χώρας και του λαού και όχι ευκαιρίες «νίκης» που χάθηκαν. Και ευτυχώς, που αυτές οι απειλές αποκρούσθηκαν. Το «αστικό κράτος» και οι ξένοι, οι Άγγλοι πρώτα και κατόπιν οι Αμερικανικοί, συνέτριψαν την Αριστερά και την αιματοκύλησαν χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς, όπως επιβάλλει ένας πόλεμος. Σώθηκε, όμως, η χώρα και ο λαός της δεν γνώρισε τις περιπέτειες που γνώρισαν άλλοι λαοί που εντάχθηκαν με τη βία σε ολοκληρωτικά συστήματα διακυβέρνησης.
Ο Τάκης Λαζαρίδης, όμως, δεν σταματάει εδώ. Αναρωτιέται και μας καλεί να αναρωτηθούμε τι μπορεί να σημαίνει σήμερα «σοσιαλισμός» και «σοσιαλιστική ανοικοδόμηση», στερεότυπα επαναλαμβανόμενα από τα δύο κόμματα της Αριστεράς. Και τι μπορεί να σημαίνει «καπιταλισμός» και πού μας οδηγεί.
Με το νέο του βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από λίγο με τον τίτλο «Αναγκαστική Προσγείωση», και που είναι η αφορμή αυτού του σημειώματος, απαντάει σε γράμματα και ερωτήσεις αναγνωστών του πρώτου βιβλίου, του «Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι».
Θα ρωτήσετε, έπειτα από αυτήν την καταλυτική κριτική τι μένει από την Αριστερά. Θα σας πω τη γνώμη μου ευθέως. Από την Αριστερά που γνωρίσαμε, την παραδοσιακή και επίσημη, δεν μένει τίποτα. Μένουν μόνο οι τραγικές θυσίες της. Και αυτές σαν βάρος στη συνείδησή μας.
Επειδή, όμως, ο κόσμος είναι γεμάτος αδικίες, ανισότητες, καταπιέσεις, αίμα και καταστροφές, το αριστερό αίτημα θα είναι πάντα ζωντανό και ενεργό. Ίσως γι’ αυτό το λόγο η ηττημένη και στη χειρότερη στιγμή της, εγκλωβισμένη στον αποπνικτικό κρατισμό «Αριστερά» είναι ιδεολογικά κυρίαρχη, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Τάκης Λαζαρίδης. Την άλλη Αριστερά μένει να την ανακαλύψουμε...

Hμερομηνία: 25-05-2008

Πηγή: http://www.kathimerini.gr

Ευτυχώς Ηττηθήκαμε Σύντροφοι του Τάκη Λαζαρίδη


Το βράδυ της 31ης Μαρτίου 1952 πήραν από τη φυλακή τους Μπελογιάννη, Μπάτση, Αργυριάδη και Καλούμενο και τους εκτέλεσαν στο Γουδί αφού φώτισαν το χώρο με τους προβολείς των καμιονιών. Σκόρπισαν τους επιζήσαντες σε διάφορες φυλακές. Ο Τάκης, που πήγε στις φυλακές της Κεφαλονιάς, επέζησε χάρις στο νεαρό της ηλικίας του, αλλά και χάρις στο γεγονός ότι ο πατέρας του εκτελέστηκε από τους Γερμανούς και η μητέρα του για την αντιστασιακή της δράση καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά από βουλγαρικό στρατοδικείο...
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
Γιατί η επανέκδοση; Τι ενδιαφέρον μπορούν να παρουσιάζουν για τον σημερινό αναγνώστη πράγματα που γράφτηκαν πριν από 14 χρόνια, για κρίσιμα, έστω, ιστορικά συμβάντα, από τα οποία όμως μας χωρίζει μισός και πλέον αιώνας; Τι σημασία έχει τώρα πια ποιος έφταιξε για τον Λίβανο και την Καζέρτα, τον Δεκέμβρη και τον Εμφύλιο;
Μία πρώτη απάντηση μπορεί να είναι ότι το «ΕΥΤΥΧΩΣ ΗΤΤΗΘΗΚΑΜΕ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ» έχει από καιρό εξαντληθεί και όσοι ενδιαφέρονται -αδιάφορο αν πολλοί ή λίγοι- έχουν δικαίωμα να το διαβάσουν.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, πιο σημαντική απάντηση. Η ιστορική αλήθεια για όσα συνέβησαν στην πατρίδα μας τα τελευταία 60 χρόνια, δεν μπόρεσε ακόμα να δείξει το καθαρό και φωτεινό της πρόσωπο. Εκούσιοι και ακούσιοι διαστρεβλωτές, φρόντισαν να σκεπάσουν και να συσκοτίσουν την αλήθεια. Και για μεν τους επαγγελματίες της διαστρέβλωσης περιττεύουν τα σχόλια. Είναι όμως αποκαρδιωτικό το θέαμα αξιόλογων ιστορικών και ερευνητών που πασχίζουν και κοπιάζουν «να βρουν τον ντορό» της αλήθειας όταν η αλήθεια ορθώνεται αστραποβόλα μπροστά τους και τους καρφώνει με το καθαρό και αυστηρό της βλέμμα.
Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Η άγνοια και η αδυναμία να ερμηνεύσουμε σωστά την ιστορία, δεν μας επέτρεψε «να αντλήσουμε καθοριστικά για την εθνική, πολιτική και ηθική μας συμπεριφορά διδάγματα από το παρελθόν».
Για αυτό και σε έναν κόσμο γεμάτο προκλήσεις αλλά και παγίδες, η πατρίδα μας πορεύεται με αβέβαιο και ταλαντευόμενο βήμα, όταν οι καιροί επιτάσσουν τολμηρούς και σαρωτικούς ρυθμούς.
Ανάγκη λοιπόν πάσα να ξαναγυρίσουμε σε αυτά που συνέβησαν τότε. Όχι μόνο από χρέος προς την ιστορική αλήθεια. Αλλά και γιατί αυτά δεν ανήκουν μόνο στο παρελθόν. Όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω και στα «ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ», «ζουν και σφραγίζουν τον παρόν. Δεν μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε στην εθνική μας αυτογνωσία, δεν μας επιτρέπουν να δούμε με καθαρή ματιά τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αργήσαμε πάρα πολύ να γνωρίσουμε την ιστορική αλήθεια και είναι βαρύ το τίμημα για την πατρίδα μας».
Καιρός λοιπόν να τελειώνουμε με τους μύθους και να κοιτάξουμε κατάματα την ιστορική αλήθεια όσο πικρή και οδυνηρή και αν είναι. Και προς την κατεύθυνση αυτή, μικρή συμβολή αποτελεί νομίζω και το «ΕΥΤΥΧΩΣ ΗΤΤΗΘΗΚΑΜΕ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ». Όχι μόνο γιατί λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Αλλά και γιατί άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου. Ο χρόνος που κύλησε έκτοτε δεν διέψευσε καμία από τις προβλέψεις μου.
Προέβλεπα την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Και όταν σε Ανατολή και Δύση οι πάντες επαινούσαν και εκθείαζαν τον Γκορμπατσόφ και την «περεστρόικα» θεωρώντας ότι επρόκειτο για τολμηρές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν στον εκδημοκρατισμό του σοβιετικού καθεστώτος και τον εκσυγχρονισμό της σοβιετικής κοινωνίας, τόνιζα ότι ο Γκορμπατσόφ ήταν γνήσιος εκπρόσωπος της νομενκλατούρας και η «περεστρόικα» ύστατη και απεγνωσμένη προσπάθεια να περισώσει ότι ήταν δυνατό να περισωθεί.
Προέβλεπα επίσης την αποτυχία και την αναπόφευκτη χρεοκοπία του ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα γενική είναι η εκτίμηση ότι το ΠΑΣΟΚ οδεύει προς την πλήρη και οριστική χρεοκοπία με επιταχυνόμενο ρυθμό και με την αναγκαιότητα φυσικού φαινομένου. Η νομενκλατούρα του ΠΑΣΟΚ είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει όπως κατέρρευσε και η σοβιετική νομενκλατούρα. Δύσκολες μέρες περιμένουν την πατρίδα μας. Μέσα στην απαισιόδοξη όμως προοπτική υπάρχει και μία αχτίδα αισιοδοξίας. Έχει αστείρευτες δημιουργικές δυνάμεις αυτός ο ζωντανός και προικισμένος λαός.
Αρκεί να αφουγκραστεί και την «οιμωγή, τον επώδυνο βόγκο της ιστορίας».
Να «ιχνεύσει τα πάθη και τα λάθη και να διαλεχτεί αντικειμενικά με την ιστορία».
Θα πετάξει τότε τις παρωπίδες που του έχουν φορέσει χρόνια τώρα αδίστακτοι και ανεύθυνοι καιροσκόποι και δημαγωγοί. Θα αντιληφθεί τη ζέουσα και παφλάζουσα πραγματικότητα της εποχής μας. Θα συλλάβει τα μηνύματα των καιρών. Και θα συνταιριάξει επιτέλους το βηματισμό του με τον βηματισμό της ιστορίας.
Τ. ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

