Thursday, January 20, 2011
Τα Ψιλά Γράμματα της ιστορίας - Θόδωρος Δημοσθ. Παναγόπουλος
Η Επανάσταση τού 1821 είχε όλα όσα πρέπει να έχει μία επανάσταση, που σέβεται τον εαυτό της: ίντριγκες, δολοπλοκίες, χρήμα, δολοφονίες και... ενδιάμεσα να παραπαίουν τα αγνά αισθήματα ολίγων ρομαντικών. Ένα μεγάλο μέρος αυτών εσκεμμένα αποκρύπτεται από την επίσημα διδασκόμενη Ιστορία. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας ανασύρει τις αποκρυμμένες αυτές πτυχές τής Επανάστασης, που αποκαθηλώνουν πολλούς κατασκευασμένους ήρωες τής Ρωμιοσύνης.
Επιλέγουμε δειγματοληπτικά μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Λόρδος Βύρων:
Περιφρονώ τη φυλή των Ελλήνων
Λόρδος Βύρων: πως έλαμψε διά τής απραγίας του και τον θαυμάσαμε γι αυτό: «Η περίπτωση τού λόρδου Βύρωνα είναι μια άλλη απόδειξη τής ομαδικής παράνοιας, που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει ακόμη τους νεοέλληνες από την Επανάσταση μέχρι τις ημέρες μας. Πρόκειται για μια ομαδική αυθυποβολή σε ό,τι εκάστοτε "γυαλίζει", που το λατρεύουν, το μυθοποιούν, το αναγάγουν σε ένα είδος φετίχ και το προσκυνούν. Μόνο με καθαρά ψυχιατρικούς και ψυχολογικούς όρους μπορεί να ερμηνευθεί η στάση αυτή του πλήθους, ή σωστότερα τής πλειοψηφίας τού πλήθους...
»Δεν χρειάστηκαν να περάσουν περισσότερο από τρεις μήνες και δέκα ημέρες παραμονής τού Βύρωνα στο Μεσολόγγι, για να δημιουργηθεί ο αστερισμός του. Όσο, όμως, και αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω, γιατί ο Άγγλος αυτός ευπατρίδης, που ήρθε στην Ελλάδα και έμεινε μόνο τρεις μήνες, ηρωοποιήθηκε και μυθοποιήθηκε τόσο πολύ, ώστε να θεωρείται ως ένας από τους εθνικούς μας ήρωες, τού οποίου την (ανύπαρκτη) δράση διδασκόμαστε από την πρώτη Δημοτικού, τού έχουμε στήσει παντού προτομές και αφιερώσει πλατείες και δρόμους στο όνομα του! Ο Αγγλος λόρδος, δεν πέθανε μαχόμενος για την ελευθερία των Ελλήνων. Απλώς πέθανε, όπως τόσος κόσμος καθημερινά, από αρρώστια, κάποιος μάλιστα γιατρός, είπε, ότι πέθανε από σύφιλη. Δεν τραυματίστηκε, ούτε καν συμμετείχε σε κάποια μάχη με τους Τούρκους, δεν εμπόδισε έοπω κάποια εθνική καταστροφή, ούτε ουσιαστικά βοήθησε τον αγώνα με κάποιον άλλο τρόπο. Εκτός αν θεωρηθεί βοήθεια προς το αγωνιζόμενο έθνος, ότι δάνεισε στον Μαυροκορδάτο, με τόκο τέσσερεις χιλιάδες λίρες, που ο τελευταίος χρησιμοποίησε στο εμφύλιο πόλεμο, για να καταστείλει την "ανταρσία" τού Μοριά...
»Όλες οι περιγραφές, που δίδονται γι΄ αυτόν συμφωνούν, στο ότι επρόκειτο για έναν κακομαθημένο, εγωιστή, επιπόλαιο, ευφάνταστο, μεγαλομανή, πεισματάρη, αλκοολικό και εκκεντρικό αριστοκράτη.
