Thursday, April 28, 2011

Η Κομμουνιστική Ουτοπία του Παναγιώτη Λ. Παπαγαρυφάλλου


ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Επιχειρώντας αυτό το πολύ δύσκολο επιστημονικό εγχείρημα, δηλαδή την ανά¬δειξη των τρωτών σημείων της κοσμοθεωρίας του ιστορικού και διαλεκτικού υλι¬σμού, την οποία με τόσο πάθος, αλλά και τόσο λάθος, εγκολπώθηκαν εκατομμύρια ανθρώπινα όντα -κι ανάμεσα σ' αυτά και ο γράφων- δεν αγνοώ ότι επωμίζομαι ένα τεράστιο επιστημονικό και ιστορικό φορτίο. Αυτή η επίγνωση ξεκινά από το γεγονός ότι με τούτο το έργο αποπειρώμαι ν' αμφισβητήσω ένα τεράστιο φιλοσο¬φικό, οικονομικό και κοινωνιολογικό οικοδόμημα, το οποίο πυργώθηκε από γιγάντια πνεύματα η διαδρομή των οποίων σφράγισε -και θα εξακολουθεί να σφραγίζει- τα πεπρωμένα της ανθρωπότητας.
Μιας ανθρωπότητας, της οποίας μεγάλο τμήμα έπλεξε όνειρα και στήριξε ελ¬πίδες για την έλευση του βασιλείου της ελευθερίας και της αφθονίας! Ενός βασιλείου στο οποίο δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και μιας κοινωνίας τα μέλη της οποίας θα απολάμβαναν ισοτίμως τους καρπούς του μόχθου τους και θα χαίρονται τ' αγαθά και τη ζωή, η οποία δεν θα αποτελούσε ένα καταναγκαστικό έργο, όπως είναι στον καπιταλισμό και όπως το τόνιζε ο Γερμανός φιλόσοφος της απαισιοδοξίας, ο Α. Σοπενχάουερ (1788-1860), που θα πει ότι: «Αν τα λάθη των βασιλιάδων είναι η καταστροφή των κρατών, τα λάθη των μεγάλων πνευμάτων απλώνουν την ολέθρια επίδραση τους σε γενεές, σε αιώνες ολόκληρους», προσθέτοντας: «Φαίνεται πως (τα λάθη) αυξανόμενα και πολλαπλα¬σιαζόμενα γεννούν πραγματικά διανοητικά τέρατα» (βλ. το έργο του: «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση», εκδ. «Αναγνωστίδης», Αθήνα, Χ. Χ. σελ. 61).
Από τον κατά βάση σωστό αυτό κανόνα δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν και οι ιδρυ¬τές του επιστημονικού σοσιαλισμού με τη θεωρία τους του ιστορικού και διαλεκτι¬κού υλισμού κάνοντας και μεγάλα λάθη, τα οποία στοίχησαν στην ανθρωπότητα αίμα, οδύνες και επαναστάσεις, αποτυχημένες ή «επιτυχημένες», οι οποίες τελικά στράφηκαν κατά του ανθρώπου και γι' αυτό αυτοκατέρρευσαν.
Όμως, μαζί μ' αυτά τα λάθη, ο μαρξισμός συνετέλεσε αποφασιστικά στο να δώσει στον άνθρωπο μια άλλη δυναμική διάσταση και να ενεργοποιήσει την ιστορία με τη δυναμογόνο αύρα του. Αποτελεί κι αυτό ένα από τα ιστορικά παράδοξα που σημα¬δεύουν το ιστορικό προτσές και αναδεικνύουν την αντιφατικότητα της λειτουργίας της.
Επιδιώκοντας, λοιπόν, να τοποθετήσω το θέμα της κομμουνιστικής ουτοπίας στην έρευνα των πτυχών της μαρξικής θεωρίας και του κριτικού λόγου, σπεύδω να
σημειώσω την ετοιμολογία της ουτοπίας που έχει αρχαιοελληνική προέλευση και σημαίνει: «Ου-τόπος, δεν υπάρχει τόπος να σταθεί», και κατ' επέκταση «σχέδιο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, να εφαρμοστεί», λέει το λεξικά
Είναι προφανές ότι αυτή η απόπειρα δεν στοχεύει στην κριτική παρουσίαση ολοκλήρου του οικοδομήματος του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού, γιατί κάτι τέτοιο θ' απαιτούσε ένα φάσμα τεραστίων γνώσεων, που δεν διαθέτει ο γράφων, και γιατί αυτό θ' απαιτούσε τη συγγραφή πολλών τόμων, με αποτέλεσμα το ήδη ογκώδες έργο να γίνει δύσχρηστο. Σημειώνεται ότι οι πρώτες απόπειρες -αν εξαι¬ρέσουμε την κοινοκτημοσύνη του Πλάτωνος- στο σύγχρονο κόσμο για τη δημι¬ουργία ουτοπικών κοινωνικών συστημάτων ανάγονται στον Άγγλο Thomas Morus, στα 1516 με το ομότιτλο έργο του, Ουτοπία, με συνεχιστή τον Ιταλό μοναχό Θωμά Καμπανέλλα (1568-1639) με τα έργα του «Η Πολιτεία του Ήλιου» (εκδ. «Αναγνωστίδη», Αθήνα, Χ. Χ.).
Πολύ αργότερα εμφανίστηκαν οι αποκαλούμενοι πρόδρομοι του ουτοπικού σο¬σιαλισμού (Όουεν-Φουριέ-Σεν Σιμόν), και ακολούθησαν οι αυτοκληθέντες ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού Κ. Μαρξ και'Ενγκελς. Τούτοι οι τελευταίοι πήραν τη σκυτάλη από τον ιδρυτή της γερμανικής διαλεκτικής, τον Γ. Χέγκελ (1770-1831), ο οποίος υπήρξε ο φιλόσοφος του αντικειμενικού και ιστορικού ιδεαλισμού, τον οποίο χρησιμοποίησε ο Μαρξ «αναποδογυρίζοντας» τον, κατά την δική του έκφραση. Το έργο του Χέγκελ υπήρξε η βάση του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού, όπως το επισημαίνει και ο ίδιος ο Β. Λένιν, ο εμπνευστής και πρωτουργός της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 στη Ρωσία, γράφοντας: «Αν δεν διαβάσουμε τη «Λογική» του Χέγκελ, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του Μαρξ. Πενήντα χρόνια οι μαρξιστές δεν κατάλαβαν τον Μαρξ» (βλ. Λένιν: «Κριτική της χεγκελιανής διαλεκτικής» -φιλοσοφικά τετράδια- εκδ.»Αναγνωστίδη», Αθήνα, Χ. Χ. σελ. 103).
Μάλιστα, ο ίδιος εκτιμούσε τόσο πολύ το φιλοσοφικό έργο του Χέγκελ, ώστε, τοποθετώντας τη φιλοσοφία του στις ευρύτερες διαστάσεις της έλεγε στην Εισα¬γωγή του: «Μετά το θάνατο του Χέγκελ (1831) παρουσιάζεται μια παγκόσμια κρίση αξιών, η σκέψη παραδέρνει στην αμφιβολία κι αρνείται την καθολικότητα και την αλήθεια, καταφεύγει στην απομόνωση, στον υποκειμενισμό, στο συναίσθημα και τα σκιάχτρα- εξαφανίζεται η καθολική αντίληψη του ανθρώπου και του κόσμου» (βλ. οπ. π. σελ. Τ). Πρόκειται για μια τιμητική αναγνώριση κι ένα πνευματικό μεγαλείο που δεν συναντάται συχνά στην πορεία του ανθρώπινου πνεύματος.