Tuesday, September 14, 2010

"Έρως Ίερός, Ελλήνων" της Αγγελικής Πανωφοροπούλου


Από τα παμπάλαια χρόνια η ομοφυ¬λοφιλία θα υπήρξε μία παρά φύση λύση της συνουσιακής γενετήσιας επιταγής της παντοκρατόρεισας Φύσης. Ώστε δε δυνάμεθα να αμφισβητήσουμε ότι του φαινομένου τούτου η παρουσία, χρήση και συνήθεια δηλώνεται στις αρχαίες και βέβαια στις πλέον αρχέγονες συνανθρώπινες κοινωνίες. Τις αναγκαστικά μάλιστα σχηματισμένες για την αντιμε¬τώπιση πάμπολλων απειλών, από φυσι¬κά φαινόμενα και από ισχυρότερα του άνθρωπου ζώα και πειναλέα.
Άν και βαθύτατα αισθάνομαι την ανάγκη να πιστεύω ότι ο άνθρωπος, πλέον συναισθηματικός, από τα πρώτα έτη της επί γης παρουσίας του, ασφαλώς θα αγκαλιάστηκε και θα συν¬δέθηκε με τρυφερότητα και ορθότητα ετεροφυλόφιλη, κατά φυσική επιταγή της δημιουργίας απογόνων. Και μάλι¬στα εφόσον καμία έγνοια δε θα τον προ¬βλημάτιζε για τον περιττόν αριθμό γεν¬νήσεων, αφού η ζωή πραγματωνόταν σε σπηλιές, δάση ή κουφάλες δέντρων και τη μέριμνα για την εύρεση τροφής, από τα μικράτα τους, αναλάμβαναν τα ίδια του γεννήματα ως παπραδειγματιζόμαστε από τα ζώα, μέχρι σήμερα.
Όταν αργότερα, πολύ αργότερα έστρεψε τη γενετήσια του ορμή και πράξη προς την ομοφυλοφιλία και, το αισχρότερο, προς την παιδεραστία, ΟΛΟΙ οι υψηλόνογοι στοχαστές των αρχαιότροπων ιστορικών εποχών όχι μόνον καταδίκασαν απλά και την ομοφυ¬λοφιλία και την παιδεραστία, άλλα μελετούμε και τους σκληρά καταδικα-στικούς τους Νόμους, με τους οποίους αμείλικτα τις πολέμησαν. Μεταξύ των ΠΡΩΤΩΝ για τούτο υπήρξαν οι Έλληνες. Οι αρχαίοι, αλλά και της οποίας διαχρονικής τους ιστορίας, καθώς μάς μαρτυρούν τα διασωσμέ¬να κείμενα.
Σήμερα ή ερωτική συμπεριφορά των ατόμων υπόκειται στις προσωπικές τους επιλογές, συχνότατα και ακατάκριτα αν και όχι βραβευτικά Σφυρηλατούν όμως τη συνειδησιακή μας ακοή τα λόγια του Πλάτωνα (428-347 π.χ.) από το «Νόμοι» του 838Ε-839Β: «...τούτον τόν νόμον έχοιμι τού κατά Φύσιν χρήσθαι τή της παιδογονίας συνουσία, τού μέν
άρρενος απεχομένους μη κτείνοντάς τε εκ προνοίας τό τών ανθρώπων γένος...»
Α. Παν.