»...Παντού διαδόθηκε, ότι φέρνει “μιλιούνια” τις λίρες και οι πάντες -πλην τού Κολοκοτρώνη- σπεύδουν να επωφεληθούν και κάποιοι άλλοι δεν ξεχνούν να τού τάζουν “άφθονες παρθένες, αμέτρητες σαν τα βατόμουρα”. ;Eρχεται στην Ελλάδα με τη ματαιοδοξία και τη φιλοδοξία, να γίνει βασιλιάς της ή πρόεδρος της Δημοκρατίας, ή το λιγότερο στρατηγός. Είχε εξομολογηθεί στους φίλους του, ότι εάν οι Έλληνες, μετά την απελευθέρωσή τους, τού πρότειναν τo θρόνο τής Ελλάδος, δεν θα τον αρνιόταν. Έχει κιόλας προμηθευθεί από τούς ράφτες τής Γένοβας πολύχρωμες, -πράσινες, χρυσές, πορφυρές- στρατιωτικές στολές, στολισμένες με μαλαματένια και ασημένα σειρήτια, πλούσιες επωμίδες και πολεμικά καπέλα. Είχε τρεις περικεφαλαίες χρυσοποίκιλτες και δέκα σπαθιά. Όταν έβγαινε περίπατο, τον συνόδευαν εννιά υπηρέτες με πέντε άλογα και τον ακολουθούσε ένας μαύρος Αιθίοπας, ως θαλαμηπόλος. Το παρουσιαστικό του δεν είχε τίποτε το επιβλητικό. “Το μέτωπο του ήταν λευκό σαν αλάβαστρος. Τα κάπως θηλυκά χαρακτηριστικά του μετριάζονταν από το μουστάκι που έτρεφε -καστανό ανοιχτό- και το γενάκι του. Τα μάτια του, με βολβούς, που πρόβαλλαν από τις κόχες, ήταν βαθιά γαλάζια. Είχε μια θηλυκότητα στην έκφραση του”. (James Beowne, Voyage from Leghorn to Cephalonia with Lord Byron, Edinburgh, 1834, σελ. 56).
»Απ΄ ό,τι φαίνεται, για τους Έλληνες δεν έτρεφε και τα καλύτερα των αισθημάτων. Μάλλον φιλότουρκος ήταν, παρά φιλέλληνας: “Οι Έλληνες”, έγραψε σε φίλο του, “είναι ίσως ο πιο διεφθαρμένος, ο πιο εκφυλισμένος λαός τού κόσμου. Με την επανάστασή τους αποκάλυψαν τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Είναι η πιο ματαιόδοξη και η πιο ανειλικρινής φυλή τής γης, μία χημική ένωση από όλα τα ελαττώματα των προγόνων τους. Σε αυτά πρέπει να προσθέσεις και τα ελαττώματα των Τούρκων και των Εβραίων. Και όλα αυτά ανακατεμένα σε ένα τσουκάλι δουλείας”.
»Σε κάποιον άλλο είχε πει: “Μ΄ αρέσουν οι Έλληνες. Είναι γοητευτικοί κατεργαρέοι με όλα τα ελαττώματα των Τούρκων, αλλά χωρίς το θάρρος τους. Μου αρέσει η υπόθεση τής ελευθερίας τού ελληνικού έθνους, μόνο που περιφρονώ τη σημερινή φυλή των Ελλήνων. Τους λυπάμαι, αλλά δεν πιστεύω πως είναι καλύτεροι από τους Τούρκους. Πιστεύω μάλιστα, ότι σε πολλά τους ξεπερνούν οι Τούρκοι”.
»Ένας συγγενής του γράφει: “Ο λόρδος Μπάυρον ούτε έδειξε ούτε ένιωσε ποτέ μεγάλο ενθουσιασμό για τους Έλληνες. Ήταν έτοιμος να θυσιάσει χρήματα, ασχολίες και απολαύσεις στον βωμό τής ελευθερίας, αλλά σ΄ αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει δίψα για δύναμη και δόξα και όχι προσήλωση στις αρχές τής ελευθερίας”» (σελ. 170-176).
Όταν ο λόρδος Βύρων ανέβηκε στην Ακρόπολη το 1809, αντίκρυσε με αδιαφορία τον Παρθενώνα. Οι παρατηρήσεις του ήταν αντάξιες των πρακτικών συλλογισμών τού υπηρέτη του, Φλέτσερ. Μόνο ο φίλος τού Μπάυρον, ο λόγιος Χομπχάουζ, ξεχώρισε ανάμεσα σ΄ αυτόν τον εκπληκτικό αρχοντοχωριατισμό τής αγγλικής συντροφιάς: “Ο Μπάυρον και ο Χομπχάουζ ανέβηκαν στην Ακρόπολη προσφέροντας στον οθωμανό διοικητή τσάϊ και ζάχαρη. Βρήκαν θαυμάσια υποδοχή από τον πειναλέο αυτό υπάλληλο, που από τα εκατόν πενήντα πιάστρα τού μισθού του έπρεπε να πληρώνει και τους στρατιώτες του. Τους σεργιάνισε ανάμεσα στα λευκά ερείπια των ναών.
- Ω, μάϊ λόρντ, είπε ο Φλέτσερ. Τι ωραία τζάκια θα κάναμε μ΄ όλο αυτό το μάρμαρο!