Όμως, μ' αυτή την ευκαιρία, θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω, πολύ πιο πίσω χρο¬νικά από τον Χέγκελ, για να υπογραμμιστεί το τιμητικό ιστορικό και επιστημονικό γεγονός για την αρχαία ελληνική γραμματεία, αφού ο νεαρός Μαρξ έθεσε τα πρώ¬τα θεμέλια της κοσμοθεωρίας του πατώντας πάνω στον αστραποβόλο φιλοσοφικό στοχασμό δυο Ελλήνων- Τον Επίκουρο και τον Δημόκριτο, γράφοντας τη διδακτορική του διατριβή που είχε ως θέμα «Διαφορά μεταξύ επικούρειας και δημοκρίτειας φυσικής φιλοσοφίας». Πιο πέρα, όπως σημειώνεται και στο κείμενο από ξένους επιφανείς στοχαστές, και ο ίδιος ο Χέγκελ στηρίχθηκε στους Έλληνες φιλοσόφους της ελληνικής αρχαιότητος, οι οποίοι του άνοιξαν τα κακοτράχαλα μονοπάτια της φιλοσοφικής σκέψης, η οποία άρδευσε τον παγκόσμιο φιλοσοφικό στοχασμό.
Το ιστορικό αυτό γεγονός αναγνώριζε και ο Γερμανός φιλόσοφος Φ. Νίτσε (1844-1900) γράφοντας: «Δεν έχω γνωρίσει πρόσωπα που να εμπνέουν τέτοιο δέος όπως οι'Ελληνες φιλόσοφοι (βλ. «Στοχασμοί», εκδ. «Στιγμή», Αθήνα, 1999, σελ. 92).
Ένα στοχασμό, ο οποίος οδήγησε τον διδάκτορα Μαρξ να χρησιμοποιήσει ως μόττο ετούτη τη φιλοσοφική ρήση του Επικούρου, και μάλιστα από το πρωτότυπο, αφού διάβαζε κάθε χρόνο Αισχύλο από το πρωτότυπο: «Ασεβής δε ουχ ο τους των πολλών θεούς αναιρών, αλλ' ο τους των πολλών δόξας θεοίς προσάπτων», δηλαδή -για τους... αντιρατσιστές της Ελλάδος- «Ασεβής δεν είναι όποιος καταργεί τους θεούς του πλήθους, παρά όποιος τις δοξασίες του πλήθους τις αποδίδει στους θεούς» (βλ. Διατριβή, σελ. 61). Από αυτό και μόνο το γεγονός συνάγεται ότι ο νεα¬ρός Μαρξ δεν εκτιμούσε και τόσο πολύ τη γνώμη των πολλών, τη γνώμη της μάζας, και σ' αυτό δεν είχε άδικο, γιατί το να λες έγκυρη και σωστή γνώμη προϋποθέτει γνώση του θέματος,, κι αυτή με τη σειρά της προϋποθέτει καταβολή προσπάθειας και μόχθου αφού: «Η γνώση έχει ιστορικό περιεχόμενο και δεν παράγεται ξαφνικά όπως βγαίνει η σφαίρα από την κάννη του όπλου», όπως διδάσκει η διαλεκτική λογική (βλ. Μ. Μ. Ρόζενταλ: «Αρχές Διαλεκτικής Λογικής», Αθήνα, 1962, σελ. 29 και 62).
Αυτή και μόνο η διαπίστωση οδηγεί στην αυτοαναίρεση της θεωρίας του Μαρξ για το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία, την οποία θεωρούσε ήσσονος ση¬μασίας ως προς τον πρωτεύοντα ρόλο του προλεταριάτου και των μαζών, όπως αναπτύσσεται στο σχετικό κεφάλαιο αυτού του έργου.
Προκαταβολικά σημειώνω εδώ εντελώς επιγραμματικά τα συμπεράσματα της έρευνας, την οποία έκαναν πριν από μερικές δεκαετίες δυο εξέχουσες μορφές της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας: του Γερμανού Αντόρνο Τ. (1903-1969) και του ομοεθνούς του Χορκχάϊμερ Μ. (1895-1973), οι οποίοι, αναφερόμενοι στην ποδη¬γέτηση και τον πνευματικό ευνουχισμό των μαζών, από την πολιτιστική βιομηχανία, γράφουν και τα εξής: Μ' αυτή οι μάζες «όχι μόνο οδηγούνται στον κομφορμισμό της σκέψης αλλά και στον πνευματικό ευνουχισμό, που τις μετατρέπει σε αντικεί¬μενο της... με την κατεύθυνση της και την χαλιναγώγηση τους», με αποτέλεσμα «να εξαφανίζεται η κριτική τους σκέψη» (βλ. το έργο τους: «Διαλεκτική του Δια¬φωτισμού», Αθήνα 1996, από την Α' έκδοση του 1947, σελ. 201, 239 και 266).
Αυτές, λοιπόν, οι μάζες δεν μπορούν να είναι πρωταγωνιστές του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, στο οποίο πρωταγωνιστούν προσωπικότητες του πνεύμα-
τος, της πολιτικής και της επιστήμης. Αν δεν υπήρχαν οι υλιστές και ιδεαλιστές Έλληνες στοχαστές, δεν θα υπήρχε π. χ. ο Χέγκελ, κι αν δεν υπήρχε αυτός, δεν θα υπήρχαν οι Μαρξ και'Ενγκελς, κι αν δεν υπήρχαν αυτοί, δεν θα υπήρχε ο Λένιν και πάει λέγοντας. Ενδεχομένως δεν θα υπήρχε και η επαναστατική τους θεω¬ρία. Σημειώνεται παρεμβατικά η άποψη των «θεωρητικών της κοινωνιολογίας του πλήθους» για τους οποίους οι μάζες χαρακτηρίζονται «ως αγέλες αγρίων ζώων που ψάχνουν απεγνωσμένα για το θηριοδαμαστή τους» (βλ. Γ. Κόκκινου: «Πρίσματα Ευρωπαϊκής Ιστορίας», εκδ. «Μεταίχμιο» Αθήνα, 2007, σελ. 122 επ.).
Τελειώνοντας αυτόν τον πρόλογο, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω -για τη διευ¬κόλυνση του αμύητου αναγνώστη- το εννοιολογικό περίγραμμα του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, όπως μας το παραδίδουν οι μαρξιστές -συγγραφείς του φιλοσο¬φικού λεξικού Μ. Ρόζενταλ και Γιουντίν.
Γράφουν:
«Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η φιλοσοφική επιστήμη για τους πιο γενικούς νόμους εξέλιξης της φύσης της ανθρώπινης κοινωνίας και της νόησης. Είναι η κοσμοθεωρία του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος... η ερμηνεία που δίνει στα φαινόμενα της φύσης... η θεωρία του για τα φαινόμενα της φύσης, η θεωρία του είναι υλιστική... Αφού δημιούργησαν το διαλεκτικό υλισμό ο Μαρξ και ο'Ενγκελς, τον επεξέτειναν στη γνώση των κοινωνικών φαινομένων... Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η επαναστατική θεωρία για τον μετασχηματισμό του κόσμου» (βλ. «Φιλοσοφικό Λε¬ξικό» των Ρόζενταλ-Γιούντιν, Αθήνα, 1957, σελ. 46-47). Στο ίδιο λεξικό διαβάζουμε και τα εξής για τον ιστορικό υλισμό: «Είναι η διδασκαλία του μαρξισμού-λενινισμού για τους νόμους της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας... Στην εξέλιξη των μέ¬σων παραγωγής των υλικών αγαθών, που είναι απαραίτητα για την ύπαρξη του ανθρώπου, ο ιστορικός υλισμός βλέπει την κυριότερη δύναμη που καθορίζει όλη την κοινωνική ζωή των ανθρώπων και δημιουργεί τους όρους για τη μετάβαση από το ένα κοινωνικό καθεστώς στο άλλο... Η αλλαγή των κοινωνικοοικονομικών σχη¬ματισμών στην ιστορία (πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, δουλοκτητικό, φεουδαρχικό, κεφαλαιοκρατικό, σοσιαλιστικό) είναι πρώτα απ' όλα η αντικατάσταση ορισμένων παραγωγικών σχέσεων από άλλες πιο προοδευτικές. Η αλλαγή αυτή είναι πάντα η αναγκαία νομοτελειακή συνέπεια της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας... Η ανακάλυψη πως η αληθινή βάση όλης της ζωής και της εξέλιξης της κοινωνίας είναι η υλική παραγωγή, επέτρεψε, για πρώτη φορά, να κατανοηθεί ο μεγάλος δημιουργικός ρόλος των λαϊκών μαζών, των εργαζομένων στην ιστορία... με την ανακάλυψη της θεωρίας του ιστορικού υλισμού η κοινωνική επιστήμη για πρώτη φορά μετατράπηκε σε αληθινή επιστήμη των νόμων της εξέλιξης της αν¬θρώπινης κοινωνίας» (βλ. σελ. 93-95).
Ανεξάρτητα από την οδυνηρή κατάληξη που είχε αυτή η θεωρία στις χώρες του εφηρμοσμένου «σοσιαλισμού», δεν πρέπει να της αρνηθεί κανείς ότι με το μύθο
της έδωσε φτερά και δύναμη στις απελπισμένες μάζες να ονειρευτούν, ν' αγωνι¬στούν, να πονέσουν, να χαρούν και να ελπίζουν ένα άλλο αύριο. Από την άποψη αυτή, ο ιστορικός και διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ και'Ενγκελς επέδρασε θετικά, πάνω στις μάζες και στο ιστορικό γίγνεσθαι, γιατί όπως έλεγε και ο στοχαστής Δ. Γληνός (1882-1943), «Ένας μύθος χρειάζεται πάντα για να ζει ο άνθρωπος τη ζωή», γιατί «αν τα πλήθη στερηθούν από το μύθο γίνονται μάζες ακίνητες και πλαδαρές, μάζες απελπισμένες και δυστυχισμένες» (βλ. τον εκτεταμένο πρόλογο του στον «Σοφιστή» του Πλάτωνος, που εκδόθηκε το 1940 από τις εκδ. «Ζαχαρό¬πουλος», Αθήνα, 1940, σελ. 50).
Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο γράφων έζησε μ' αυτό τον μύθο τα πιο αλη¬θινά, τα πια μεστά και τα πιο όμορφα είκοσι πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του. Κι όσο κι αν αυτό φαντάζει ανορθόδοξο και αντιφατικό, αυτή η ομορφιά πέρασε μέσα από τις οδυνηρές οικογενειακές περιπέτειες που αρχίζουν από τα γερμα¬νικά κρατητήρια και τα ιταλικά στρατόπεδα, περνούν από τα βασανιστήρια των ελληνικών αστυνομικών τμημάτων, τις φυλακές, τη Μακρόνησο και το εκτελεστικό απόσπασμα και καταλήγουν στην απαγόρευση της εργασίας, με τα διαβόητα πιστο¬ποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, και στην εξορία στο «Παρθένι» της Λέρου.
Όταν ο άνθρωπος πιστεύει ειλικρινά και δυνατά στο μύθο αντέχει πολλά κι όσο αυτός είναι πιο μεγάλος τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτόν και δίνεται σ' αυτόν.
Τέλος, ως προς τη δομή του έργου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας απέβλεψε περισσότερο στην ουσία του και το περιεχόμενο του, παρά στη μορφο¬λογική του εμφάνιση. Και γι' αυτό το λόγο παρέκαμψε τους ακαδημαϊκούς κανόνες στην αναφορά των συγγραφέων, απλά και μόνο με μια τους φράση και πρόταση και προτίμησε την παράθεση εκτεταμένων παραθεμάτων των έργων τους, ώστε ο αναγνώστης να έχει μπροστά του μια ευρύτερη, κατά το δυνατόν, εικόνα των απόψεων τους.

Wednesday, April 27, 2011

Παναγιώτης Λ. Παπαγαρυφάλλου



Το Χρονικό της Εθνικής Μειοδοσίας του Ονόματος της Μακεδονίας στην δεκαπενταετία
1990 -2005 .Μέσα από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της Ελλάδας



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Για την καλύτερη κατανόηση της πορείας του εθνικού μας ζητήματος κρίθηκε αναγκαίο και χρήσιμο να αναφερθούν οι διαδοχικοί σταθμοί αυτής της πορείας, όπως αναδύονται μέσα από την δράση των διπλωματών, των διεθνών μεσολαβητών, των υπευθύνων πολιτικών των ενδιαφερομένων χωρών (Ελλάδας -Σκοπίων) και τις διασκέψεις των κορυφαίων συλλογικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η καταγραφή αρχίζει από τη Διάσκεψη της ΔΑΣΕ (Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη), που έγινε στην Κοπεγχάγη τον Ιούνιο του 1990, και τελειώνει στη Διάσκεψη των Βρυξελλών, η οποία έγινε το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 1993, οπότε αρχίζει και το κύριο έργο της καταγραφής της πορείας του εθνικού μας ζητήματος.
Το υλικό της «Εισαγωγής» το αντλώ από το έργο των Γ. Βαληνάκη και Σ. Νταλή «Το Ζήτημα των Σκοπίων - Επίσημα Κείμενα 1990-1994», το οποίο εκδόθηκε στα μέσα του 1994. Για λόγους οικονομίας χώρου η αναφορά στα κείμενα αυτά θα είναι εντελώς συνοπτική.
Να λοιπόν τα κείμενα, από τα οποία ξετυλίγεται το «κουβάρι» της πορείας του εθνικού μας θέματος μέχρι τον Δεκέμβριο του 1993 (Διάσκεψη των Βρυξελλών).
1. Στις 25 Ιουνίου του 1990, στα πλαίσια της ΔΑΣΕ, που συνήλθε στην Κοπεγχάγη, η Ελλάδα καταθέτει τις θέσεις της για το «Μακεδονικό ζήτημα» κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή του όλου προβλήματος. Ανάμεσα στ' άλλα, το σχετικό υπόμνημα του Έλληνα υπουργού των Εξωτερικών τόνιζε και τα εξής: «Οποιαδήποτε προσπάθεια σφετερισμού του ονόματος της ελληνικής Μα¬κεδονίας και η παραποίηση της ιστορίας της θεωρείται χονδροειδής παραβίαση των δικαιωμάτων (των Ελλήνων της Μακεδονίας) ως ανθρωπίνων όντων. Το "Μακεδονικό πρόβλημα" είναι ένα ανύπαρκτο ζήτημα. Η Μακεδονία είναι μια γεωγραφική έννοια και όχι εθνική ...η Ελλάδα έχει αξεδιάλυτα συνδεθεί με τη Μακεδονία για περισσότερο από 30 αιώνες» (σελ. 23-31).