Αγγελική Πανωφοροπούλου - συγγραφέας


Βιογραφικό
Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΑ. ΠΑΝΩΦΟΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΣΙΓΑΛΑ, τ. Λυκειάρχης, κριθείσα καί ως Γενική Επιθεωρήτρια, είναι Φιλόλογος - Ιστορικός, μέ Παιδαγωγικό Δίπλωμα Μ.Ε., μέ ιδιαί¬τερες Σπουδές Αρχαιότητας, βραβευμένη Ζωγράφος καί Διπλωματούχος Εθελόντρια Ε.Ε.Σ. Είναι πολυβραβευμένη γιά τίς μεταφράσεις καί μελέτες της στά Έπη τού Ομήρου καί τού Βεργιλίου, καθώς καί γιά άλλα της έργα. Ασχολείται μέ όλα τά είδη τής λογοτεχνίας: Μυθιστόρημα, διήγη¬μα, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, κριτική βιβλίου κ.ά. Τά άρθρα της κοσμούν εφημερίδες - περιοδικά -εγκυκλοπαίδειες. Έχει επίσης μεταφράσει καί εκδώσει Ευριπίδη, Σοφοκλή, Σαπφώ, Σόλωνα, Πλάτωνα, Ξενοφώντα κ.άλ. καί από τους Λατίνους Τίβουλλο, Τερέντιο, Σενέκα κ.άλ.
Συνολικά έχει συγγράψει πάνω από 30.000 σελίδες. Καλείται καί λαμβάνει μέρος σέ πολλά Πανελλήνια καί Διεθνή Συνέδρια / Συμπόσια μέ θέματα Ιστορίας, Γλώσσας, Αρχαίας καί Νέας Λογοτεχνίας, Ελληνικής καί Ξένης, Παιδαγωγικά καί Κοινωνικά. Δίδει κατ' έτος 5-8 διαλέξεις καί όπως είναι Μέλος σέ πολλά Πνευματικά καί Πολιτιστικά Σωματεία συμμετέχει στίς διάφο¬ρες εκδηλώσεις τους φορώντας πάντα μία Εθνική Ελληνική ενδυμασία.
Είναι τ. Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών καί κάθε εργάσιμη Τρίτη (19.00 - 21.00) στό ιδιόκτητο εντευκτήριο τής Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, Γερανίου 41 (Όμόνοια), προΐσταται των προγραμματισμένων συγκεντρώσεων των Λογοτεχνών (διαλέξεις, αναγνώσεις έργων, απαγγελίες ποιημάτων κ.λπ.) μέ είσοδο ελεύθερη, τίς οποίες καί μπορούν νά παρακολουθούν οι βουλόμενοι. Αγωνίζεται καί αγωνιά γιά την Ένωση καί ενσωμάτωση ΟΛΩΝ των Λογοτεχνικών Σωματείων σε Πανελλήνια Ομοσπονδία. Έχει αριστεύσει στή Μετεκπαίδευση, ώστε καί έχει διδάξει στή Βαρβάκειο Σχολή. Πολυάριθμες υπήρξαν οι «υποδειγματικές διδακαλίες» καί πάντοτε επιτυχείς.
Ώς Λυκειάρχης - Διευθύντρια τού Προτύπου Κλασικού Λυκείου Περιστερίου τό ανα¬διοργάνωσε καί τό αναβάθμισε άπ' εξαρχής. Συνεχίζει νά διδάσκει επί δέκα (10) συνεχή έτη Νέα Ελληνικά γιά Ξένους χωρίς αμοιβή στον Πειραιά. Δίδασκε επίσης Αρχαία Ελληνικά καί ερμη¬νεία Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων κάθε εργάσιμη Τετάρτη, οδός Αιόλου 94 (Αθήνα, 4ος όρο¬φος 19.00 - 21.00) χωρίς αμοιβή. Πρόσφατα αποδέχτηκε τήν τιμή νά διδάσκει καί στό Λαϊκό Πανεπιστήμιο τής "Αγίας Παρασκευής, οδός Νεαπόλεως 7, 2ο Γυμνάσιο, κάθε εργάσιμη Πέμπτη (17.00) μέ θέμα «Ή Όμηρική Νεοελληνική μου Γλώσσα».
— Τά θέματα διδασκαλίας κατ' έτος πληθαίνουν καί αλλάζουν στόχο, όπως «Ή ζωή τού Σωκράτη» καί άλλα. Από έτος 2006 διδάσκει Αρχαία Ελληνικά, ώς γλώσσα, καί Ερμηνεία αρχαίων Ελληνικών καί Ρωμαϊκών κειμένων, στό «Ηνιόχειος Όμιλος».
— Διδάσκει επίσης «δωρεάν» άρχαιοΕλληνικά καί ΝεοΕλληνικά, γλώσσα καί ερμηνεία κειμένων, στά «Κέντρα Γλωσσών Μπουλντούμη», Πλατεία Δημοτικού Θεάτρου, Πειραιά, καί Χατζηκυριάκειον, έναντι ιδρύματος.
ΕΛΛΗΝΩΝ»
Άπό τά σημαντικότερα βιβλία της παραμένουν:
— «Όμηρου Ίλιάς», έμμετρη μετάφραση με εισαγωγή, Βραβείο Πανεπιστημίου Αθηνών.
— «Ομήρου Οδύσσεια», έμμετρη μετάφραση με εισαγωγή (βραβευμένο).
— «Αινειάς», Βεργιλίου Ποπλίου Μάρωνος (Λατίνου εθνικού ποιητή 70 -19 π.Χ.) έμμετρη μετάφραση απευθείας από τα Λατινικά με πλουσιότατη εισαγωγή, Βραβείο Πανεπιστημίου Αθηνών. Επανέκδοση «ΙΩΝ». Προγραμματίζεται νά εκδοθούν καί τά τού Όμηρου, άπό έκδ. "Ομιλον «ΙΩΝ».
— «Αντιγόνη» Σοφοκλή, εισαγωγή, άρχαίο κείμενο, έμμετρη μετάφραση, πολυσέλιδα σχόλια, επανέκδοση «ΙΩΝ».
— «Ευριπίδη», έμμετρες μεταφράσεις «Άλκηστις», «Ιππόλυτος», «Ιφιγένεια ή εν Αυλίδι», «Μήδεια» κ.ά., μέ στοιχεία εισαγωγικά.
Επίσης:
— «Ή Γυναικεία παρουσία στα Ομηρικά πλαίσια», σελ. 498, επανέκδοση «ΙΩΝ».
— «Όταν ξανασμίγουν τ' αηδόνια» διηγήματα από τίς πορείες τού Ελληνισμού στή Δύση 1900-1800 π.Χ., στή σειρά Λογοτεχνία γιά Νέους, έκδ. «Μνημοσύνη».
— «Όταν κτίζαμε Παρθενώνες», μυθιστόρημα, επανέκδοση «ΙΩΝ».
— «Βεργιλιανή ανταύγεια στην ποίηση τού Σολωμού», (σύγγραμμα συγκριτικής λογοτεχνίας Βεργίλιος - Δάντης - Σολωμός), εκδόσεις «ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ», σελ. 200.
— «Μολπής κρούσιμο από τό " Άσμα Ασμάτων», μετάφραση στό κείμενο τού Σολομώντος και ποιητική της απόκριση στους Σολομώντειους λογισμούς.
— «Οι Μακεδόνες διά μέσου τών αιώνων», μέ αφορμή τά γεγονότα περί τήν ονομάτιση τών Σκοπιανών.
— «Πανέλληνες καί Παναιώνιοι», αναδρομή, επεξηγήσεις, ιστορική έρευνα τών ονομασιών τών Ελλήνων ως Γραικών, Ελλήνων, Ρωμαίων, Εθνικών κ.λπ. (διατίθεται δωρεάν, Έκδ. Palso).
— «Φαέθων τώρα», θεατρικό, αναστύλωση από σπαράγματα «Φαέθων» Ευριπίδη, 2002.
— «Στην Όλυμπία μέ τη Φίλη μου Ηλιαχτίδα», εκδόσεις «ΑΕΡΟΠΟΣ» 2003 στή σειρά Λογοτεχνία γιά Νέους.
— «Ή Όμηρική Νεοελληνική μου Γλώσσα», «Μακεδόνικες εκδόσεις», σελ. 840, 2004.
— «Τριφιόδωρου Ιλίου Άλωσις», έκδ. «ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ» (εισαγωγή, βίος, κείμενο, μετά¬φραση, παράλληλα κείμενα, μαρτυρίες καί συγκριτικές παρατηρήσεις κ.ά.)
— «Ό παππούς μας Ιάσονας καί οι Ποταμοπλόοι Κοσμοναύτες του», έκδ. «ΑΕΡΟΠΟΣ» στή σειρά Λογοτεχνία γιά Νέους. Μέ τρείς σελίδες παραπομπές καί σέ αρχαίες πηγές.
Εκδίδει καί διευθύνει τά έντυπα «Φιλύρες» καί «Ξένη Γλώσσα καί Παιδεία», καθώς γιά πάνω άπό πέντε (5) χρόνια διηύθυνε τό περιοδικό «Ελληνική Διεθνής Γλώσσα» ως Προεδρεύουσα - Γενική Γραμματέας τού Οργανισμού γιά τήν Διεθνοποίηση της Ελληνικής Γλώσσας.
Αυτό τόν καιρό ασχολείται με θέματα περί τόν Όμηρο καί σχόλια του, έχοντας ώς τώρα συντάξει περίπου 2.000 ιδιόγραφες σελίδες."Έχει εκδώσει τρείς Ποιητικές Συλλογές καί τέταρ¬τη Συλλογή - Έκδοση «Από τόν Ανθώνα τής Τρίτης», όπου εξαίρεται ή ποιητική προσφορά καί πράξεις των βραδινών τής Τρίτης, τοϋ προγράμματος τής Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Εκδόθηκε επίσης ή συλλογική ανθολογία της «2004 μ.Χ. Ελλήνων Ολυμπιάδα», οπού καί αρχαίες νικήτριες. Έχει συμπεριληφθεί σέ Ανθολογίες.
Έχει ομιλήσει καί διδάξει σέ Ευρώπη, Β. Αφρική, Αυστραλία (οπού έχει κληθεί από ιθύνο¬ντες τής Ελληνικής Ομογένειας) στον Ελληνισμό τής Κάτω Ιταλίας καί άλλου γιά τά Ελληνικά Πιστευμένα - Πραγμένα καί Ύμνημένα. Συνεργάζεται με πολλά Λογοτεχνικά καί άλλα περιοδικά, όπου κατά καιρούς έχουν εκδοθεί πολυσέλιδα άρθρα: «Μητέρες στην αρχαιότητα», «Αχιλλέας καί Έκτορας», «Τό γλωσσικό DNA τών Ελλήνων», «;Hρα, ή βασίλισσα τών Ουρανών», «Ιστορικές διαπιστώσεις από τόν Όμηρο», «Ή ζωή τού Ομήρου» (συνέχειες τρεις), «Έρως ιερός» καί άλλα.
Στό περιοδικό «Τό Καρουχαρείον» έχουν δημοσιευτεί: «Ό Σωκράτης συμβουλεύει τό γιό του Λαμπροκλή», «Πώς μίλησε ό Αλκιβιάδης γιά τόν Σωκράτη», σέ σέλ. περί τίς 60. «Δίων Χρυσόστομος, Τρωικός υπέρ τού "Ιλιον μή άλώναι», εισαγωγή - μετάφραση - σχό¬λια. Είναι προς έκδοση καί βιβλίου. Καί: α) «Ή καρδιά τής Παλιγγενεσίας χτυπάει στά Καλάβρυτα», β) «Παρατηρήσεις σέ βιβλίο "Ιστορίας ΣΤ' Δημοτικού», σελ. 20 καί 22 περιοδικού μεγάλες.
Καί ένα θαυμάσιο πολυσέλιδο πόνημα «Τή Ρωμιοσύνη μή τήν κλαις», όπου από λατινικούς στίχους αποδεικνύεται νά έχει πρωτοϊδρυθεί ή Ρώμη άπό Ακράδες - Αρκάδες "Ελληνες!, σέ περιοδικό «Έλληνόραμα» τεύχ. 31-32. Καί άλλα.
Αρθρογραφεί ακατάπαυστα στό περιοδικό «ΑΕΡΟΠΟΣ», οπού άνά διμηνία φιλοξενείται περι¬σπούδαστο άρθρο - εργασία της (12-16 σελίδων), τό οποίο εκδίδεται καί ώς ένθετο. Εκδίδονται ήδη:
— «"Ερως "Ιερός, Ελλήνων», έκδ. «ΙΩΝ», σελ. 408.
— Δημοσθένους «Ερωτικός», Αρχαίο κείμενο - ΝεοΕλληνική γραφή - πλούσιες παρατηρήσεις / σχόλια, έκδ. «Δρόμων».
Προς έκδοση:
— Τραγωδίες Ευριπίδη, αρχαίο κείμενο - ΝεοΕλληνική ποιητική γραφή, πλούσια σχόλια - παρα¬τηρήσεις.
Υπάρχει πλούσιο ανέκδοτο έργο της. Εύχεται μέ τό διάβα τού χρόνου νά κατορθωθεί καί νά δυνηθεί νά τό παρακολουθήσει στην έκδοση του, τήν οποία παρακολούθηση - διόρθωση τελεί μόνη της. Πράγμα τό οποίον, καθώς είναι αντιληπτό, καταντάει εκτός από πολύμοχθο καί πολύχρονο, περισσότερο πολύχρονο από τή συγγραφή ενός έργου, όπως όλοι οί Δημιουργοί γνωρίζουμε καί έχουμε βιώσει.
Αθήνα 2007

Monday, April 12, 2010

Εύα Στάμου - Βιογραφία


Εύα Στάμου
Industry: Consulting
Occupation: Συμβουλευτική Ψυχολόγος
Location: Greece
Interests
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Leeds και στην Συμβουλευτική Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Manchesterόπου και δίδαξα στον τομέα της Ψυχιατρικής Ηθικής. Εχω εργαστεί στην Πρότυπη Ψυχιατρική Κλινική του York και σε Κέντρα Συμβουλευτικής στο Manchester. Η διδακτορική μου έρευνα έχει ως αντικείμενο την διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας κατά την περίοδο της μέσης ηλικίας. Aπό το 2007 ζω και εργάζομαι στην Αθήνα ως Ψυχοθεραπεύτρια ατόμων και ζευγαριών. Έχω συνεργαστεί με το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίαςτο Mega Channelκαι τα περιοδικά 10percentMarie ClaireShapeΤο Παιδί μου κι Εγώ. Τα μυθιστορήματά μου 'Ελιγμοί' και 'Ντεκαφεϊνέ' έχουν δημοσιευθεί από τις Εκδόσεις 'Οδός Πανός'και η συλλογή διηγημάτων 'Μεσημβρινές Συνευρέσεις' από τις Εκδόσεις Μελάνι.