- E λοιπόν, είπε ό Χομπχάουζ, δείχνοντας το ναό, να κάτι πραγματικά μεγαλόπρεπο.
- Αυτό μοιάζει περισσότερο με το Δημαρχείο τού Λονδίνου, απάντησε ψυχρά ο Μπάυρον” (Αndre Maurois, Byron, σελ. 135).
Τριπολιτσά: Πολιορκία, αλισβερίσι,
ξολοθρεμός, φρίκη, πλιάτσικο.
Η πολιορκία τής Τριπολιτσάς ελάχιστα είχε να κάνει με μάχες. Έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις για το ποιοι από τους -πλούσιους- πολιορκημένους θα πληρώσουν τούς πολιορκητές, για να βγουν από την πόλη. Εν τω μεταξύ η Τρίπολη ήταν σε κακά χάλια, με πτώματα σε αποσύνθεση στους δρόμους, έλλειψη νερού και τροφής, τα οποία εμπορεύονταν οι πολιορκητές. “Ξολοθρεμός και φρίκη”, το τίτλος τού κεφαλαίου:
«Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πτώματα σε αποσύνθεση. Οι Έλληνες ορμούσαν κατά μάζες από όλα τα σοκάκια. Το αίμα έτρεχε από όλες τις μεριές, όταν μπήκαμε στην πολιτεία. Αδύνατη η περιγραφή. Βλέπαμε να εκσφενδονίζονται από τα παράθυρα γυναίκες, κορίτσια και παιδιά. Οι στρατιώτες διεκδικούσαν με λύσσα την είσοδο στα πλουσιόσπιτα. Ολόκληροι τοίχοι γκρεμίζονταν, καθώς χυμούσε επάνω τους το μανιακό πλήθος, λες και ήταν αρχαίος πολιορκητικός κριός. Οι πυρκαγιές φούντωσαν από παντού. Κόλαση φωτιάς και αίματος. Η ζέστη τής φωτιάς διπλασίαζε την κάψα τού ήλιου. Ατέλειωτο ντουφεκίδι. Κραυγές ετοιμοθάνατων, άγρια ξεφωνητά των νικητών...
»Ένας νομός μόνο κυριαρχούσε, ο νομός τής καταστροφής, ένα σύνθημα, το σύνθημα τής σφαγής. Και μέσα σ΄ όλα αυτά, πυρκαγιά φούντωσε και αποτέφρωσε το σεράι. Οι γυναίκες τού χαρεμιού παραδόθηκαν από τους Αρβανίτες στο σώμα τού Αναγνωσταρά. Τις οδήγησαν σε έναν κήπο. Εκεί πήγαν και τους επίσημους Τούρκους. Όσοι δεν είχαν αξίωμα σφάχτηκαν ή ρίχτηκαν στις φλόγες. Οι δερβίσηδες μιας μουσουλμανικής σχολής, που αντιστάθηκαν, κατακρεουργήθηκαν και τα μέλη τους διασκορπίστηκαν παντού...» (σελ. 37-38).
Τα στρατιωτικά διπλώματα τού Κωλέττη
«Υπηρέτες, ιπποκόμοι, “τσιμπούκ ογλάν”, αρχόσχολοι και τυχοδιώκτες, προβιβάζονταν σε αντιστράτηγους και χιλιάρχους με μεγάλους μισθούς. Ο καπετάν Στουρνάρης ζητάει από τον Μαυροκορδάτο βαθμούς για όλους τους συγγενείς του: “Νά γράψεις εις την Κεντρική Διοίκησιν να μας έρθουν τα διπλώματα, καθώς κάτωθεν σού τα γράφω, ότι με αυτό συμφώνησε όλο το σπίτι και να κάνωμε τέρατα και σημεία! Η αντιστρατηγία εις τον υιόν μου, Γιαννιό, η στρατηγία τού χιλιάρχου Γρηγόρη, χιλιαρχία τού αδελφού μου, Στέριο, χιλιαρχία τού εξαδέλφου μου Γιακωβάκη”. Ο Στουρνάρης ζήτησε είκοσι πέντε διπλώματα και τα πήρε. Ακόμη και ο ίδιος ο Κασομούλης ομολογεί, ότι πήρε δίπλωμα χιλίαρχου. Αναφέρεται μάλιστα και ένα απίστευτο περιστατικό. Όταν ο Ιμπραήμ κατέλαβε τη Σφακτηρία, έσφαξε, μεταξύ άλλων, και τον υπηρέτη τού Μαυροκορδάτου, στις τσέπες τού οποίου βρέθηκαν 300 λίρες εγγλέζικες και βενετικά φλουριά. Είχε δίπλωμα αξιωματικού!» (σελ. 150).