Στις 17 Δεκεμβρίου του 1991 οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που συνήλθαν στις Βρυξέλλες, «συμφώνησαν να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία όλων των γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών», που πληρούν τους τεθέντες από την Κοινότητα όρους και ειδικότερα ως προς τα Σκόπια τονίζεται: «Η Κοινότητα και τα Κράτη-μέλη της ζητούν επίσης από τη γιουγκοσλαβική δημοκρατία να αναλάβει την υποχρέωση, πριν αναγνωριστεί, να δώσει συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις, που θα εξασφαλίσουν ότι δεν έχει καμία εδαφική διεκδίκηση έναντι γειτονικής χώρας-μέλους της Κοινότητας και να μη προβαίνει σε εχθρικές δραστηριότητες προπαγάνδας κατά γειτονικής χώρας-μέλους της Κοινότητας, στις οποίες περιλαμβάνεται και η χρησιμοποίηση ονομασίας που συνεπάγεται εδαφικές διεκδικήσεις» (σελ. 52-53).
Πρόκειται για τα γνωστά ζητήματα των συμβόλων, της προπαγάνδας του αλυτρωτισμού και των εδαφικών διεκδικήσεων των Σκοπίων σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας, για τα οποία τα Σκόπια δεν συμμορφώθηκαν.
3. Στις 3 Ιανουαρίου 1992 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής απευθύνει επιστολή προς τους ηγέτες των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στην οποία τονίζει ότι «η Δημοκρατία αυτή που αυτοαποκαλείται «Δημοκρατία της Μακεδονίας» δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα είτε ιστορικό είτε εθνολογικό να χρησιμοποιεί το όνομα Μακεδονία», και εξέφραζε την βεβαιότητα ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «δεν θα προβούν στην αναγνώριση της Δημοκρατίας αυτής, εάν δεν συμμορφωθεί πλήρως προς όλες τις προϋποθέσεις, που υιοθέτησαν ομόφωνα οι υπουργοί Εξωτερικών στο Συμβούλιο Πολιτικής Συνεργασίας της 16ης Δεκεμβρίου 1991» (σελ. 63-64). Δυστυχώς η έκκληση αυτή έπεσε στο κενό. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν άκουσαν τίποτα. Προχώρησαν σε ομαδική αναγνώριση των Σκοπίων ως FΥΚΟΜ.
4. Αυτή η αναγνώριση έγινε δυνατή μετά το πράσινο φως, που άναψε η Επιτροπή Διαιτησίας υπό τον Μπαντεντέρ, στην οποία υποβλήθηκαν οι τροποποιήσεις του Σκοπιανού Συντάγματος. Συγκεκριμένα, στις 6 Ιανουαρίου του 1992 το Κοινοβούλιο των Σκοπίων τροποποίησε το Σύνταγμα της 17ης Νοεμ¬βρίου του 1991 σ' ό,τι αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις «έναντι γειτονικών κρατών» και «τα σύνορα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, τα οποία δεν θα μπορούσαν να τροποποιηθούν, παρά μόνο σύμφωνα με το Σύνταγμα, με βάση συμφωνίες των Κρατών και σύμφωνα με τους γενικά παραδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου». Μετά από την κίνηση αυτή των Σκοπίων, η πιο πάνω επιτροπή αποφαίνεται ότι «η χρήση του ονόματος «Μακεδονία» δεν θα μπορούσε να υπαινίσσεται καμία διεκδίκηση έναντι άλλου κράτους» και ότι «η Δημοκρατία της Μακεδονίας ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ... που υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις 16 Δεκεμ-βρίου 1991» (σελ. 65-71).
5. Στις 17 Ιανουαρίου 1992 ο υπουργός των εξωτερικών Α. Σαμαράς, για να προλάβει τα γεγονότα, που εκτυλίσσονται στον βαλκανικό και ευρωπαϊκό χώρο σε βάρος της Ελλάδας, αποστέλλει επιστολή στους έντεκα υπουργούς εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην πολυσέλιδη και τεκμηριωμένη αυτή επιστολή του, η οποία όμως είναι αργά πια να αποτρέψει τα σε βάρος της Ελλάδας γεγονότα, ο Έλληνας υπουρ¬γός επιχειρεί μια γενική ιστορική και αναλυτική τοποθέτηση του ζητήματος και ως προς την ονομασία καταλήγει: «Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν από την απόφαση του Τίτο να δώσει στα Σκόπια την ονομασία της Μακεδονίας, αυτή δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ στο παρελθόν είτε ως κράτος είτε ως διοικητική ονομασία αυτής της περιοχής. Ήταν μια ονομασία, η οποία εισήχθη τεχνητά, για να προωθήσει εδαφικές διεκδικήσεις και στερείται ιστορικής και πολιτιστικής εγκυρότητας» (σελ. 81-82).
Επί ματαίω ο Έλληνας υπουργός προσπαθεί απεγνωσμένα να αποδείξει στη διεθνή κοινότητα ότι «το μακεδονικό ζήτημα επανήλθε στην επιφάνεια, όταν ο στρατάρχης Τίτο δημιούργησε το 1945 τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», που ήταν μια πολιτική κίνηση, η οποία ταίριαζε με τα ηγεμονικά σχέδια του Γιουγκοσλάβου ηγέτη την εποχή εκείνη» (σελ. 73-74).
Η μεταπολεμική Ελλάδα με τους εναλλασσόμενους εξουσιαστές της και τους παντοειδείς «εθνικούς» ταγούς σιώπησε και δέχθηκε αδιαμαρτύρητα αυτή τη νεόκοπη ιστορική «Μακεδονία». Οι πάντες απέφευγαν να «στεναχωρήσουν» τον «διεθνιστή» στρατάρχη στα πλαίσια της βαλκανικής ισορροπίας και της αδιατάρακτου κατοχής της εξουσίας του.
Αυτός όμως ο «εθνικόφρων» κόσμος της σιωπής και της ανοχής δεν δίστασε στην περίοδο του Εμφυλίου πολέμου να στείλει κομμουνιστές στο εκτελεστικό απόσπασμα με την κατηγορία «περί αποσπάσεως τμήματος εκ του όλου της Επικρατείας» επικαλούμενος τις πράγματι αδιανόητες αποφάσεις του ΚΚΕ, οι οποίες άρχισαν από το 1924 και συνεχίστηκαν έως το 1947 και οι οποίες άγγιζαν την ουσία αυτού του χαρακτηρισμού. Ήταν τότε που το ΚΚΕ εκτελούσε τις εντολές της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε βάρος των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας. Το πλήρωσε ακριβά και με πολύ αίμα. Από τότε, και για τέσσερις δεκαετίες και πάνω, δηλαδή μέχρι το 1990, οπότε η κατάρρευση των χωρών του λεγομένου υπαρκτού σοσιαλισμού συμπαρέσυρε και τον «σοσιαλισμό» των Βαλκανίων, οι ταγοί της ελληνικής εθνικοφροσύνης έκαναν γαργάρα την εθνική μας ιστορία και σ' αυτή τη γαργαροϊστορία πήρε μέρος και το «σοσιαλιστικό» ΠΑΣΟΚ, για μια δεκαπενταετία περίπου, αφού κι αυτό έφθασε στην εξουσία. Πρόκειται για ένα γεγονός, το οποίο καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στον πατριωτισμό και την πατριδοκαπηλία.
6. Στις 18 Φεβρουαρίου 1992 πραγματοποιείται σύσκεψη των αρχηγών των ελληνικών πολιτικών κομμάτων υπό την προεδρία του Κ. Καραμανλή, προκειμένου «να συζητηθούν τα επίκαιρα εθνικά θέματα και να επιδιωχθεί η χάραξη κοινής εθνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση τους».
Πρόκειται για μια εκ των προτέρων αποτυχημένη προσπάθεια, αφού ο κόσμος της πολιτικής και ηθικής παρακμής δεν σκέφτεται και δεν δρα παρά μόνο για το κομματικό και προσωπικό όφελος και για το γέρας της εξουσίας.
Αυτή η αλήθεια προκύπτει από το τρίτο σημείο του κοινού ανακοινωθέντος, στο οποίο επιχειρείται η συγκάλυψη των αβυσσαλέων κομματικών διαφορών, οι οποίες μάλιστα αλλάζουν μορφή και χαρακτήρα ανάλογα με τη θέση των δύο μεγάλων κομμάτων ως προς την εξουσία.
Ας αφήσουμε όμως το κείμενο να μιλήσει: «Διαπιστώθηκε σύγκλιση απόψε¬ων επί καίριων θεμάτων, παραμένουν όμως διαφορές επί άλλων. Κρίνεται εν τούτοις ωφέλιμη και επιθυμητή η χάραξη μιας κοινής εθνικής στρατηγικής για τα εθνικά θέματα. Προς τον σκοπόν αυτόν, οι πολιτικοί αρχηγοί συμφώνησαν να μελετήσουν τις απόψεις, που διατυπώθηκαν, και τα συμπεράσματα, που εξήχθησαν από τη σημερινή σύσκεψη, και την επαναλαμβάνουν, εάν και εφόσον κριθεί αναγκαίο» (σελ. 85-86).
Δυστυχώς, όμως, για την Ελλάδα οι πολιτικοί αρχηγοί «μελετούν» ακόμα τις απόψεις εκείνες για τη «χάραξη μιας κοινής εθνικής στρατηγικής για τα εθνικά θέματα». Υποκριτές και Φαρισαίοι.
7. Μετά από εντολή των υπουργών εξωτερικών των «12», που συνήλθαν στη
Λισσαβώνα, η πορτογαλική προεδρία ανέλαβε να έρθει «σε επαφές με τα ενδιαφερόμενα μέρη, με βάση τους τρεις όρους της υπουργικής δήλωσης της
16/12/1991». Κατόπιν αυτού ο υπουργός των Εξωτερικών Πινέιρο παρουσίασε
διαδοχικά σχέδια, τα γνωστά ως «Πακέτο Πινέιρο», το οποίο αφορούσε στην
επιβεβαίωση των υφισταμένων συνόρων και τα ζητήματα της προπαγάνδας και
των μειονοτήτων.
Λίγο αργότερα, και συγκεκριμένα στις 5 Ιουλίου του 1993, ο Πορτογάλος υπουργός έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», στην οποία πρότεινε το όνομα «Νέα Μακεδονία» (New Macedonia»). όπως είναι γραμμένο στα ξενόγλωσσα κείμενα, τα οποία τόσο το υπουργείο των Εξωτερικών της Ελλάδας, όσο και οι συγγραφείς του αναφερόμενου πιο πάνω βιβλίου, παραθέτουν αδιαμαρτύρητα (σελ. 87-90).
Αυτό σημαίνει ότι οι αρμόδιοι κρατικοί παράγοντες και οι εν προκειμένω συγγραφείς δεν θέλησαν να ενημερώσουν τους συνέλληνες ουσιαστικά, αφού απευθύνονται σ' αυτούς σε ξένη γλώσσα!!!
8. Στις 13 Απριλίου 1992 πραγματοποιείται η δεύτερη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Την προηγούμενη ο υπουργός Εξωτερικών Α. Σαμαράς καταθέτει στο συμβούλιο αυτό τις προτάσεις του για το εθνικό θέμα. Μεταξύ των επτά σημείων των προτάσεων του ήταν και εκείνο που έλεγε ότι το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών να εκδώσει ανακοίνωση, «η οποία να προβλέπει κατά τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι το όνομα της Μακεδονίας είναι αδιαπραγμάτευτο υπό οιανδήποτε μορφή» (σελ. 91-92).
9. Την ίδια μέρα και μετά τη σύσκεψη οι εθνικοί ταγοί της Ελλάδας εκδίδουν ανακοίνωση, η οποία ανάμεσα στ' άλλα έλεγε και τούτα: «Σχετικά με το θέμα των Σκοπίων, η πολιτική ηγεσία της χώρας, με εξαίρεση το Κ.Κ.Ε., συμφώνησε ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων μόνο εάν τηρηθούν και οι τρεις όροι, που έθεσε η ΕΟΚ στις 16 Δεκεμβρίου 1991, με την αυτονόητη διευκρίνιση ότι στο όνομα του κράτους αυτού δεν θα υπάρξει η λέξη Μακεδονία» (σελ. 93).
Να λοιπόν που για μια ακόμη φορά το Ελληνικό έθνος, με τη γραφίδα και τα χείλη των εκπροσώπων του και μάλιστα του κορυφαίου πολιτειακού του οργά νου, των πολιτικών αρχηγών και του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεσμεύεται να μη αναγνωρίσει τα Σκόπια με τη «λέξη Μακεδονία» και μάλιστα αυτό το θεωρεί ως «αυτονόητο».
Πρόκειται για μια δέσμευση του 90% του ελληνικού λαού, ο οποίος τότε υπερθεμάτιζε σ' αυτή την εθνική στάση, ενώ τώρα δεν δίνει και τόση σημασία στο όνομα, όπως δηλώνει σημαντικό τμήμα του στις διάφορες δημοσκοπήσεις.
Όσο για τους εθνικούς ταγούς, αυτοί προσπαθούν να αποκολληθούν από αυτή «τη μη ρεαλιστική» θέση και είναι ώριμοι και έτοιμοι να αναγνωρίσουν τα Σκόπια όχι μόνο με το συνθετικό όνομα «Μακεδονία», αλλά και ατόφια «Μακεδονία» με τον προσδιορισμό «Δημοκρατία» ή «Νέα», οπότε θα προκύψει η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ή το «Νέα Μακεδονία», που είχε προτείνει η πορτογαλική προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Πινέιρο.
10. Στις αρχές Μαΐου 1992 συνέρχεται στο GUIMARES η υπουργική σύνοδος των κρατών μελών της ΕΟΚ, η οποία πραγματοποίησε «μια σε βάθος συζήτηση επί του αιτήματος της πρώην γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας» να αναγνωρισθεί ως ανεξάρτητο κράτος».
Στη σχετική απόφαση του το συμβούλιο υπουργών των Εξωτερικών έλεγε ότι «είναι διατεθειμένοι να αναγνωρίσουν αυτό το κράτος, ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο, μέσα στα υπάρχοντα σύνορα του και υπό το όνομα το οποίο μπορεί να είναι αποδεκτό απ' όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. ... Ταυτόχρονα προτρέπουν τα αμέσως εμπλεκόμενα μέρη να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να επιλύσουν τα εκκρεμούντα προβλήματα στη βάση του πακέτου της προεδρίας» (σελ. 94).
Η θέση της απόφασης της συνόδου του Γκιμαράες είναι εντελώς υποκριτική, γιατί, ενώ κάνει λόγο ότι «το όνομα μπορεί και πρέπει να είναι αποδεκτό απ' όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη», στο τέλος βάζει το καρφί της και προτρέπει την Ελλάδα να επιλύσει «τα εκκρεμούντα προβλήματα στη βάση του πακέτου της προεδρίας». Όπως, όμως, είναι γνωστό, «η βάση αυτού του πακέτου» περιείχε το «Νέα Μακεδονία» του Πινέιρο.
11. Στις 14 Ιουνίου του 1992, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της
Δημοκρατίας, ξανασυνέρχονται οι πολιτικοί αρχηγοί των εθνικά χρεοκοπημένων κομμάτων με αντικείμενο «τα εθνικά μας θέματα» και η συζήτηση περιεστράφη «ειδικότερα στις τελευταίες εξελίξεις στο θέμα των Σκοπίων»
(σελ. 95).
Το σχετικό ανακοινωθέν κάνει και πάλι λόγο για «χρήσιμη σύσκεψη», αλλά το σχετικό κείμενο δεν επιτρέπει αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Μπλα μπλα χωρίς ουσία και με τη μόνιμη διαφωνία των κομμάτων, τα οποία «επανέλαβαν τις γνωστές τους θέσεις», δηλαδή άνθρακες η σύσκεψη.
12. Στις 23 Ιουνίου του 1992, εν όψει της Συνόδου Κορυφής της Λισσαβώνας, ο πρωθυπουργός Κων/νος Μητσοτάκης στέλνει επιστολή προς τους ηγέτες των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταξύ των άλλων η επιστολή έλεγε και τούτο: «Μπορούμε να πούμε στα Σκόπια ότι θα τα αναγνωρίσουμε με όποιο όνομα επιλέξουν, το οποίο δεν θα περιλαμβάνει το «Μακεδονία», αλλά θα έχουν την ελευθερία να αυτοαποκαλούνται με όποιο όνομα επιθυμούν»
(σελ. 97-99).
Πρόκειται για προτάσεις ανέφικτες και λύσεις νόθες και έωλες.
13. Στις 26-27 Ιουνίου 1992 συνέρχεται στη Λισσαβώνα το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο, το οποίο στη δήλωση του για το θέμα των Σκοπίων σημειώνει:
«Επαναλαμβάνει τη θέση, που έλαβε η Κοινότητα και τα κράτη μέλη στο Γκιμαράες σχετικά με την αίτηση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας για την αναγνώριση της ως ανεξάρτητου κράτους. Εκφράζει την πρόθεση του να αναγνωρίσει τη Δημοκρατία αυτή μέσα στα υφιστάμενα σύνορα της σύμφωνα με τη δήλωση της 16ης Δεκεμβρίου 1991 υπό μια ονομασία που δεν θα περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία» (σελ. 101).
Εδώ έχουμε τη ρητή δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο ως προϋπόθεση της αναγνώρισης των Σκοπίων θέτει τη μη χρησιμοποίηση του ονόματος της «Μακεδονίας», ως μόνου ή συνθέτου.
Πρόκειται για μια δήλωση-απόφαση, την οποία δεν τήρησαν οι Ευρωπαίοι εταίροι.
14. Στις 3 Ιουλίου 1992 ο πρόεδρος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας Κ. Γκλιγκόροφ, με επιστολή του προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, ζητά να γίνουν δεκτά τα Σκόπια στους κόλπους του διεθνούς οργανισμού ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (σελ. 106-107).
15. Στις 24 Νοεμβρίου του 1992 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής με επιστολή του, η οποία απευθύνεται στους ηγέτες των χωρών της ΕΟΚ, εν όψει της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Εδιμβούργο, θέτει ξανά το πρόβλημα της αναγνώρισης των Σκοπίων.
Εκθέτοντας το όλο θέμα της αναγνωρίσεως και επισημαίνοντας τους κινδύνους, που εγκυμονούν τα Σκόπια «στη γενικότερη αποσταθεροποίηση της περιοχής» από τυχόν βλέψεις άλλων γειτόνων σε βάρος τους, καταλήγει: «Το μεγαλύτερο (λάθος), κατά τη γνώμη μου, θα είναι η απομάκρυνση από την απόφαση της Λισσαβώνας που, εκτός των άλλων, μπορεί να εμπλέξει στην κρίση, αργά ή γρήγορα, και τρίτα γειτονικά κράτη και μπορεί να φέρει την Ελλάδα στην ανάγκη, για να προστατεύσει την ασφάλεια και την εθνική μας αξιοπρέπεια, να κλείσει τα σύνορα της με αποτελέσματα οδυνηρά για τα Σκόπια και δυσάρεστα για την Ελλάδα και την Κοινότητα» (σελ. 108-110).
Στην προκειμένη επιστολή έχουμε για πρώτη φορά μια έμμεση, αλλά σαφή προειδοποίηση για το ελληνικό «εμπάργκο», το οποίο, όπως θα δούμε παρακάτω, τόσα προβλήματα δημιούργησε στις σχέσεις της Ελλάδας με τη διεθνή κοινότητα.
Για να αποφευχθούν όλα αυτά τα δυσάρεστα, ο Πρόεδρος τελειώνει την επιστολή του με τούτη την έκκληση: «Για όλους αυτούς τους λόγους πιστεύω ότι θα στηρίξετε την απόφαση της Λισσαβώνας για τα Σκόπια σε συνδυασμό με τους όρους της απόφασης των Βρυξελλών της 16ης Δεκεμβρίου 1991 και θα συμβάλετε στην άμεση και πλήρη εφαρμογή των αποφάσεων αυτών». Όμως, φωνή βοώντος. Οι ξένοι το βιολί τους.
16. Στις 10 Δεκεμβρίου 1992 δημοσιεύεται η Έκθεση του ειδικού απεσταλμένου της βρετανικής προεδρίας για το ζήτημα των Σκοπίων Robin O'Neil.
Στην αναλυτική αυτή Έκθεση σημειώνεται ότι «η Δημοκρατία της Μακεδονίας ικανοποιεί τα κριτήρια των κατευθυντηρίων αρχών για την αναγνώριση νέων κρατών» και ότι «επιπλέον έχει αποκηρύξει όλες τις εδαφικές διεκδικήσεις κάθε είδους και με μη διφορούμενες δηλώσεις δεσμεύτηκε στην τήρηση των διεθνών κανόνων» (σελ. 111-122).
Για τους λόγους αυτούς η Έκθεση συμπεραίνει: «Άρα η χρήση του όρου «Μακεδονία» δεν μπορεί να υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος άλλης χώρας». Πρόκειται για ένα πάγιο αίτημα των Σκοπίων, το οποίο επαναφέρουν εν όψει της Διασκέψεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Εδιμβούργο, από το οποίο ζητούν:
«Να αλλάξει to όνομα της «ΠΓΔΜ» σε Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια) για όλες τις διεθνείς σχέσεις».
Αυτή η πάγια θέση των Σκοπίων αναφέρεται στα συμπεράσματα της πιο πάνω Εκθέσεως (σελ. 121).
17. Στις 11 και 12 Δεκεμβρίου του 1992 συνέρχεται στο Εδιμβούργο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο αποφεύγει να πάρει ουσιαστικές αποφάσεις στο ζήτημα της αναγνώρισης των Σκοπίων και απλά και μόνο η σχετική του απόφαση αναφέρει ότι «εξέτασε την πολιτική του, όσον αφορά στην αναγνώριση ... σε συνάρτηση με τη δήλωση της Λισσαβώνας και βάσει της έκθεσης του ειδικού αντιπροσώπου της Προεδρίας», ενώ ταυτόχρονα στηρίζει την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για την εκεί αποστολή προστατευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ και την οικονομική τους βοήθεια από την Κοινότητα (σελ. 123-124).
18. Στις 25 Ιανουαρίου 1993 ο υπουργός των Εξωτερικών Μ. Παπακωνσταντίνου με επιστολή του -μνημόνιο προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ-επαναφέρει το ιστορικό των Σκοπίων εν όψει της συζήτησης για την εισδοχή τους στον διεθνή οργανισμό. Γράφει: «Στο αίτημα της «ΠΓΔΜ» να γίνει δεκτή με το όνομα «Δημοκρατία Μακεδονίας» αντιτίθεται η Ελλάδα, γιατί αυτή η ονομασία, «που αναφέρεται στην αίτηση της, εισάγει ένα στοιχείο περαιτέρω αποσταθεροποίησης της Νότιας Βαλκανικής» (σελ. 129-131).
19. Στις 7 Απριλίου του 1993 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με την υπ' αριθ. 817 απόφαση του δέχεται την εισδοχή των Σκοπίων στους κόλπους του διεθνούς οργανισμού με το όνομα «The Former Yugoslav Republic of Macedonia» - Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (FYROM).
20. Στις 14 Μαΐου 1993 δημοσιεύεται το Σχέδιο-Συνθήκη των διεθνών μεσολαβητών Vance και Owen, που αναφέρεται στη διαφύλαξη των υφισταμένων
συνόρων και στα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, φιλίας και γειτονικής συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τα Σκόπια.
21. Στο Σχέδιο-Συνθήκη, που υπογράφεται από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κ. Μητσοτάκη και τον πρόεδρο των Σκοπίων, γίνεται αποδεκτός ο όρος «Nova Macedonia», ο οποίος, σύμφωνα με το αρθρ. 5 «η Δημοκρατία της Nova Macedonia συμφωνεί να χρησιμοποιεί αυτό το όνομα για όλες τις επίσημες ανάγκες» (σελ. 152).
22. Παρά τη συμφωνία όμως αυτή, τα Σκόπια αρνούνται σε μερικούς μήνες αυτή τη ρύθμιση, η οποία τους παραχωρεί το πολυπόθητο όνομα «για όλες τις επίσημες ανάγκες».
23. Αυτή η άρνηση γνωστοποιείται στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ με επιστολή του Γκλιγκόροφ, στην οποία χαρακτηρίζεται «ως απαράδεκτο το άρθρο 5 του προτεινομένου Σχεδίου, που βρίσκεται σε άμεση σύγκρουση με το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (σελ. 162).
24. Τα Σκόπια διαπιστώνοντας την υποχώρηση της Ελλάδας υπαναχωρούν από τη συμφωνία Μητσοτάκη - Γκλιγκόροφ και λίγους μήνες αργότερα χαρακτηρίζουν «απαράδεκτο το άρθρο 5 του προτεινομένου Σχεδίου», το οποίο τους αναγνώριζε ως «Νέα Μακεδονία» «για όλες τις επίσημες ανάγκες». Οι «Μακεδόνες» των Σκοπίων τα θέλουν όλα δικά τους.
25. Αξίζει να τονισθεί ότι αυτό το Σχέδιο, όπως ήδη σημειώθηκε, πήρε τη μορφή Συνθήκης ανάμεσα «στην Ελληνική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Nova Macedonia», η οποία υπογράφεται από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κ. Μητσοτάκη και τον πρόεδρο τον Σκοπίων Κ. Γκλιγκόροφ και με μάρτυρες τους δύο μεσολαβητές, σύμφωνα με την απόφαση 817/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας (σελ. 159).
26. Πρόκειται για μια πανηγυρική αναγνώριση των Σκοπίων ως «Νέα Μακεδονία», η οποία όμως «υπόκειται σε επικύρωση», όπως έλεγε το άρθρο 25 της Συνθήκης, που όμως τελικά δεν έγινε. Το ότι όμως δεν προχώρησε η επικύρωση και η οριστικοποίηση αυτής της διμερούς Συνθήκης, αυτό δεν σημαίνει ότι τα Σκόπια δεν έχουν εγγράψει ήδη μια σοβαρή υποθήκη σε βάρος της ελληνικής ιστορίας.
27. Αφού λοιπόν η Ελλάδα από τον Μάιο του 1993 αναγνώρισε επίσημα τη «Νέα Μακεδονία» των Σκοπίων, τι μπορεί ν' αλλάξει αυτή την κατάσταση;
28. Πρόκειται για θέατρο του παραλόγου με πρωταγωνιστές τους «εθνικούς» ταγούς της δύσμοιρης Ελλάδας.
29. 21. Στις 5 Νοεμβρίου 1993 ο υπουργός των Εξωτερικών Κ. Παπούλιας,σε επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Ο. Κρίστοφερ, επισημαίνει το' «αδιέξοδο, που είναι φυσικά η αδιάλλακτη θέση των Σκοπίων, κυρίως
σε σχέση με το όνομα του νέου κράτους, για το οποίο ο Κ. Γκλιγκόροφ επιμένει
30. στη χρήση της λέξης «Μακεδονία», δηλαδή ενός ονόματος το οποίο ο ελληνικός λαός και η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δεχθούν με καμία μορφή» (σελ. 168).
31. Τα πράγματα όμως δεν παραμένουν αμετακίνητα και αμετάβλητα και η ελληνική κυβέρνηση υποχωρεί διαρκώς.
32. Νοέμβριος 1993

Παπαγαρυφάλλου Παναγιώτης Λ.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο συγγραφέας Παναγιώτης Λ. Παπαγαρυφάλλου γεννήθηκε στη Λάρισα όπου και επεράτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές.
Σπούδασε πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές επιστήμες και νομικά στα πανεπι¬στήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς.
Ως φοιτητής και νεαρός επιστήμονας ανέπτυξε συνδικαλιστική και πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ και συνέβαλε ουσιαστικά στη συνεργασία και κοινή δράση των συλλόγων διπλωματούχων: Παντείου Ανωτάτης Σχολής, Πο¬λιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ανωτάτης Σχο¬λής Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ανωτάτης Σχολής Εμπορικών και Οικονομικών Επιστημών και της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς.
Στα πλαίσια αυτά αγωνίστηκε για θέματα της παιδείας, της δημοκρατίας, της οικονομικής ανάπτυξης και το Κυπριακό, μέσα από συνέδρια και συνδιασκέψεις.
Έγραψε πολλά επιστημονικά έργα γύρω από θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης, δη¬μόσιας διοίκησης, γεωργικών και ναυτικών συνεταιρισμών. Γι' αυτή του την επιστη¬μονική προσφορά τιμήθηκε μεταπολιτευτικά, με την απονομή σχετικών βραβείων από το Δήμο Αθηναίων και την Ακαδημία Αθηνών.
Πέρα απ' αυτά συνέγραψε βιβλία πολιτικού περιεχομένου καθώς και ιστορικά για την Αθηναϊκή Δημοκρατία και τη Μακεδονία (Πίνακας των έργων του παρατί¬θεται στο τέλος του έργου).
Για την πολιτική και κοινωνική του δράση και την αντίσταση του κατά του στρα¬τιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, εκτοπίστηκε στο «Παρθένι» της Λέ¬ρου την περίοδο 1968-1970.
Εκεί, βλέποντας, ακούγοντας και παρατηρώντας τα τεκταινόμενα στη διαμάχη των στελεχών και των ηγετικών κλιμακίων του ΚΚΕ, σχημάτισε την τραυματική άποψη για την κομμουνιστική ουτοπία.
Η ζωή και η ιστορία τον δικαίωσε, αλλά αυτή τη δικαίωση την πλήρωσε πολύ ακριβά, αφού πια ο μεταπολιτευτικός του αγώνας στράφηκε εναντίον ολοκλήρου του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Μόνος εναντίον όλων.

ΕΡΓΑ ΤΟΥ Π. Λ. ΠΑΠΑΓΑΡΥΦΑΛΛΟΥ
1 .Η εξέλιξη των Γεωργικών Συνεταιρισμών στην Ελλάδα από την επανάστα¬ση του 1821 μέχρι το 1940, Αθήνα, 1973.
2. Η Δημόσια Διοίκηση, Αθήνα, 1973.
3. Το Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσίων Υπηρεσιών (ΑΣΔΥ), Αθήνα, 1973.
4. Οι καταβολές του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως στην Ελλάδα και οι προσπάθειες διοικητικής οργανώσεως του, στην Επιθεώρηση Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (ΕΤΑ) έτους 1974, τευχ. Α.
5. Αρμοδιότητες των ΟΤΑ στην αλλοδαπή και δικαιολογητικές βάσεις αυτών γενικά, ΕΤΑ, έτους 1974, τεύχ. ΣΤ.
6. Το πρόβλημα της ουσιαστικοποιήσεως των αρμοδιοτήτων της ΤΑ. στην Ελλάδα και οι δικαιολογητικές βάσεις της διεύρυνσης τους, ΕΤΑ, έτους 1974, τεύχη Ζ-Η.
7. Τοπική Αυτοδιοίκηση και δημοκρατία, ΕΤΑ, έτους 1974, τεύχ. ΙΑ.
8. Το Σχέδιο Συντάγματος και η ΤΑ. Προτάσεις στη Βουλή, ΕΤΑ, έτους 1975, τεύχ. Α.
9. Η μεταπολεμική εξέλιξη και διάρθρωση των οικονομικών της ΤΑ. στην Ελ¬λάδα με συγκριτικά στοιχεία των Ευρωπαϊκών χωρών, ΕΤΑ, έτους 1975, τεύχη Δ-Ε.
10. Η συγχώνευση των κοινοτήτων στην Ελλάδα, ΕΤΑ, έτους 1975, τεύχ. Ι.
11. Παρατηρήσεις στο Σχέδιο νόμου «Περί Γεωργικών Συνεταιρισμών», Περιοδ. «Αγροτική Αναγέννηση» 1976, τεύχ. 18.
12. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση και το νέο Σύνταγμα, ΕΤΑ, 1976, τεύχ. Δ.
13. Θέματα ΤΑ. -Παραδόσεις μαθημάτων, ΕΤΑ, τεύχ. Β'/1977.
14. Η νομοθεσία της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π. Ε. Ε. Α. ) για τους συνεταιρισμούς, ΕΤΑ 1977, τεύχ. ΣΤ.
15. Η διάρθρωση της αγροτικής οικονομίας και των θαλασσίων μεταφορών στην Ελλάδα πριν και μετά την Επανάσταση του '21 (ναυτικοί και γεωργι¬κοί συνεταιρισμοί-Αθήνα, 1977, (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών).
16. Το δικαίωμα γνώμης των δημοτικών αρχόντων, περιοδικό «Τοπική Αυτοδι¬οίκηση» (ΤΑ.) 1978, τεύχ. 1.
17. Τα ασυμβίβαστα στο δημοτικό κώδικα και οι αρνητικές τους επιδράσεις στο θεσμό της Τ. Α. περιοδ. ΤΑ. 1978, τεύχ. 2.
18. Εισήγηση στην ομάδα εργασίας του Τ. Ε. Ε. για τη δευτεροβάθμια ΤΑ. περιοδ. ΤΑ. 1979, τεύχ. 5-6.
19. Η αλήθεια για την καταγωγή και εφαρμογή του θεσμού της Τ. Α. στην Ελεύθερη Ελλάδα της κατοχικής περιόδου, περιοδ. ΤΑ., 1980, τεύχ. 4.
20. Η ΤΑ. στην Ελλάδα της κατοχικής περιόδου-0 κώδικας Τ. Α. της Π. Ε. Ε. Α., περιοδ. ΤΑ. 1981, τεύχ. 5-6.
21. Το διοικητικό πρόβλημα της Πρωτεύουσας, περιοδ. ΤΑ. 1982, τεύχ. 1.
22. Ο θεσμός των συνοικιακών συμβουλίων στα πλαίσια της αντιστασιακής νομοθεσίας της Ελεύθερης Ελλάδας, περιοδ. ΤΑ. 1982, τεύχ. 2-3.
23. Ο θεσμός των δημοτικών και κοινοτικών συνελεύσεων και των δημοτικών και κοινοτικών δημοψηφισμάτων στον κώδικα ΤΑ. της Π. Ε. Ε. Α., περιοδ. ΤΑ., 1983, τεύχ. 5 και 6.
24. Η συμβολή του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Δήμου Αθηναίων στην εθνική μας ανεξαρτησία, τη θέσπιση του συντάγματος και στην επανάσταση της 3^ Σεπτεμβρίου 1843, ΕΤΑ, έτους 1990, τεύχ. 30.
25. Η θεσμοθεσία της Εθνικής Αντίστασης για την τοπική αυτοδιοίκηση, Επι¬θεώρηση Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (ΕΤΑ), τεύχ. 40-42/1991.

26. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία και οι εχθροί της. Δημοσιεύθηκε στο Β' τόμο του Πανεπιστημίου Πειραιά, το 1992, στον τιμητικό τόμο για τον καθηγητή Αθα¬νάσιο Κανελλόπουλο.
27.Λαϊκισμός και Δημοκρατία-Διαλεκτική της αποκεντρωμένης δημοκρατίας και του λαϊκισμού (Ένθετο στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα», τεύχ. της 29-10-1993).
28. Εμφάνιση και εξέλιξη του θεσμού της Τ. Α. Δημοσιεύθηκε στον Β' τιμητικό τόμο του Παντείου Πανεπιστημίου για τον καθηγητή Ι. Παπαζαχαρίου το 1994.
29. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση στα πλαίσια του Συντάγματος. Εκδόθηκε από την ΚΕΔΚΕ το 1995.
30. Θύμα Διπλής Δολοφονίας-Γιάννης Παπαγαρυφάλλου.Ένας μάρτυρας της ελληνικής δημοσιογραφίας, εκδ. ΕΚθ.0, Αθήνα 2000.
31. Ο Λαϊκισμός στην Ελλάδα, εκδ. ΕΒ60, Αθήνα 2002.
32. Ιδέες-Προτάσεις-Προβληματισμοίγια την Τοπική Αυτοδιοίκηση, εκδ. ΤΕΔΚ Νομού Λάρισας, 2003.
33. Πολιτική και κοινωνία στην Ελλάδα του Λαϊκισμού, εκδ. «Πολιτικά Θέματα», Αθήνα, 2003-2004 (Τόμοι 2).
34. Το χρονικό της Εθνικής μειοδοσίας του ονόματος της Μακεδονίας εκδ. «Γεωργιάδη», Αθήνα, 2005
35. Αρχαία και σύγχρονη Δημοκρατία-Από την Αθηναϊκή Δημοκρατία στη σύγ¬χρονη οικογενειοκρατία, εκδ. «Πελασγός» Αθήνα, 2007.
36. Ο Δημοσθένης και η διαχρονικότητα των λόγων του, εκδ. «Κάδμος», 2008.
37. Η Μακεδονία στη μέγγενη της Γ Διεθνούς και του ΚΚΕ, εκδ. «Κάδμος»,
Θεσσαλονίκη, 2008.
38. Η τοπική αυτοδιοίκηση στα πλαίσια της Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), ανέκδοτη έρευνα, η οποία έγινε για λογαριασμό της Ακαδημίας Αθηνών (μετά την από 22 Μαίου 2008 πρόταση μου και στην οποία κατατέθηκε τον Ιούνιο του 2004). Αποτελείται από : 380 σελ. κείμενο, 100 σελ. κείμενα κωδίκων. Αυτοδιοίκησης και 13 σελ. βιβλιογραφία.