Ντεκαφεϊνέ της Εύας Στάμου


Εκδόσεις Οδός Πανός




Υπόθεση


Η αφήγηση ξεκινάει ένα χειμωνάτικο βράδυ στην μεγαλούπολη του Μάντσεστερ με την συνάντηση μιας παρέας τριαντάρηδων από διαφορετικές κουλτούρες και χώρες. Από εκείνη την στιγμή ξετυλίγονται οι παράλληλες ιστορίες τους που ταξιδεύουν τον αναγνώστη από το κοσμοπολίτικο Λονδίνο στο πολύβοο λιμάνι της Μασσαλίας κι από την πρωτεύουσα του Βελγίου στο χιονισμένο Βερολίνο. Φιλία, έρωτας, πάθος, προδοσία και μοναξιά εναλλάσσονται με γρήγορους ρυθμούς καθώς οι κεντρικοί χαρακτήρες προσπαθούν να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους και να δοκιμάσουν τα όριά τους. Είναι όμως αυτό που ζουν η ζωή που ονειρεύτηκαν ή το πικρό της υποκατάστατο;





Παρουσιάσεις από τον Tύπο


«Ερωτικό και κοσμοπολίτικο, το Ντεκαφεϊνέ διαφεύγει της κατηγορίας των αισθηματικών ιστοριών με τους μονόχορδους χαρακτήρες, τις στερεότυπες σχέσεις και το προβλέψιμο των καταστάσεων... Εκείνο που το διαφοροποιεί είναι το σύμπλεγμα χαρακτήρων, όπου οι ψυχολογικές αποχρώσεις έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής.» Μάρη Θεοδοσοπούλου, Το Βήμα

«Το σημαντικό μυθιστόρημα μιας γυναίκας που δοκιμάζεται καθημερινά στο επάγγελμα της ψυχολόγου» Ελευθεροτυπία


«Δυναμική είσοδος» Εθνος


«Συναρπαστική η αφήγηση, η πλοκή, η ψυχολογική πλευρά των ηρώων του μυθιστορήματος.» Π. Νόκας


«Η Στάμου καταθέτει ένα ολοκληρωμένο ψυχογράφημα ανθρώπων με διαφορετικές προελεύσεις, κουλτούρες και ενίοτε προορισμούς, ανθρώπων που όπως οι απέχοντες της καφεϊνης ψάχνουν συναισθηματικά υποκατάστατα… μια πραγματεία για την Ευρώπη του σήμερα» http://diavazo.blogspot.com/

«Οι εσωτερικές διαδρομές των ηρώων κι η επιστροφή στην παιδική και εφηβική ηλικία κυριαρχούν στο μυθιστόρημα που κινείται με αφηγηματική μαεστρία σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της η συγγραφέας εστιάζει στην διαφορετικότητα και την μοναξιά του ‘ξένου’, του μετανάστη, του ομοφυλόφυλου, του θρησκευτικά διαφορετικού, αλλά και κάτι που σπάνια μας έχει προσφέρει η Ελληνική πεζογραφία: την μοναξιά του διανοούμενου. Η λεπτομερής και εις βάθος ανάλυση της ψυχολογικής κατάστασης και των κινήτρων των ηρώων, η δύναμη της περιγραφής, η πειστικότητα των τριών κεντρικών χαρακτήρων κάνουν αυτό το πεζογράφημα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα της πρόσφατης λογοτεχνικής μας σοδειάς» http://kafeini.blogspot.com/


Τα μυθιστόρημα διατίθεται από τα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία:

Πρωτοπορία
Παπασωτηρίου

Ελιγμοί της Εύας Στάμου


Εκδόσεις Οδός Πανός



"Την ιστορία δύο γυναικών που αγωνίζονται να επιβιώσουν, να βρουν τον δρόμο τους και να κατακτήσουν την πολυπόθητη ισορροπία στις σχέσεις με τα κοντινά τους πρόσωπα ξετυλίγει η Εύα Στάμου στο μυθιστόρημά της Ελιγμοί, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός." Το Βήμα


"Πρώτο μυθιστόρημα της ψυχολόγου και ερευνήτριας στο Πανεπιστήμιιο του Μάντσεστερ. Δύο γυναίκες οι ηρωίδες της, που ο αγώνας τους τίνει προς την επιβίωση, μα κυρίως προς την κατάκτηση του διαρκώς μη κατακτώμενου, το θεμελίωμα και το γκρέμισμα δηλονότι των με τους άλλους σχέσεων. Γοργά μονταρισμένο, εικονοκλαστικά σκηνοθετημένο, το βιβλίο μας μεταφέρει το άρωμα ενός ταξιδιού, του πάντοτε εντός μας ταξιδιού, από την Αγγλία της ξενιτιάς, στην Αθήνα του κοινού τόπου, της κοινής μνήνης, των κοινών εικόνων. Παρελθόν, παρόν και μέλλον, λέξεις που προφέρονται μετ' ευκολίας που όταν, όμως, πάνε να γίνου πράξη, ζωή ζωντανή, δυσκόλως βιογραφούνται. Μοναχικά κρούει τη θύρα της μοναξιάς, στην κατάσταση εκείνη που γνωρίζω, αναγνωρίζω και φωτίζομαι." Ελευθεροτυπία

Μεσημβρινές Συνευρέσεις της Εύας Στάμου




Εύα Στάμου

Δεν ξέρει τʼ όνομά μου, δεν ρώτησε ποτέ. Τις νύχτες με φωνάζει «Έσθερ». Η προφορά του είναι βαριά, μάλλον γερμανική, μα μεταξύ μας μιλάμε πάντα στη γλώσσα μου. Ανάβει τσιγάρο και μου το δίνει. Καπνίζω μόνο όταν είμαστε μαζί. Ο καπνός πλημμυρίζει το χώρο, θαμπώνει τα μάτια μου. Ώρες αργότερα, όταν κοιμηθεί, θα μείνω ξάγρυπνη να παρατηρώ το πρόσωπό του, νʼ αφουγκράζομαι τη βαριά αναπνοή του, περιμένοντας. Σύντομα, εφιάλτες θα ταράξουν τον ύπνο του, «Έσθερ» θα φωνάξει, «Έσθερ» και τα χέρια του θα αναζητήσουν το κορμί μου στο σκοτάδι. «Έσθερ» – κι ύστερα σιωπή. Πριν κοιμηθούμε δίπλα δίπλα, κρατημένοι από το χέρι, πριν κάνουμε έρωτα, θα βγάλουμε τα ρούχα μας και τρέμοντας θα σταθούμε ο ένας απέναντι στον άλλο, όπως κάθε εβδομάδα. Ενώ θα με πλησιάζει, δάκρυα θα γεμίσουν τα μάτια μου, θα λιμνάσουν για λίγο στις κόχες τους κι ύστερα
βουβά θα κατρακυλήσουν στο λαιμό μου. Θα με κοιτάξει έντονα μία μόνο στιγμή πριν αρχίσει να λέει με τη βραχνή, ραγισμένη φωνή του: «Το σώμα σου είναι ένας χάρτης…»

Στα διηγήματα της συλλογής Μεσημβρινές Συνευρέσεις, η Εύα Στάμου, με βλέμμα διαπεραστικό και όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή, εξερευνά τα όρια του ερωτισμού, τα κίνητρα, την πρακτική και τις συνέπειές του. Είτε ως μέσο προσέγγισης του άλλου, είτε ως έξοδος κινδύνου από το σκοτεινό εγώ, η σεξουαλικότητα αποδίδεται στις μικρές αυτές ιστορίες με λόγια απλά, χαμηλόφωνα και μέσα σε ένα μεσημβρινό ημίφως, πίσω από παράθυρα κλειστά. Η ερωτική πράξη γίνεται ένας τόπος, στον οποίο οι επισκέπτες προσέρχονται ο καθείς με τις αποσκευές του: την ελπίδα, το φόβο, την αγάπη, καταστάσεις που ενώνουν κάποτε τους ανθρώπους σε «αυτά τα περίεργα δικέφαλα πλάσματα», όπως λέει κάπου ο Τσαρλς Μπουκόφσκι για τους εραστές.

Οκτώ διηγήματα για τη σαρκική επαφή, τη φαντασίωση και την απελπισία.
Οκτώ διηγήματα για τον έρωτα, για την ανάγκη, για τη μοναξιά.


H Εύα Στάμου (http://evastamou.blogspot.com), στο τρίτο αυτό βιβλίο της μετά το «Ελιγμοί» και το «Ντεκαφεϊνέ», εγκαταλείπει τη φόρμα του μυθιστορήματος και στρέφεται προς το διήγημα, δηλαδή με φορά αντίστροφη τής συνήθους συγγραφικής πορείας. Εδώ η αύξηση της ωριμότητας συνάδει με τη σύντομη φόρμα. Μη σας ξεγελάνε λοιπόν τα θέματα που αφορούν το σώμα, τον έρωτα, την ηδονή· ούτε η ημιγαργαλιστική λέξη «συνευρέσεις» στον τίτλο· ούτε, τα μινιφορούντα γυναικεία πόδια στο εξώφυλλο· ούτε, βεβαίως, τα ξανθά μαλλιά τής συγγραφέως.

Εδώ η διαπραγμάτευση των αντικειμένων διαφέρει. Καλύτερη απ΄ ό,τι στα μυθιστορήματά της, σοφότερη, η Στάμου –απέχοντας έτσι κι αλλιώς εξαρχής από τη λεγόμενη διεθνώς «ροζ» και παρ΄ ημίν «γυναικεία λογοτεχνία» (την οποία εν πολλοίς στην Ελλάδα τη γράφουν άντρες, αφού –ως γνωστόν για τη βαρβάτη μας χώρα– «εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε») – η Στάμου καταφέρνει να μας εκπλήξει. Τουλάχιστον να εκπλήξει εμένα, αφού από τα οχτώ διηγήματα του μικρού αυτού βιβλίου των καλών εκδόσεων «Μελάνι», τα τέσσερα είναι πρώτης γραμμής, ενώ και τα υπόλοιπα δεν είναι αμελητέα.

Δεν ξέρω αν έχει κάποιο ενδιαφέρον να τονίσω ότι η συγγραφέας μού ήταν ολωσδιόλου άγνωστη εδώ κι ένα μήνα. Μου ΄στειλε το βιβλίο της στην «Αthens Voice», όπως στέλνουν και τόσοι άλλοι. Το διάβασα, μού άρεσε, την αναζήτησα και της πήρα τη συνέντευξη. (Ύστερα διάβασα και τα μυθιστορήματά της). Δεν πρόκειται δηλαδή για εκδούλευση / φιλική εξυπηρέτηση / δημόσιες σχέσεις ή οποιαδήποτε άλλη παραπλήσια συνήθη κατάσταση απ΄ όσες επιπολάζουν ή έστω εμφιλοχωρούν στο πολύπαθο πεδίο της βιβιοκριτικής / βιβλιοπαρουσίασης.)

Και τέλος πάντων, χαίρομαι και προσωπικά, που αναδεικνύεται επιτέλους ο ημερήσιος ερωτισμός, έναντι του τόσο πολυυμνημένου βραδυνού και νυχτερινού. Έχω την εντύπωση ότι όλο για τους βραδινούς έρωτες μιλάμε και γράφουμε –κακώς. Κακώς, γιατί όλα τα ουσιαστικά τη μέρα γίνονται. Για να μην πω, ιδίως, στα «στάμεια» μεσημέρια.

(Υ.Γ. Κι επειδή σάς βλέπω ήδη ν΄ αναρωτιέστε τι διάβολο εννοώ, ιδού: κατά την αντίληψή μου, τα βράδια είναι για τσάμπιονς λιγκ, ζεστό μπάνιο, Χέντελ, αγκαλιές και ξεκούραση ή για τρελά γλέντια με κρασί και ρεμπέτικα).

Tuesday, March 30, 2010

Kevin Phillips - You Tube

American Theocracy by Kevin Phillips


Review by ALAN BRINKLEY
Published: March 19, 2006
Four decades ago, Kevin Phillips, a young political strategist for the Republican Party, began work on what became a remarkable book. In writing "The Emerging Republican Majority" (published in 1969), he asked a very big question about American politics: How would the demographic and economic changes of postwar America shape the long-term future of the two major parties? His answer, startling at the time but now largely unquestioned, is that the movement of people and resources from the old Northern industrial states into the South and the West (an area he enduringly labeled the "Sun Belt") would produce a new and more conservative Republican majority that would dominate American politics for decades. Phillips viewed the changes he predicted with optimism. A stronger Republican Party, he believed, would restore stability and order to a society experiencing disorienting and at times violent change. Shortly before publishing his book, he joined the Nixon administration to help advance the changes he had foreseen.
Phillips has remained a prolific and important political commentator in the decades since, but he long ago abandoned his enthusiasm for the Republican coalition he helped to build. His latest book (his 13th) looks broadly and historically at the political world the conservative coalition has painstakingly constructed over the last several decades. No longer does he see Republican government as a source of stability and order. Instead, he presents a nightmarish vision of ideological extremism, catastrophic fiscal irresponsibility, rampant greed and dangerous shortsightedness. (His final chapter is entitled "The Erring Republican Majority.") In an era of best-selling jeremiads on both sides of the political divide, "American Theocracy" may be the most alarming analysis of where we are and where we may be going to have appeared in many years. It is not without polemic, but unlike many of the more glib and strident political commentaries of recent years, it is extensively researched and for the most part frighteningly persuasive.
Although Phillips is scathingly critical of what he considers the dangerous policies of the Bush administration, he does not spend much time examining the ideas and behavior of the president and his advisers. Instead, he identifies three broad and related trends — none of them new to the Bush years but all of them, he believes, exacerbated by this administration's policies — that together threaten the future of the United States and the world. One is the role of oil in defining and, as Phillips sees it, distorting American foreign and domestic policy. The second is the ominous intrusion of radical Christianity into politics and government. And the third is the astonishing levels of debt — current and prospective — that both the government and the American people have been heedlessly accumulating. If there is a single, if implicit, theme running through the three linked essays that form this book, it is the failure of leaders to look beyond their own and the country's immediate ambitions and desires so as to plan prudently for a darkening future.
The American press in the first days of the Iraq war reported extensively on the Pentagon's failure to post American troops in front of the National Museum in Baghdad, which, as a result, was looted of many of its great archaeological treasures. Less widely reported, but to Phillips far more meaningful, was the immediate posting of troops around the Iraqi Oil Ministry, which held the maps and charts that were the key to effective oil production. Phillips fully supports an explanation of the Iraq war that the Bush administration dismisses as conspiracy theory — that its principal purpose was to secure vast oil reserves that would enable the United States to control production and to lower prices. ("Think of Iraq as a military base with a very large oil reserve underneath," an oil analyst said a couple of years ago. "You can't ask for better than that.") Terrorism, weapons of mass destruction, tyranny, democracy and other public rationales were, Phillips says, simply ruses to disguise the real motivation for the invasion.
And while this argument may be somewhat too simplistic to explain the complicated mix of motives behind the war, it is hard to dismiss Phillips's larger argument: that the pursuit of oil has for at least 30 years been one of the defining elements of American policy in the world; and that the Bush administration — unusually dominated by oilmen — has taken what the president deplored recently as the nation's addiction to oil to new and terrifying levels. The United States has embraced a kind of "petro-imperialism," Phillips writes, "the key aspect of which is the U.S. military's transformation into a global oil-protection force," and which "puts up a democratic facade, emphasizes freedom of the seas (or pipeline routes) and seeks to secure, protect, drill and ship oil, not administer everyday affairs."
Phillips is especially passionate in his discussion of the second great force that he sees shaping contemporary American life — radical Christianity and its growing intrusion into government and politics. The political rise of evangelical Christian groups is hardly a secret to most Americans after the 2004 election, but Phillips brings together an enormous range of information from scholars and journalists and presents a remarkably comprehensive and chilling picture of the goals and achievements of the religious right.
He points in particular to the Southern Baptist Convention, once a scorned seceding minority of the American Baptist Church but now so large that it dominates not just Baptism itself but American Protestantism generally. The Southern Baptist Convention does not speak with one voice, but almost all of its voices, Phillips argues, are to one degree or another highly conservative. On the far right is a still obscure but, Phillips says, rapidly growing group of "Christian Reconstructionists" who believe in a "Taliban-like" reversal of women's rights, who describe the separation of church and state as a "myth" and who call openly for a theocratic government shaped by Christian doctrine. A much larger group of Protestants, perhaps as many as a third of the population, claims to believe in the supposed biblical prophecies of an imminent "rapture" — the return of Jesus to the world and the elevation of believers to heaven.
Prophetic Christians, Phillips writes, often shape their view of politics and the world around signs that charlatan biblical scholars have identified as predictors of the apocalypse — among them a war in Iraq, the Jewish settlement of the whole of biblical Israel, even the rise of terrorism. He convincingly demonstrates that the Bush administration has calculatedly reached out to such believers and encouraged them to see the president's policies as a response to premillennialist thought. He also suggests that the president and other members of his administration may actually believe these things themselves, that religious belief is the basis of policy, not just a tactic for selling it to the public. Phillips's evidence for this disturbing claim is significant, but not conclusive.
THE third great impending crisis that Phillips identifies is also, perhaps, the best known — the astonishing rise of debt as the precarious underpinning of the American economy. He is not, of course, the only observer who has noted the dangers of indebtedness. The New York Times columnist Paul Krugman, for example, frequently writes about the looming catastrophe. So do many more-conservative economists, who point especially to future debt — particularly the enormous obligation, which Phillips estimates at between $30 trillion and $40 trillion, that Social Security and health care demands will create in the coming decades. The most familiar debt is that of the United States government, fueled by soaring federal budget deficits that have continued (with a brief pause in the late 1990's) for more than two decades. But the national debt — currently over $8 trillion — is only the tip of the iceberg. There has also been an explosion of corporate debt, state and local bonded debt, international debt through huge trade imbalances, and consumer debt (mostly in the form of credit-card balances and aggressively marketed home-mortgage packages). Taken together, this present and future debt may exceed $70 trillion.
The creation of a national-debt culture, Phillips argues, although exacerbated by the policies of the Bush administration, has been the work of many people over many decades — among them Alan Greenspan, who, he acidly notes, blithely and irresponsibly ignored the rising debt to avoid pricking the stock-market bubble it helped produce. It is most of all a product of the "financialization" of the American economy — the turn away from manufacturing and toward an economy based on moving and managing money, a trend encouraged, Phillips argues persuasively, by the preoccupation with oil and (somewhat less persuasively) with evangelical belief in the imminent rapture, which makes planning for the future unnecessary.
There is little in "American Theocracy" that is wholly original to Phillips, as he frankly admits by his frequent reference to the work of other writers and scholars. What makes this book powerful in spite of the familiarity of many of its arguments is his rare gift for looking broadly and structurally at social and political change. By describing a series of major transformations, by demonstrating the relationships among them and by discussing them with passionate restraint, Phillips has created a harrowing picture of national danger that no American reader will welcome, but that none should ignore.
Alan Brinkley is the Allan Nevins professor of history and the provost at Columbia University.


Reviewed by Christine Rosen
Sunday, April 9, 2006
AMERICAN THEOCRACY
By Kevin Phillips
Viking. 462 pp. $26.95
Few political strategists have relied so extensively on history to understand the American political system as Kevin Phillips. Often identified as a former Republican strategist, Phillips has made a career of charting his disillusion with the GOP in books such as American Dynasty , a blistering look at the Bush family. His latest, American Theocracy , continues this scrutiny -- with mixed results.
American Theocracy is three books in one. He argues that a "reckless dependency on shrinking oil supplies, a milieu of radicalized (and much too influential) religion, and a reliance on borrowed money . . . now constitute the three major perils to the United States of the twenty-first century."
His first worry is oil. "Over the last several hundred years each leading global economic power has ridden an emergent fuel resource into the pages of history," he notes, citing Britain's 19th-century reliance on the coal industry as an example. But such reliance can prove disastrous if that resource dries up, which Phillips believes will happen. Citing the more pessimistic of geologists' projections about declining global oil reserves, he argues that our dependence on oil has ushered in an era of "petro-imperialism" that spawned the war in Iraq.


Phillips is equally pessimistic about the emergence of a "debt and credit-industrial complex" that endangers the U.S. economy's foundations. "Historically," he writes, dominance of an economy by the financial-services industry, as has now taken place in the United States, has been "a sign of late-stage debilitation, marked by excessive debt, great disparity between rich and poor, and unfolding economic decline." He's clear on who's to blame: the supposedly conservative Republican Party, which, rather than governing in a fiscally responsible manner, has compromised the country's future out of both "ignorance of history and a classic onset of greed."
But as the book's title suggests, it is the religious right that most occupies Phillips. He is not subtle in his descriptions of this group: "The rapture, end-times, and Armageddon hucksters in the United States rank with any Shiite ayatollahs." The GOP has been transformed into "the first religious party in U.S. history," Phillips argues, and it is ushering in an "American Disenlightenment" that rejects the separation of church and state and ignores the teachings of science.
Much of Phillips's focus is on the eschatology of evangelical, fundamentalist and Pentecostal Christians, including their understanding of the prophecies in the New Testament book of Revelation that describe the events leading to the world's end, events that some evangelicals believe may be foreshadowed by today's turmoil in the Middle East. "Conservative politicians understood that for true believers their imminent rapture and the subsequent second coming of Jesus Christ were the only endgame," Phillips argues. "We can estimate that for 20 to 30 percent of Christians, this chronology superseded or muted other issues," such as economic self-interest and the absence of weapons of mass destruction in Iraq. But Phillips provides no source for this estimate. He also asserts, rather than proves, that such ideas animate the Bush administration -- worrying, for example, about "White House implementation of domestic and international political agendas that seem to be driven by religious motivations and biblical worldviews."
This seems due in part to the low opinion Phillips has of born-again Christians, whom he sees as victims of a form of religious false consciousness. He argues that "Some 30 to 40 percent of the Bush electorate, many of whom might otherwise resent their employment conditions, credit-card debt, heating bills, or escalating costs of automobile upkeep . . . often subordinate these economic concerns to a broader religious preoccupation with biblical prophecy and the second coming of Jesus Christ."
But contrary to Phillips's claims, speculation about the doomsday-era "end times" -- which has been present among certain segments of America's Christian population for more than a century -- does not necessarily lead to the embrace of apocalyptic economic or foreign policy goals. It does not even guarantee sustained support for war; the percentage of white evangelical Christians who back the war in Iraq has dropped from 87 in 2003 to 68 in January 2006, according to Charles Marsh, an evangelical professor of religion at the University of Virginia. To suggest, as Phillips does, that the Bush administration, at the behest of born-again Christians, is intent on launching "international warfare to spread the gospel" is astonishingly simplistic.
This tendency for overstatement stems in part from Phillips's reliance on questionable sources, including partisan radio networks such as Air America and books (such as Esther Kaplan's With God on Their Side: How Christian Fundamentalists Trampled Science, Policy, and Democracy in George W. Bush's White House ) that are far from balanced. He also cites statements by self-appointed evangelical spokesmen like Jerry Falwell as evidence of the religious right's extreme views. But a survey conducted last year by the PBS program "Religion & Ethics NewsWeekly" found that most evangelicals themselves view Falwell unfavorably. Phillips is more successful with his summaries of religious history, where he relies on the work of well-regarded scholars such as Mark Noll of Wheaton College and George Marsden of Notre Dame.
Yet even Phillips must admit that in terms of concrete policies, the so-called theocracy he describes has been surprisingly ineffective at turning its agenda into law. "As of this writing," he concedes, "none of the half-dozen pieces of quasi-theocratic legislation drafted by the religious right . . . had achieved passage, but the time could come." In fact, according to the Pew Research Center for the People and the Press, white evangelicals' electoral influence is not on the rise; they constituted only 23 percent of the electorate in both 2000 and 2004. And the percentage of Bush voters who are white evangelicals remained constant at 36 percent in 2000 and 2004; as the Pew Center noted, Bush in 2004 "made relatively bigger gains among infrequent churchgoers than he did among religiously observant voters."
Still, Phillips sees the religious right's influence on nearly every major decision the Bush administration has made. He pins the invasion of Iraq not on the influence of advisers such as Defense Secretary Donald Rumsfeld but on the power of "the tens of millions of true believers viewing events through a Left Behind perspective." Whether discussing oil, the economy or American faith, when Phillips abandons his thoughtful explorations of history for the present, he produces polemics ill-suited to his talents -- seemingly written for an audience that wants its prejudices reaffirmed rather than examined. Years from now, historians studying the early 21st century will be able to judge how many of Phillips's dire predictions proved prescient. Lately, even the Bush administration has given lip service to the idea that the country needs to reduce its dependence on foreign oil. But in his disillusionment with the GOP, Phillips has allowed intemperance to infect his analysis. As a result, what could have been a thoughtful critique has become yet another book that caters to partisan passions. •
Christine Rosen is a fellow at the Ethics & Public Policy Center and the author of "My Fundamentalist Education: A Memoir of a Divine Girlhood."


Reviewed by Michiko Kakutani
Published: Sunday, March 19, 2006


The Peril and Politics of Radical Religion, Oil, and Borrowed Money in the 21st Century
By Kevin Phillips
462 pages. $26.95. Viking.
Kevin Phillips, a former Republican strategist who helped design that party's Southern strategy, made his name with his 1969 book, "The Emerging Republican Majority," which predicted the coming ascendancy of the GOP. In the decades since, Phillips has become a populist social critic, and his last two major books - "Wealth and Democracy" (2002) and "American Dynasty" (2004) - were furious jeremiads against the financial excesses of the 1990s and what he portrayed as the Bush family's "blatant business cronyism," with ties to big oil, big corporations and the military-industrial complex.
His latest book, "American Theocracy," the concluding volume of this "trilogy of indictments," ranges far beyond the subject suggested by its title - an examination of the religious right and its influence on the current administration - to anatomize a host of economic, political, military and social developments that Phillips sees as troubling indices of the United States' coming decline. The book not only reiterates observations made in "Wealth and Democracy" and "American Dynasty" but also reworks some of the arguments made by the historian Paul Kennedy in "The Rise and Fall of the Great Powers," dealing with the role that economic factors play in the fortunes of great powers and the dangers empires face in becoming financially and militarily overextended.
If Phillips does an artful job of pulling together a lot of electoral data and historical insights to buttress his polemical points, he also demonstrates a tendency to extrapolate - sometimes profligately - from the specific to the general, especially when making his prognostications of impending decline.
In analyzing the fates of Rome, Hapsburg Spain, the Dutch republic, Britain and the United States, he comes up with five symptoms of "a power already at its peak and starting to decline": 1) "widespread public concern over cultural and economic decay," along with social polarization and a widening gap between rich and poor; 2) "growing religious fervor" manifested in a close state-church relationship and escalating missionary zeal; 3) "a rising commitment to faith as opposed to reason and a corollary downplaying of science"; 4) "considerable popular anticipation of a millennial time frame"; and 5) "hubris-driven national strategic and military overreach" in pursuit of "abstract international missions that the nation can no longer afford, economically or politically." He adds a sixth symptom: high debt, which can become "crippling in its own right."
Phillips proceeds to show how each of these symptoms applied to great powers like the Dutch republic and the British empire in the past, and how they apply to the United States today.
He reviews how deregulation, the implosion of U.S. manufacturing, the rising cost of oil imports and substantial tax cuts have contributed to skyrocketing debt levels and trade deficits.
He argues - not altogether persuasively - that the Bush administration was pushed toward war with Iraq by Republican constituencies: energy producers worried about dwindling oil supplies; financiers worried that OPEC could end the dollar's virtual monopoly on oil pricing; and fundamentalist Christians, convinced that recent developments in the Middle East were signposts on the road to Armageddon.
Phillips adds that "the 30 to 40 percent of the electorate caught up in Scripture" has exerted a strong pull on the current White House and the Republican Party, driving the country toward what he calls "a national Disenlightenment" in which science is questioned, even defied.
As Phillips sees it, "the Southernization of American governance and religion" is "abetting far-reaching ideological change and eroding the separation of powers between church and state," while moving the Republican Party toward "a new incarnation as an ecumenical religious party, claiming loyalties from Baptists and Mormons, as well as Eastern Rite Catholics and Hasidic Jews," who all define themselves against the common enemy: secular liberalism.
Phillips blames the Republican Party and its base for spurring many troubling developments - namely, "U.S. oil vulnerability, excessive indebtedness and indulgence of radical religion" - that he says are threatening the United States' future.

Author Kevin Phillips, a former mouthpiece for the Republican party, turned more than a few heads in our nation's capital two years ago with the publication of American Dynasty, a scathing indictment of the Bush and Walker families and their century-long investment in America's energy, security and intelligence communities.
His postulate was that the Bush family's lengthy involvement with our nation's political system - first grandfather Prescott Bush, then father George Herbert Walker Bush and finally the son George Walker Bush - had turned our democratic system of leadership into a royal dynastic model based on the British system we dispensed with during our war for independence in the 18th century.
The charge was a potent one, given that Phillips was the author of The Emerging Republican Majority back in 1969, a prescient study of voting trends that predicted the Republican Party's current domination of American politics, a shift in political power he wholly endorsed at the time.
His new book, American Theocracy, takes his American Dynasty thesis one step further, predicting a confrontational crossroads, or meltdown, predicated on our nation's entanglements with fundamentalist Christianity, hydrocarbon energy and a colossal debt that's unmatched in human history.
And history is where the author takes us on his stupendously researched journey through the last 500 years of superpower history. Marshaling economic and political data about the life cycles of Spanish, Dutch and finally British imperial ambitions, he ultimately focuses his unsparing eye on America's emergence from regional industrial power to the current global hegemony that now rivals any civilization in history.His scope is massive and his analysis is a warning: Phillips sketches a future bankrupted by a nexus of religious, energy and debt concerns that leaves the world's remaining superpower helpless before emerging powers such as China well before 2050.Unlike a majority of America's distinguished journalists and pundits, Phillips takes as a given that 21st century oil and water resource concerns are the true driver of the War on Terrorism, not a desire for the spread of democracy or an end to tyranny."Oil has soaked deeply into the politics and power structure of the United States," the author writes. "More than a fuel, oil became a heritage and also the basis of a lifestyle."
As evidence, he relates the geopolitical maneuvers and military conquests of the Spanish, Dutch and British regimes that preceded our own on the global stage, showing how they were the means to secure commercial transit routes and continued power.
Another of the author's concerns is what he calls the 'Southernization' of the United States, the spread of formerly fringe religious movements such as Pentecostals, Baptists and other fundamentalist sects from the former Confederate South.
Phillips takes a lengthy detour in American Theocracy into Civil War history and posits that the defeated South actually won the culture war over a century later by conquering the minds, if not the territory, of most of the nation through religion.
He theorizes - thoroughly supported by opinion polls and other social barometers - that America's religiosity is a form of nationalism and indicative of societal decay, eclipsing and eroding the accomplishments of science, education and industry, the standard bearers that paved the way for the ascent of American civilization.
Phillips writes, "While sermons and rhetoric propounding American exceptionalism proclaim religiosity an asset, a somber array of historical precedents - the pitfalls of imperial Christian overreach from Rome to Britain - tip the scales toward liability."
He plainly details the other nations before us that saw themselves as "chosen" to promote a manifest destiny and also plainly relates their imperial collapses.
The death of industry is Phillips' last thesis in American Theocracy, as he relates our country's recent transition from an industrial-based economy to a financial economy, one where we don't make things, we just move money around.
The author marshals painful statistics about what he calls the "financialization" of the nation, including the breadth of our national debt, the treasury bonds we sell to competitor nations, the personal credit card debt of individual Americans, the trade deficit that he refers to as the borrowers-industrial complex.
"The armchair detective can easily figure out," Phillips writes, "that we are approaching a national transformation in economic vitality that past world powers allowed to their peril." His analysis of the financial breakdown of the Spanish and Dutch empires eerily echoes our own current financial situation.
The picture Phillips leaves the reader with is a dismal one, but cogently analyzed. He's a researcher at heart, and American Theocracy, like his previous works Wealth and Democracy, The Cousin's War and The Politics of Rich and Poor, compiles a mountain's worth of facts and tabulations, graphs and statistics to bolster each of his arguments.
The writer seems genuinely concerned and dismayed at the direction of American civilization, as our manufacturing sector slowly dies and is replaced by a financial services industry that he predicts will eventually outsource our most strategic resources to not necessarily friendly emerging powers like China and India, who are striving to outpace us in university graduates in science and information technology.
Perhaps the only fault in the book is a lack of analysis of America's predominance in the latter, the driving force of this new post-industrial Age of Information. The new, and old, mantra is that information is power and our nation dominates this sector, even if we do outsource our call centers to India and our manufacturing to China.
But Phillips' warning in American Theocracy is a strong one that should not be lightly ignored by those in power at our nation's capital.
Kelly Lemieux is a freelance writer living in Denver.

Monday, March 29, 2010

Kevin Phillips


Kevin Phillips (born November 30, 1940) is an American writer and commentator on politics, economics, and history. Formerly a Republican Party strategist, Phillips has become disaffected with his former party over the last two decades, and is now one of its harshest critics. He is a regular contributor to the Los Angeles Times and National Public Radio, and is a political analyst on PBS' NOW with Bill Moyers.
Phillips was a strategist on voting patterns for Richard Nixon's 1968 campaign, which was the basis for a book, The Emerging Republican Majority, which predicted a conservative realignment in national politics, and is widely regarded[citation needed] as one of the most influential recent works in political science. His predictions regarding shifting voting patterns in presidential elections proved accurate, though they did not extend "down ballot" to Congress until the Republican revolution of 1994. Phillips also was partly responsible for the design of the Republican "Southern strategy" of the 1970s and 1980s.
The author of fourteen books, he lives in Goshen, Connecticut, in Litchfield County.
Phillips was educated at the Bronx High School of Science, Colgate University, the University of Edinburgh and Harvard Law School. After his stint as a senior strategist for the Nixon campaign, he served a year, starting in 1969, as Special Assistant to the U.S. Attorney General, but left after a year to become a columnist. In 1971, he became president of the American Political Research Corporation and editor-publisher of the American Political Report (through 1998).
In 1982, the Wall Street Journal described him as “the leading conservative electoral analyst -- the man who invented the Sun Belt [a phrase also attributed to legendary Speaker of the United States House of Representatives Sam Rayburn], named the New Right, and prophesied ‘The Emerging Republican Majority’ in 1969.”
Later, he became a critic of Republicans from the south and west, the area he had identified the "Heartland" as the future core of Republican votes. He had also identified the "Yankee Northeast" as the future Democratic stronghold, foreshadowing the current split between Red States and Blue States. More than 30 years before the 2004 election, Phillips foresaw such previously Democratic states as Texas and West Virginia swinging to the Republicans while Vermont and Maine would become Democratic states.
List of works
• Bad Money: Reckless Finance, Failed Politics, and the Global Crisis of American Capitalism (2007) ISBN 0-670-01907-0
• American Theocracy: The Peril and Politics of Radical Religion, Oil, and Borrowed Money in the 21st Century (2006) ISBN 0-670-03486-X
• American Dynasty: Aristocracy, Fortune, and the Politics of Deceit in the House of Bush (2004) ISBN 0-670-03264-6
• William McKinley (2003)
• Wealth and Democracy: A Political History of the American Rich (2002) ISBN 0-7679-0533-4
• The Cousins’ Wars: Religion, Politics and the Triumph of Anglo-America (1999)
• Arrogant Capital: Washington, Wall Street and the Frustration of American Politics (1994)
• Boiling Point: Democrats, Republicans, and the Decline of Middle Class Prosperity (1993)
• The Politics of Rich and Poor: Wealth and Electorate in the Reagan Aftermath (1990)
• Staying on Top: The Business Case for a National Industrial Strategy (1984)
• Post-Conservative America (1982)
• Electoral Reform and Voter Participation (with Paul H. Blackman, 1975)
• Mediacracy: American Parties and Politics in the Communications Age (1974)
• The Emerging Republican Majority (1969)

Wednesday, February 24, 2010

You Tube - Hypatia





(του ΑΝΔΡΕΑ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ, Ελευθεροτυπία, 9/2/2010)


Χθες βράδυ είδα την ταινία του Alejandro Amenabar «Agora». Σπάνια γράφω για τις ταινίες που βλέπω, αλλά αυτή μού γαργάλησε κάτι βαθύτερο και νομίζω πως το ίδιο θα συμβεί και σε σας· γι' αυτό την προτείνω.


Είναι η πρώτη ταινία που πραγματεύεται τη ζωή της Υπατίας, της μεγάλης Ελληνίδας φιλοσόφου - μαθηματικού - αστρονόμου, που δολοφονήθηκε με φρικτό τρόπο από τον χριστιανικό όχλο, τους Παραβαλάνους του... αγίου Κυρίλλου, Σαρακοστή του 415 μ.Χ., στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.


Ο Amenabar, με μια ακριβή παραγωγή χρησιμοποιώντας πλήθη κομπάρσων και πολύ πετυχημένα σκηνικά που αναπαριστούν την αρχαία πόλη, καταφέρνει να αποδώσει το κλίμα της ύστερης ελληνιστικής εποχής στην Αλεξάνδρεια, που τον 4ο μ.Χ. αιώνα η Υπατία, η τελευταία παγανίστρια, επιστήμων του δυτικού κόσμου, ακολουθεί τον δρόμο της ανεξαρτησίας και έρχεται σε σύγκρουση με τον θρησκευτικό φανατισμό, τις προκαταλήψεις και το ανδροκρατούμενο κατεστημένο. Για δεκαπέντε αιώνες η Υπατία θεωρείται ότι ήταν η μόνη γυναίκα επιστήμονας στην ιστορία των μαθηματικών και της αστρονομίας και η πιο διάσημη Ελληνίδα φιλόσοφος.


Η Υπατία, στην ταινία την υποδύεται η γλυκύτατη Rachel Weisz, έγραψε 13 βιβλία για την αριθμητική του Διόφαντου, ασχολήθηκε με τον αστρονομικό κανόνα του Πτολεμαίου και έκανε διατριβή σε 8 βιβλία-παπύρους περί των Κωνικών Τόμων του Απολλώνιου εκ Πέργης του γεωμέτρη, ο οποίος προσπάθησε να εξηγήσει τον 3ο αιώνα τις ασυνήθιστες τροχιές των πλανητών. Οι κωνικές τομές αγνοήθηκαν μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα όταν οι επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι πολλά φυσικά φαινόμενα, όπως οι τροχιές των πλανητών, περιγράφονταν με τις καμπύλες που προκύπτουν από τις κωνικές τομές.


ΓΙΑ χίλια χρόνια μετά τη δολοφονία της δεν υπήρξε σημαντική πρόοδος στα μαθηματικά, την αστρονομία και τη φυσική, γι' αυτό και η Υπατία, εκτός των άλλων, συμβολίζει το τέλος της αρχαίας επιστήμης, της οποίας ένα μεγάλο μέρος δεν έφτασε ώς εμάς εξαιτίας της πυρκαγιάς της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Από την άλλη συμβολίζει το αρχαίο πνεύμα το αθάνατο, την έρευνα, την αμφιβολία, τον πολιτισμό και την ανεξιθρησκεία. Η ίδια, αν και τηρούσε πιστά τις αρχές της νεοπλατωνικής σχολής -που ήταν ασκητική και παρέπεμπε στον Πυθαγόρα, ο οποίος δίδαξε πως η σοφία επιτυγχάνεται μέσω της... αποχής-, δεν απαιτούσε το ίδιο από τους μαθητές της, που ασπάζονταν διαφορετικές θρησκείες.


Ο αυτοκρατορικός έπαρχος της Αιγύπτου, Ορέστης, ήταν μαθητής της και την είχε φίλη και γκουρού. Ολοι τη σέβονταν και τη συμβουλεύονταν. Ο Κύριλλος όμως ξεκίνησε αγώνα για την «καθαρότητα της χριστιανικής πίστεως», τη συκοφάντησε ότι ασκούσε μαύρη μαγεία και τη στοχοποίησε. Στόχος του φυσικά ήταν η εξουσία που είχε ο Ορέστης.


ΣΤΗΝ ταινία δολοφονείται με λιθοβολισμό, η κυρίαρχη εκδοχή όμως είναι ότι ο χριστιανικός όχλος την έσυρε στην εκκλησία Καισάρειον, της κομμάτιασαν το σώμα με όστρακα, περιέφεραν τα κομμάτια της σε ολόκληρη την πόλη και τα κάψανε στην πυρά στη θέση Κίναρον, έξω από την Αλεξάνδρεια.

του ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, 28.1.2010
Ο αγώνας της αστρονόμου Υπατίας στην Αλεξάνδρεια του 4ου μ.Χ. αιώνα είναι ουσιαστικά η πάλη της γνώσης ενάντια στον θρησκευτικό σκοταδισμό

Ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ συνεχίζει το θέμα της αυτοδιαχείρισης του ατόμου και του δικαιώματος στην ελεύθερη βούληση που ξεκίνησε με το Η θάλασσα μέσα μου, αλλά με μεγαλύτερο προϋπολογισμό, φόντο εποχής και μια γυναίκα στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Και τι γυναίκα: τη Ρέιτσελ Βάις ως Υπατία στην μπερδεμένη Αλεξάνδρεια του 4ου αιώνα, τότε που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρέπαιε, οι Εβραίοι παραγόντιζαν με ανάμεικτα αποτελέσματα και η χριστιανική μειοψηφία αναδυόταν από τα κατώτερα στρώματα με όπλο την υπόσχεση για λιγότερη καταπίεση και τέλος στη φτώχια.
Η Υπατία, αριστοκρατική και όμορφη, αιχμάλωτη στο κυνήγι και τη διάσωση της γνώσης και το πάθος της για την αστρονομία, δεν αντιλήφθηκε πως ο παλιός κόσμος γκρεμιζόταν, η έξυπνη και χειραφετημένη ανύπαντρη γυναίκα δεν είχε θέση και υπόσταση στα ανερχόμενα θρησκευτικά ήθη και πως αναγκαστικά θα θεωρείτο παγανίστρια, άρα αιρετική, άρα υποψήφια για θάνατο - κάτι που τελικά έγινε, όχι με λιθοβολισμό, αλλά με πολύ χειρότερο τρόπο, που ο Αμενάμπαρ επιλέγει να μη δείξει.
Θύμα του δογματισμού, η Υπατία δεν θέλησε να παρέμβει στην ανεξάρτητη φύση της και να υποκύψει σε κάτι που υποτιμούσε τις αξίες της. Ο δηλωμένα άθεος Αμενάμπαρ δεν στέκεται στην προφανή στηλίτευση της πρωτοχριστιανικής προπαγάνδας ως παράδειγμα της βίας εξ ονόματος του Θεού, αλλά πλέκει ένα παράξενο ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στην Υπατία, τον μαθητή της Ορέστη και τον δούλο της, που δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό του εκχριστιανισμού, ούτε όμως και στον ανομολόγητο θαυμασμό του για την ιδιοκτήτρια και, στα εφηβικά του μάτια, απόλυτη Θεά.
Ο Ισπανός σκηνοθέτης τα καταφέρνει μια χαρά σε παραγωγή μεγάλης κλίμακας, γυρίζοντας με πονηρό τρόπο μια υπερπαραγωγή που σωματικά παραπέμπει στα βιβλικά έπη της δεκαετίας του '50 αλλά πνευματικά δεν κρύβει μια αιρετική πρόθεση και lo-fi προσέγγιση. Οι προφορές, όπως συνηθίζεται σε τέτοιου είδους ταινίες, είναι άλλα αντί άλλων, εκτός από την οξφορδιανή της Βάις, που ταιριάζει γάντι στη σνομπ στάση της και τη μακρινή, ονειροπόλα ματιά της, έξω από τα κοινά πάθη του κόσμου τούτου. Με την εξαιρετική της προσωπικότητα ισορροπεί μια από τις βασικές αδυναμίες της Αγοράς, το μονοδιάστατο σκετσάρισμα πολλών από τους περιφερειακούς χαρακτήρες.

Sunday, February 21, 2010

Gregory Kossivakis - Γρηγόρης Κοσσυβάκης


Gregory Kossivakis was born in Athens in 1947, went to the 7th High school of Pagkrati, studied at the Uni¬versity of Athens Law School and has been a combative lawyer in Athens since 1976, specializing in Labour Law.
He has the privilege to be descend¬ed from Epirotes ancestors, from his father's side, who took part in every liberating and revolutionary fight of the Greek Nation, even before 1821, up until the National resistance of 1942-1944, while from his mother's side he descends from Aegeo-Pelas-gian and Asia Minor generations, who had corresponding fighting contribu¬tion and painful experiences as refu¬gees, being persecuted, imprisoned and sent into exile.
The reverberations of the example his ancestors had set, imposed on him the need for active participation in the student movement against the Junta of the Colonels, who, "appreciating" his revolutionary action, entertained him inside the EAT/ESA inferno, included him in the most dangerous for the dictatorial arrangement "anar¬chist" students list and deprived him the possibility of receiving his degree for three years.
In the course of his life, the author, by composing ancestral and personal social experiences, chose as a Lawyer to defend the rights of the workers by responsibly promoting juridical la¬bour claims of major importance.
At the same time, considering get¬ting unselfishly involved in public matters to be his duty, he accepted the honorary proposal of the "Coalition of the Left" to be a candidate for Par-liament in Arta at the national elec¬tions 1989, 1990, 1996 and in Athens in 2000.
His articles on vital political and social issues have been repeatedly published in daily newspapers and magazines of Athens and the Prov¬inces.
Already, having appreciated that the most vital issue of our times is the confrontation of the wretched ef¬fort to de-Hellenize our People and particularly our youth, he stresses the necessity of "recharging" our national memory with precious ("assiduously withheld") historical facts and ele¬ments.
The present book "THE TURKS ALL THE TRUTH" is a first sample of the author's contribution to serving this necessity; well-founded in valid bibliography and with absolute re¬spect for the historical truth.