Ο Κωλέττης σπαταλά το αγγλικό δάνειο
«Πεινασμένοι, ρημαγμένοι, γυμνοί, ξυπόλυτοι, ενδεείς, κατακρεουργημένοι από Τούρκους και Ρουμελιότες, οι άτυχοι Μοραΐτες, έχασαν πια κάθε ελπίδα, ότι μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα. Ήλπιζαν, ότι το αγγλικό δάνειο θα εχρησιμοποιείτο αποκλειστικά για τις ανάγκες τού Αγώνα και βλέπουν να το σπαταλά ασυνείδητα ο Υπουργός Πολέμου, ο “μινίστρος” τού Πολέμου, Κωλέττης, για την εξαγορά των συνειδήσεων και την εξόντωση των ηγετών τους. Αντί να διαθέσει το αγγλικό δάνειο, το οποίο θα το πλήρωνε και το πλήρωσε ο επαναστατημένος ραγιάς, για τις πολεμικές ανάγκες τής επαναστατημένης πατρίδας, το διέθετε για να διασπάσει τον εθνικό αγώνα, τη στιγμή μάλιστα, που ο Ιμπραήμ τής Αιγύπτου, είχε βάλει ρότα για τις Πελοποννησιακές ακτές. Αυτό το άθλιο υποκείμενο, δεν το ενδιέφεραν οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι, ούτε στη φάση αυτή η ελευθερία τής πατρίδας. Τον απασχολούσε το πώς θα εξουδετερώσει τους στρατιωτικούς και τους καπεταναίους, που ήσαν οι μόνοι λαοφίλητοι ηγέτες, ώστε να κυριαρχήσει η φατρία του και αυτός να αναγορευθεί αρχηγός και σωτηράς τού έθνους» (σελ. 151).
Ο άδοξος θάνατος τής Μπουμπουλίνας
Στις 23 Μαΐου 1825 η πιο γνωστή γυναίκα του Αγώνα σκοτώνεται στις Σπέτσες. Να πώς περιγράφει στο ημερολόγιο του ο Ιταλός συνταγματάρχης Giacinto Colegno τον θάνατό της: «Ένας από τους γυιους της είχε ερωτευθεί την κόρη κάποιου ψαρά και ήθελε να τη στεφανωθεί, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις τής μάνας του. Τι κάνει, όμως, η Μπουμπουλίνα; Βρίσκει ευκαιρία, που ο γυιός της έλειπε σε εκστρατεία καπετάνιος σε καράβι και καλεί την κοπέλα στο σπίτι της, για να της πεί δήθεν, ότι είναι σύμφωνη με το γάμο. Αλλά μόλις μπήκε μέσα η κοπελιά, αμπαρώνει την πόρτα και απειλεί το κορίτσι με θάνατο, αν δεν παντρευτεί αμέσως έναν από τούς υπηρέτες της. Εκείνη αρχίζει να κλαίει και να φωνάζει απελπισμένα. Ακούει ο κόσμος τις φωνές, τρέχει και πολιορκεί το σπίτι. Ανάμεσα στο πλήθος και ένας αδελφός τού κοριτσιού, που οπλισμένος απειλεί να σπάσει την πόρτα, αν δεν αφήσουν ελεύθερη την αδελφή του. Τότε η Μπουμπουλίνα αγριεμένη προβάλλει στο παράθυρο και λέει, ότι στο σπίτι της αυτή είναι αφεντικό και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Ο αδελφός πυροβολεί και η Μπουμπουλίνα πέφτει νεκρή». (Diario dell΄ assedio di Navarino, σελ. 312).
Η φυλακή τής Αρχιεπισκοπής
για τους πιστούς, που όφειλαν στην Εκκλησία
«Ο βοεβόδας και ο καδής απέφευγαν κάθε ανάμειξη στις διαφορές μεταξύ των Ελλήνων. Αυτές τις δίκαζε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, τού οποίου η τοπική αρμοδιότητα έφθανε μέχρι τη Βοιωτία και την Κόρινθο και ο οποίος είχε στη δικαιοδοσία του 36 εκκλησίες και 200 εξωκκλήσια, το καλύτερο και μεγαλύτερο σπίτι στην Αθήνα, με μεγάλη αυλή και μεγάλο περιβόλι και... μία φυλακή, για να φυλακίζει όσους καθυστερούσαν την καταβολή τής εκκλησιαστικής εισφοράς, όπως φυλακίζονται σήμερα οι οφειλέτες τού ΙΚΑ και τού ΤΕΒΕ, για υπεξαίρεση ασφαλιστικών εισφορών.
»“Πλάι στην κατοικία του υπήρχε φυλακή για τον εγκλεισμό των παραβατών. Μπορούσε να τους τιμωρήση με ξυλοδαρμό και σε ορισμένες περιπτώσεις να τους καταδικάση σε θάνατο”. (John Hobhouse, Recollections of a long life, London, 1909, τ. 1, σελ. 248). Έτσι μπράβο. Να μην μπορεί να σφάξει ο τσοπάνος ένα αρνί από το κοπάδι του; Από πότε μπορεί να ισχύει μία τέτοια απαγόρευση; Για να σοβαρευτούμε όμως, τα δικαιώματα αυτά δεν ήταν φανταστικά, αλλά απόρροια των προνομίων, που παραχώρησε ο σουλτάνος στον κλήρο. Σύμφωνα με τα σουλτανικά διατάγματα, τα πατριαρχικά και επισκοπικά δικαστήρια είχαν πολιτική και ποινική δικαιοδοσία και αρμοδιότητα. Ειδικά ο πατριάρχης “εδικαιούτο χάριν των τής εκκλησίας αναγκών, και να φορολογή ου μόνον τον κλήρον, αλλά και τους λαϊκούς και να συντηρή αστυνομικούς στρατιώτας η γενιτσάρους εν τη υπηρεσία αυτού, όπως διευκολύνει μεν την είσπραξιν, εκτελεί δ΄ απευθείας τας αποφάσεις αυτού, εξ΄ ου και ιδίας φύλακας εδικαιούτο να έχη.”
»Σήμερα τέτοιες αρχιεπισκοπικές φυλακές δεν χρειάζονται. Κράτος και Εκκλησία είναι το ίδιο πράγμα στη σημερινή Ελλάδα. Άλλωστε, ο σημερινός αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν δικάζει τώρα ο ίδιος. Απλώς επηρεάζει. Είναι σα να δικάζει. Έχει τον τρόπο του. Δεν έχει δική του κυβέρνηση. Είναι η κυβέρνηση. Η εκκλησιαστική εξουσία επί του ποιμνίου, συνεχίζεται να ασκείται, όπως κι επί oθωμανικής κατοχής και τα σουλτανικά προνόμια εξακολουθούν να ισχύουν, περιβεβλημένα με την ισχύ νόμων τής ελληνικής πολιτείας. Μόνο, που η φορολογία υπέρ της Εκκλησίας δεν εισπράττεται πλέον απ΄ ευθείας από την ίδια, με δικούς της γενίτσαρους, όπως συνέβαινε στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα. Δεν υπάρχει τώρα τέτοια ανάγκη. Γι΄ αυτό φροντίζει το κράτος. Οι αστυνομικές δυνάμεις τής πολιτείας είναι, κατά πάντα και εν παντί, ταυτοχρόνως και αστυνομικές δυνάμεις τής Εκκλησίας. Ο φορολογούμενος πολίτης καταβάλλει σήμερα υποχρεωτικά τον οβολόν του στην εφορία, για να πληρωθεί το ιερατείο και να καλυφθούν γενικότερα οι απροσδιόριστες ανάγκες τής Εκκλησίας. Από την άλλη μεριά, Εκκλησία, μοναστήρια, ευαγή και μη ευαγή ιδρύματα τής Εκκλησίας, ποικιλώνυμες οργανώσεις, επιχειρήσεις, ανώνυμες και μη εταιρείες, εκκλησιαστικές ομάδες, ξενοδοχεία κ.λπ., που για ιερούς (;) σκοπούς έχει συστήσει και κατασκευάσει η Εκκλησία και τα μοναστήρια, ενώ σωρεύουν απεριόριστο πλούτο και διαθέτουν τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία, εξαιρούνται τής φορολογίας» (σελ. 284-287).
* * *
Η Ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές και τους ισχυρούς, οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να παοσιωπούν, να αποκρύπτουν ή -το χειρότερο- να παραποιούν και να αλλοιώνουν την αλήθεια κατά το δοκούν αποκοιμίζοντας το λαό και αποστερώντας τον από την αληθινή ιστορία του. Διδασκόμαστε έτσι μιά κατασκευασμένη, μια “εικονική ιστορία”, που εξυπηρετεί πάντοτε την εκάστοτε άρχουσα τάξη, η οποία έχει την τάση να εξωραΐζει τα γεγονότα προς όφελός της.
Ευγενία Φυλακτού
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment