Friday, January 25, 2013

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ GEORGE MAKRIDIS - BIOGRAPHY


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΌ ΣΗΜΕΙΩΜΑ






O  Γιώργος Μακρίδης γεννήθηκε στην Άρδασσα Κοζάνης, από Πόντιους γονείς. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Καλλιθέα της Αθήνας, μέσα σε βασανιστική φτώχια.

Άρχισε να δουλεύει απ’ το Δημοτικό κιόλας και δεν μπόρεσε να πάει στο Γυμνάσιο. Έκανε διάφορες δουλειές, από μικροπωλητής μέχρι οικοδόμος και στο Νυχτερινό Γυμνάσιο πήγε όταν ήταν στρατιώτης. Τώρα βρίσκεται στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας. Επίσης, έζησε αρκετά χρόνια, σα δευτερομετανάστης, και στην Αργεντινή.
Έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, δίνοντας πολλές διαλέξεις,στην Αυστραλία, για νεοέλληνες λογοτέχνες: για τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Κώστα Βάρναλη, το Νικηφόρο Βρεττάκο, την Έλλη Αλεξίου, τους Πόντιους: για τη γενοκτονία τους και για τα προβλήματα εγκατάστασής τους στην Ελλάδα κτλ. Επίσης μίλησε πολλές φορές, για διάφορα θέματα,  στον αυστραλέζικο κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό SBS.

Έκδωσε, στο Σύδνεϋ, εννιά βιβλία: δυο τόμους ποιήματα, δυο τόμους διηγήματα και πέντε θεατρικά έργα. Έργα του βραβεύτηκαν σε Πανελλήνιους Λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Επίσης, παρουσιάστηκαν τέσσερα θεατρικά του έργα στην Αυστραλία: τρία στη Μελβούρνη κι ένα στο Σύδνεϋ.

Έχει συνεργαστεί μ' όλες τις παροικιακές εφημερίδες, δημοσιεύοντας άρθρα λογοτεχνικού περιεχόμενου. Ποτέ, όμως, σαν επαγγελματίας, γιατί όπως λεει ο ίδιος, δεν του αρέσουν οι "ανειλημμένες" υποχρεώσεις - η γραμμή μιας εφημερίδας και τόσα άλλα - τουλάχιστο όσον αφορά τα γραψίματά του.

Το ομορφόπαιδο του Γιώτγου Μακρίδη


Το ομορφόπαιδο

 

… η πάλη κατά της φτώχιας και του φόβου,

                     η πάλη κι ελπίδα, για ένα καλύτερο αύριο…

    

Γιάννης Ρίτσος –Ο Δωδεκάλογος της Γ΄ Μαραθώνιας Πορείας

 

 

Η Μαρία προερχόταν απ’ την επαρχιακή Ελλάδα και στα σαράντα της μετανάστευσε στην Αυστραλία. Απ’ την αρχή κιόλας συνδέθηκε μ’ ένα δικό μας. Τον είχε γνωρίσει στο υπερωκεάνιο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Νοίκιασαν ένα μικρό διαμέρισμα, στο Σύδνεϋ, κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι, που ο τύπος εξαφανίστηκε, μαθαίνοντας για την εγκυμοσύνη της. Έτσι, ο γιος τους, ο Γιαννάκης, έγινε αγνώστου πατρός. Δεν πέρασαν, όμως, δυο χρόνια κι όλα ταχτοποιήθηκαν. Η Μαρία παντρεύτηκε έναν ομορφάνθρωπο, αλλά μισοαλκοολικό και παθιασμένο τζογαδόρο, αυστραλό, που ’δωσε το όνομά του στο μικρό.

Το παιδί μεγάλωσε μέσα σ’ ένα άθλιο περιβάλλον. Οι τσακωμοί ανάμεσα στο ζευγάρι έδιναν κι έπαιρναν. Ο πατριός του, που ’χε γίνει ντιπ αλκοολικός σταμάτησε να δουλεύει κι όλο το βάρος έπεσε πάνω στη Μαρία. Ξέχωρα που όταν ήταν στουπί την ξυλοφόρτωνε, μπροστά στο παιδί. Μια φορά μάλιστα της χάλασε το ένα μάτι. Όταν έμαθε την αλήθεια, ο Γιαννάκης, ήταν δώδεκα χρονών. Ένας συμμαθητής και γείτονάς του, που ’χε κι αυτός ελληνική καταγωγή, πάνω σ’ ένα τσακωμό τους, του ’πε με χαιρεκακία αυτά που άκουγε απ’ τους δικούς του:

- Η μάνα σου ήταν πουτάνα κι εσύ είσαι μπάσταρδος. Δεν είναι πατέρας σου ο μεθύστακας!

Ο Γιαννάκης δεν είπε τίποτε στους δικούς του. Με τον καιρό, όμως, βρήκε την άκρη. Ψάχνοντας τα χαρτιά της μάνας του, βρήκε τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του. Εκεί φαινόταν πως, στην αρχή, είχε το επίθετο της. Από τότε πέρασαν τρία μαρτυρικά χρόνια για τον Γιαννάκη, μέχρι που μια μέρα μπήκε στη μέση, όταν ο πατριός του χτυπούσε τη μάνα του. Ο αλκοολικός αγρίεψε και μη μπορώντας, ο μικρός, να τα βάλει με κοτζάμ άντρα, πήρε το σίδερο του σιδερώματος και τον κοπάνησε, ανοίγοντας του το κεφάλι. Βλέποντας τον, όμως, να σωριάζεται στο δάπεδο, γιομάτος αίματα, τρομοκρατήθηκε και νομίζοντας πως τον σκότωσε, έφυγε απ’ το σπίτι.

 

****

 

Ο Γιαννάκης, έγινε παιδί του δρόμου και μη έχοντας που να πάει χτύπησε την πόρτα ενός σάτυρου που τον γυρόφερνε από καιρό. Αυτός, που τα ’χε πατημένα τα πενήντα, ψάρευε τα θύματά του ανάμεσα στους φτωχούς μαθητές, δίνοντάς τους παράδες και δώρα. Ο Γιαννάκης όμως, δεν έμεινε για πολύ καιρό μαζί του. Αυτός είχε τα γνωστά χούγια των διεστραμμένων. Του άρεσε, δηλαδή, ν’ αλλάζει παρέες και μια μέρα τον έπιασε η αστυνομία. Είχε βάλει έναν άλλον έφηβο στ’ αυτοκίνητό του και τον πασπάτευε. Ο Γιαννάκης που τα είδε όλα, προτού να πάει για έρευνα η αστυνομία στο σπίτι του ανώμαλου, πήρε κάτι πρόχειρα χρήματα και βρέθηκε στο κέντρο του Σύδνεϋ.

Γυροφέρνοντας τους δρόμους γνωρίστηκε με δυο νέους της ηλικίας του. Αυτοί τον πήγαν σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στη συνοικία, Glebe (Γκλιμπ), του Σύδνεϋ. Ήταν ένα παλιό δίπατο, χωρίς φως και νερό, που βρωμούσε από πάνω μέχρι κάτω. Ποιος θα ενδιαφερόταν γι’ αυτό το ερείπιο που προοριζόταν για κατεδάφιση; Σε τέτοια σπίτια έβρισκαν καταφύγιο τα χιλιάδες παιδιά, που κυκλοφορούσαν, σαν τ’ αμαρκάριστα σκυλιά, στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Αυστραλίας.

Σ’ αυτό το σπίτι είχε δει για πρώτη φορά, ο Γιαννάκης, ναρκομανείς, αλλά τους ντιπ εξαθλιωμένους. Ούτε που γύριζε να κοιτάξει ο ένας τον άλλον εκεί μέσα. Ήταν όλοι τους ζωντανοί, μόνο γιατί ανάπνεαν. Δεν ενδιαφέρονταν για τίποτ’ άλλο, παρά μόνο για το “πράμα”. Οι περισσότεροι απ’ τους ένοικους ήταν νέοι, ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι, που απ’ την απλυσιά  τα κορμιά τους ανάδυαν μια μπόχα, κάτι σαν αποσυνθεμένο κρέας. Απ’ τ’ αχούρι έβγαιναν, σα φαντάσματα, στους δρόμους, μόνον τις βραδινές ώρες, για να βρούνε κάτι να φάνε, ψάχνοντας τα σκουπίδια. Επίσης, τα βράδια περίμεναν στις ουρές, των κλειστών φορτηγών των “φιλανθρωπικών” οργανώσεων για να πάρουν ένα κύπελλο καφέ, ή τσάι, με κάτι ψευτοβουτήματα. Αυτοί οι ντιπ ύποπτοι οργανισμοί, που χρηματοδοτούνται απ’ την κυβέρνηση, καλοσυντηρούν και διαιωνίζουν τη φτώχια.

Για τον Γιαννάκη ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Τι θα μπορούσε να κάνει, αφού είχε πια πάρει την απόφαση να ξεκόψει εντελώς απ’ τους δικούς του; Τα λεφτά του τα ’χε χωμένα μες στις κάλτσες, ξοδεύοντας όσο πιο λίγα μπορούσε. Για πόσο καιρό, όμως, θα του έφταναν;  

Βέβαια, οι ναρκομανείς δεν τον ενοχλούσαν σεξουαλικά. Αυτοί δεν ήξεραν από τέτοια. Έλα, όμως, που σ’ αυτό το σπίτι έμπαιναν και πολλοί διεστραμμένοι τύποι, που όλο και περίσσευαν – ο ένας το ’λεγε στον άλλον – μετά την εμφάνιση του Γιαννάκη. Μόνο που τον έβλεπαν άναβαν τα ερωτικά τους λαμπάκια, κι όλοι τον είχαν στα όπα – όπα. Πολλά τράβηξε μέσα σ’ αυτό τ’ αχούρι. Εκεί του κόλλησαν ένα σωρό παρατσούκλια, που ’χαν να κάνουν με τη νιότη, τη φρεσκάδα και την ομορφιά. Πάντως, αυτό  που του ’μεινε ήταν, το “Ομορφόπαιδο”. Ήταν όμορφος ο Γιαννάκης. Είχε σώμα γυμνασμένο και χυτό κι αγγελικό πρόσωπο. Έτσι, ξεχώριζε, σαν τη μύγα μες στο γάλα, μέσα σ’ εκείνο τ’ αχούρι, κάνοντας όλους να χάσκουν μπροστά στη δροσερή ομορφιά του. Κοντολογίς, ο Γιαννάκης, απαλλάχτηκε, απ’ το σάτυρο της γειτονιάς του, κι έπεσε σ’ άλλους πολλούς σάτυρους και μη.

****

 

Με τα πολλά, τα λίγα λεφτά του τέλειωσαν και βρέθηκε στο Kings Cross (Κινγκς Κρος), που ’ταν η πιο αμαρτωλή και βρώμικη συνοικία του Σύδνεϋ. Ο κεντρικός δρόμος του ήταν δυο οικοδομικά τετράγωνα κι εκεί ήταν τα περισσότερα μπουρδέλα, στριπτιζάδικα, τσογαδορία και βάλε. Το Κρος – το λένε κι έτσι - είναι μια διεφθαρμένη και στην ουσία μελαγχολική, για τα ευαίσθητα βέβαια μάτια, συνοικία, όπως είναι όλες οι μπουρδελογειτονιές του κόσμου. Όλα, εκεί γύρω, φανερώνουν ένα κλίμα ψυχικής κούρασης, εκνευρισμού και πλήξης.

Τα περισσότερα ταίϊκ εγουέι – φαγητά σε πακέτα, ή φαστφουντάδικα – του Κινγκς Κρος ήταν σ’ ελληνικά χέρια. Σ’ ένα απ’ αυτά, που ’ταν το καλύτερο της περιοχής, δούλευε για πάνω από είκοσι χρόνια ο Στηβ (Στάθης) Λέλεβας. Το μαγαζί ήταν του Κώστα Τσακίρη, που ’ταν φίλος και κουμπάρος του Στάθη. Ήταν το μεγαλύτερο της περιοχής. Εκτός απ’ τα φαγητά και τα αναψυκτικά, στο βάθος είχε μια τεράστια αίθουσα γιομάτη με ηλεκτρονικές μηχανές και μπιλιάρδα.

Ο Στάθης που δούλευε βραδινή βάρδια, πήγε ένα απόγευμα νωρίτερα στο μαγαζί και χαζεύοντας απ’ εδώ κι απ’ εκεί, στη μεγάλη αίθουσα, είδε τον Γιαννάκη. Τον είχε δει αρκετές φορές και προσπαθούσε κάπως να τον βοηθήσει, αλλά δεν έβρισκε τρόπο. Έπαιζε, λοιπόν, ο μικρός μια μηχανή και τον χαϊδολογούσε ένας γνωστός παιδεραστής, ο “Χοντρος”. Μόλις είδε το Στάθη έτρεξε κοντά του.

- Γεια σου, Στηβ.

- Γεια σου κι εσένα.

- Ξέρεις έκανα είκοσι χιλιάδες πόντους στη μηχανή, είπε ο Γιαννάκης στο Στάθη, ενώ ο “Χοντρος”, άρχισε να μουρμουρίζει, πετώντας χυδαίες βρισιές.

- Ε, δεν είναι κι άσκημα, είπε ο Στάθης και μπήκε στην κουζίνα, ν’ αλλάξει ρούχα, αποφεύγοντας και τον παιδεραστή.

Ο “Χοντρός” ήταν γνωστός στην πιάτσα. Ήταν τόσο φουσκωμένο το ποινικό του μητρώο... που δεν υπολόγιζε κανέναν. Μα γιατί θα ’πρεπε να φυλάγεται, αφού τα είκοσι απ’ τα σαράντα του χρόνια τα ’χε περάσει στις φυλακές; 

Ο Στάθης ήθελε να βοηθήσει τον Γιαννάκη. Πώς, όμως; Δεν ήθελε νταλαβέρια μ’ αυτούς τους τύπους, όπως ήταν ο “Χοντρός”. Την ήξερε καλά αυτή τη σάρα και τη μάρα, αφού τους σερβίριζε για πάνω από είκοσι χρόνια. Αυτοί δεν είχαν ηθικούς φραγμούς και δεν σταματούσαν μπροστά σε τίποτε. Όχι να τους ασκημομιλούσες δεν μπορούσες, αλλά μόνο να καταλάβαιναν πως τους αντιπαθούσες, είχαν τον τρόπο να σε στραπατσάρουν, κουνώντας το μικρό τους δάχτυλο. Ύστερα πως θ’ άφηνε, ο “Χοντρός”, να του φύγει απ’ τα χέρια, αυτό το κελεπούρι, το “fresh meat” (“φρες μήτ”) – φρέσκο κρέας - όπως λένε οι άγγλοι; 

Τον πονούσε, λοιπόν, τον Γιαννάκη, ο Στάθης. Όχι, τόσο γιατί ήταν ελληνόπουλο, αλλά γιατί ήταν άβγαλτος. Δε θα μπορούσε, δηλαδή, στην ανάγκη να ζήσει μόνος του, όπως έκαναν χιλιάδες παιδιά του δρόμου. Το κουβέντιασε, λοιπόν, το πράγμα, με τ’ αφεντικό, τον Κώστα, που ’ταν και κουμπάρος του.

- Κουμπάρε, το μαγαζί πάντοτε έχει ανάγκη από προσωπικό. Τι θα ’λεγες αν παίρναμε  τον Γιαννάκη, μπας και τον ξελασπώσουμε;

- Δεν έχω αντίρρηση, αν και νομίζω πως δε θα κάτσει. Βαριά η καλογερική για ένα νέο, που έχει συνηθίσει στο εύκολο κέρδος. Αυτόν τον γυροφέρνουν όλοι οι ανώμαλοι  της πιάτσας. Χε, χε, χε... Αγαθός είσαι, ρε Λέλεβα, γαμώτο του... Ρε, αυτός σε μια ωρίτσα μπορεί να κάνει δυο βδομαδιάτικα. Αυτά που θα του δίνω εγώ. 

Με τα πολλά, έπιασε δουλειά στο μαγαζί, ο Γιαννάκης, μένοντας κι εκεί. Στο βάθος της αίθουσας, με τα μηχανάκια, ήταν ένα μικρό διαμέρισμα, που το ’χαν για αποθήκη. Εκεί κοιμόταν. Σαν ανήλικος, δουλεύοντας έξι βράδια έπαιρνε εκατό δολάρια τη βδομάδα. Οι πειρασμοί, όμως, ήταν μεγάλοι. Πρώτα, οι διάφοροι τύποι που τον ζαχάρωναν. Αυτοί του υπόσχονταν όλα τα καλά της ζωής. Ύστερα, ήταν και οι νέοι της ηλικίας του, που αν και δεν είχαν τα δικά του σωματικά... προσόντα, έκαναν φουρτούνες, πουλώντας το κορμί τους.

Ένα βραδινό, λοιπόν, μετά από δυο μήνες δεν πήγε για δουλειά ο Γιαννάκης. Τον είχε σπιτώσει ένας πλούσιος παιδεραστής. Κι άιντε ν’ αφήσει τα παλάτια και τα κότερα, πέφτοντας στο μεροδούλι. Για μερικούς μήνες έκανε καλή ζωή.  Όλοι της πιάτσας τον ζήλευαν. Ήταν τόσο όμορφος, έχοντας πάνω του και κάτι το γυναικείο, χωρίς να ’ναι ομοφυλόφιλος, που μόνο που τον έβλεπαν οι διεστραμμένοι πάθαιναν. Μα ακόμα και οι κοπελιές, κορίτσια ανήλικα του δρόμου δηλαδή, τον κυνηγούσαν. Όταν πήγαινε στα διάφορα σφαιριστήρια, έλεγαν: “Έρχεται, έρχεται, το ομορφόπαιδο, με τα πράσινα μάτια!”

Έλα, όμως, που ο πλούσιος παιδεραστής, που ’θελε, ν’ αλλάζει παρέες, όπως όλοι του σιναφιού του, τον βαρέθηκε. Έτσι, ο Γιαννάκης, άρχισε να κάνει πιάτσα... στο σιντριβάνι του Κινγκς Κρος. Σ’ αυτήν την πλατεία ψώνιζαν οι ανώμαλοι τα παιδιά του δρόμου και οι έκφυλες πλουσιογριές  τα ζιγκολό. Για κάμποσο καιρό έκανε χρυσές δουλειές, πουλώντας το κορμί του. Δεν άργησε, όμως, να ’ρθει ο ξεπεσμός  και τα ψυχοπλακώματα. Αργότερα έγινε και πορτοφολάς.

 

****

 

Στο Κινγκς Κρος γυρόφερνε για χρόνια ένας νοτιοαμερικάνος. Με το Κάρλος Λόπες, που ’ταν το πραγματικό του όνομα, δούλευε στα τρένα, έχοντας το σπίτι και τ’ αυτοκίνητό του. Στους ανθρώπους, όμως, του υπόκοσμου, παρουσιαζόταν σαν Όσκαρ Σάνζιες, παριστάνοντας και το χαζό για να μην τον ενοχλεί, ή καταδέχεται κανείς. Ο Κάρλος ήταν και πορτοφολάς. Τον χτύπησε, όμως, το πάρκινσον, μάλλον λαφριάς μορφής. Βέβαια, τη δουλειά του δεν την άφησε. Πώς, όμως, θα ξάφριζε πορτοφόλια, με τα τρεμουλιάσματα που ’χε;  Όταν γνωρίστηκε με τον Γιαννάκη ήταν τριάντα χρονών, και βάλθηκε να τον κάνει πορτοφολά και συνεργάτη, νομίζοντας πως ο Γιαννάκης, που ’ταν τότε δέκα εφτά χρόνών, ήταν ο κλασικός τύπος του πορτοφολά, κυρίως γιατί τα δάχτυλά του ήταν μακριά και λεπτά και γιατί είχε καλά νεύρα.

Ο Κάρλος, τον έκανε ξεφτέρι και κάνοντάς του τις πλάτες ξάφριζαν μαζί τα πορτοφόλια. Με το που βουτούσε το πορτοφόλι, ο Γιαννάκης, το πάσερνε στον Κάρλος. Έτσι, ακόμα κι αν καταλάβαινε κάτι το θύμα, κι έμπαινε στη μέση και η αστυνομία, δε θα ’βρισκε τίποτε, αφού το πορτοφόλι θα έκανε φτερά. Η συνεργασία τους κράτησε κάπου τρία χρόνια, μέχρι που το πάρκινσον, του Κάρλος, χειροτέρεψε και παίρνοντας σύνταξη αναπηρίας, πήγε στην πατρίδα του.

Για τον Κάρλος τα κλεψιμαίικα έπιαναν τόπο. Όταν έκαναν γερές μπάζες, όλα απ’ το μερτικό του τα έστελνε κρυφά στην πατρίδα του, γιατί σε μια ώρα ανάγκης δε θα μπορούσε, με το μιστό του, να δικαιολογήσει στην εφορία, μα και στην αστυνομία, τόσα λεφτά. Ο Γιαννάκης, όμως, το πήγαινε μεροδούλι – μεροφάγι. Είχε μπλέξει με κάτι περιθωριακούς τύπους μεγαλύτερους απ’ αυτόν, που ’ταν χαρτοκλέφτες και του τα ’παιρναν όλα. Δεν πέρασε καιρός κι άρχισε να ρουφάει και κοκαΐνη.

 

****

 

Πάνω στις απενταρίες του Γιαννάκη πάτησε ο Κέρυ, που του συστήθηκε με τ’ όνομα Μαξ. Αυτός τον έβαλε στο οργανωμένο έγκλημα, αφού πρώτα τον έκανε ναρκομανή. Κι ο Κέρυ ξεκίνησε από παιδί του δρόμου, στη Νέα Ζηλανδία. Επειδή, όμως, είχε προσόντα... – έγινε ντιπ πωρωμένος – έγινε στέλεχος του οργανωμένου εγκλήματος. Πότε δούλευε στη Νέα Ζηλανδία και πότε στην Αυστραλία, στρατολογώντας νέους για την οργάνωση. Πρώτος στη λίστα του, ανάμεσα απ’ τους νέους, που κυκλοφορούσαν στο Κινγκς Κρος, ήταν ο Γιαννάκης. Πρώτα γιατί είχε καθαρό ποινικό μητρώο, κι έπειτα γιατί είχε εμφάνιση και τρόπους.

- Ρε, Ομορφόπαιδο κάτσε να πιούμε έναν καφέ, του ’λεγε ο Κέρυ, όταν τον έβλεπε να βολοδέρνεται, απ’ εδώ κι απ’ εκεί, χωρίς δεκάρα στην τσέπη.

Ο Κέρυ, όμως, μαζί με τον καφέ, του ’δινε και κάνα στριφτό τσιγάρο, βάζοντας μες στον καπνό και μια μικρή ποσότητα χασίς. Βέβαια, δε γίνεται κανείς χασικλής, αν δεν ξέρει πως αυτό που καπνίζει είναι χασίς. Ο Κέρυ, όμως, που όλα αυτά τα ’παιζε στα δάχτυλα, βάζοντας όλο και περισσότερο χασίς στα τσιγάρα, τα κατάφερε και τον έκανε χασικλή. Για τους μαφιόζους, όμως, αυτό δε φτάνει. Υπάρχουν χασικλήδες που μπορούν να μη μαστουρώσουν για κάποιο διάστημα, ή ακόμα και να σταματήσουν εντελώς την πρέζα. Με τα “σκληρά” ναρκωτικά, όμως, διαφέρει το πράγμα. Δεν υπάρχει, δηλαδή, ναρκομανής που να μπορέσει από μόνος του να σταματήσει το χτύπημα της ένεσης. Με διάφορα, λοιπόν, κόλπα ο Κέρυ, κατάφερε να μυήσει τον Γιαννάκη στον μαγικό... πια κόσμο της κοκαΐνης. Οι μαφιόζοι προτιμούσαν αυτούς που ρουφούσαν την κοκαΐνη απ’ τη μύτη, για να μην υπάρχουν σημάδια απ’ τις ενέσεις στα χέρια. Έτσι έβαλε στο χέρι τον Γιαννάκη τ’ οργανωμένο έγκλημα. Πως τα κατάφερε, ο Κέρυ και τον έσπρωξε στην κοκαΐνη; Αυτό είναι εύκολο. Συμβαίνει μ’ όλους τους ναρκομανείς. Όταν, δηλαδή, δεν έχουν το “δικό” τους ναρκωτικό και υποφέρουν, έχοντας τρομερούς πόνους, βολεύονται με οτιδήποτε άλλο.

Στην αρχή, λοιπόν, ο Γιαννάκης, έκανε τον τσιχλοκολλητή. Στην Αυστραλία οι ναρκομανείς δεν διώκονταν. Αρκεί να μην είχες παραπάνω από δυο δόσεις, ας πούμε, κάποιου ναρκωτικού πάνω σου και περνιόσουν σα χρήστης. Πάνω σ’ αυτό πατούσε το οργανωμένο έγκλημα προωθώντας τα ναρκωτικά, σε μικρές ποσότητες βέβαια, χωρίς κανένα πρόβλημα.

Βρισκόταν, λοιπόν, μέσα σε μια καφετερία, του Κρος, ο Γιαννάκης, έχοντας τη νόμιμη... ποσότητα του ναρκωτικού. Το παζάρι με τον πελάτη το ’καναν άλλοι, όξω απ’ την καφετερία, κάνοντας νόημα και στον Γιαννάκη.

- Θα πας μέσα και μόλις σηκωθεί ο δικός μας θα κάτσεις για καφέ. Το φακελάκι, με το πράμα, είναι κολλημένο με τσίχλα, κάτω απ’ το τραπέζι, έλεγαν στους πελάτες.

Ο Γιαννάκης, αφού κολλούσε το φάκελο, κάτω απ’ το τραπέζι, έβγαινε απ’ την καφετερία για νέες προμήθειες. Αυτός ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για τους μαφιόζους, και για χρόνια κολλούσε... τσίχλες... κάτω απ’ τα τραπέζια ο Γιαννάκης.

 

****

 

Μια φορά η αστυνομία τσίμπησε τον Γιαννάκη.  Ήταν τότε είκοσι δυο χρονών κι έκανε το “βαποράκι”, πηγαίνοντας ναρκωτικά στην επαρχία. Έτσι βρέθηκε στις φυλακές. Εκεί μαρτύρησε. Όπως ήταν νέος, ασπρόπετσος, στρουμπουλός και με παιδικό πρόσωπο, τον ξεπάτωσαν... οι βαρυποινίτες συγκρατούμενοί του. Οι βιασμοί των νέων στις φυλακές έδιναν κι έπαιρναν.., και μόνον οι αρμόδιες αρχές, όπως πάντοτε, δεν είχαν ιδέα. Αυτό τραβούσε για κάπου δυο χρόνια, μέχρι που ο Γιαννάκης, σχεδόν παραφρόνησε.

Με το που βγήκε απ’ τη φυλακή ξέκοψε κι απ’ τους μαφιόζους, ή μάλλον οι ίδιοι τον έκαναν πέρα. Πρώτα γιατί τον ήξερε πια η αστυνομία κι έπειτα γιατί είχε τα χάλια του. Ούτε βέβαια και για ζιγκολό έκανε πια. Έτσι, έγινε πορτιέρης στα στριπτητζάδικα του Κινγκς Κρος, δουλεύοντας με ποσοστά. Δεκάρες, όμως, έκανε. Αυτή η δουλειά θέλει καπατσοσύνη, χαμόγελα και γαλιφιές  κι αυτός είχε τα χάλια του. Η δειλία και η ντροπή που του φόρτωσε το μαστούρωμα και το πέρασμά του απ’ τη φυλακή, τον έκαναν να σου μιλάει, κοιτάζοντας τα παπούτσια σου. Ήταν και οι σακούλες κάτω απ’ τα μάτια του απ’ την κακή διατροφή και τις κακουχίες. Κοντολογίς τίποτε δεν είχε μείνει απ’ το Ομορφόπαιδο, με το αφράτο και βελουδένιο δέρμα και τα πράσινα μυγδαλάτα μάτια. Το μόνο που του είχε μείνει ήταν... τα πορτοφόλια... και καμιά μικροδιάρρηξη.  Στο μεταξύ ο πατριός του είχε πεθάνει και η μάνα του, συνταξιούχα πια, έμενε σε κρατικό σπίτι. Τα ’φτιαξε, μαζί της, ο Γιαννάκης, και κάθε βδομάδα πήγαινε και την έβλεπε, για να λούζεται και ν’ αλλάζει και ρούχα.

 

****

 

Ο Στάθης δεν ήθελε νταλαβέρια με τους περιθωριακούς τύπους του Κινγκς Κρος. Ήξερε το τι γινόταν με τους αστυνομικούς. Πολλοί απ’ αυτούς, παρουσιάζονταν ακόμα και σα ναρκομανείς, με βρώμικα ρούχα, αξύριστοι και με μακριά μαλλιά. Έτσι, με τη βοήθεια και των χαφιέδων, ήξεραν μέσες άκρες, το τι γινόταν στην πιάτσα.

Ένα βραδινό, λοιπόν, μπήκε στην κουζίνα του μαγαζιού, ο Γιαννάκης, μ’ ένα πακέτο στο χέρι. Ο Στάθης αμέσως τον έβγαλε έξω.

- Ρε, Γιαννάκη, σου το έχω πει τόσες φορές πως δε θέλω να μπαίνεις μες στο μαγαζί. Θα με βάλεις σε μπελάδες. Να σου δώσω κάτι να φας και δρόμο.

- Όχι, ρε Στηβ, δε θέλω φαγί. Έσπασα ένα ρολογάδικο κι έχω τριάντα ρολόγια, του ’πε ο Γιαννάκης, που μαζί μ’ έναν επαγγελματία διαρρήκτη, είχαν χτυπήσει ένα μικρό κοσμηματοπωλείο. Ο άλλος κράτησε τα κοσμήματα που πουλιούνται πιο εύκολα, αφήνοντας σ’ αυτόν τα ρολόγια.

Κουβεντιάζοντας ο Στάθης με τον Γιαννάκη, μπήκε στο μαγαζί ο Γκλέν, ο εφημεριδοπώλης, που ’ταν χαφιές της αστυνομίας. Το εφημεριδοπωλείο  του  ήταν δίπλα στο μαγαζί και βλέποντας τον Γιαννάκη με το πακέτο στα χέρια κάτι κατάλαβε. Μπήκε, λοιπόν, στο μαγαζί και του ’πε: 

- Έχεις τίποτε που ν’ αξίζει, Ομορφόπαιδο;

- Κάτι ρολόγια. Θέλεις να τα δεις;

- Δε μ’ ενδιαφέρουν. Αν πέσουν στα χέρια σου τσιγάρα, το ξέρεις το μαγαζί, είπε ο Γκλεν και έφυγε, πηγαίνοντας στο τηλέφωνο.

Κανένας στο Κινγκς Κρος – ούτε και οι αστυνομικοί της περιοχής - δεν ήξερε πως ο Γκλεν ήταν για χρόνια χαφιές της αστυνομίας. Μα αν το ’ξεραν οι μαφιόζοι, θα τον ξεπάστρευαν. Κάτι που έγινε μετά από μερικά χρόνια, όταν πια τον είχαν πάρει χαμπάρι. Ο Γκλεν είχε τον κωδικό του αριθμό και με το που έπαιρνε κάτι το μάτι του, τηλεφωνούσε στην ειδική υπηρεσία της αστυνομίας. Έτσι τον άφηνε η αστυνομία να κάνει τις δικές του κομπίνες, αγοράζοντας κλεμμένα τσιγάρα, τηλεοράσεις, κοσμήματα και βάλε, χωρίς να υπολογίζει κανέναν. Το μόνο που ήξεραν οι αστυνομικοί της περιοχής ήταν πως ο Γκλεν είχε προστάτη κάποιον μεγαλόβαθμο αστυνομικό.

- Γιαννάκη, να τα πετάξεις όλα στα σκουπίδια! Πάλι στη φυλακή θα πας, του είπε ο Στάθης.

- Χε, χε, χε... Και τι μ’ αυτό; Είμαι πια γνωστός πρεζάκιας. Θα με βάλουν στο νοσοκομείο των φυλακών. Εκεί έχει καλό φαί και τσάμπα πράμα.

- Ας είναι κι έτσι. Τώρα δρόμο. Εγώ δεν αγοράζω κλεμμένα.

- Κοστίζουν τρία χιλιάρικα. Εσύ με πεντακόσια δολάρια τα ’χεις.

- Σου είπα πως δεν τα θέλω.

- Τότε δώσε μου εκατό δολάρια, κι αύριο θα πάρεις διακόσα. Τα χρειάζομαι για τη δόση μου. Ρε Στηβ, κράτησε τα ρολόγια, αν δε μου έχεις εμπιστοσύνη.

- Βρες κανέναν άλλον.

- Δεν μπορώ να κυκλοφορήσω στους δρόμους, με το πακέτο. Με ξέρουν οι μπάτσοι και μου ψάχνουν ακόμα και τις κάλτσες.

- Χε, χε, χε... Μα γι’ αυτό δε θέλω τέτοιες παρτίδες μαζί σου.  Για να μην ψάχνουν κι εμένα. Μπήκες; Χε, χε, χε... Κλείνω είκοσι χρόνια στο Κινγκς Κρος και ούτε που ξέρω πως είναι, από μέσα, τ’ αστυνομικό τμήμα.

- Ο Κώστας πού είναι;

- Κοιμάται, στο γραφείο.

- Σε παρακαλώ, μπορείς να τον ξυπνήσεις;

- Αυτό γίνεται.

Ο Κώστας, ξέροντας τα ζόρια του Γιαννάκη, έκανε πως δεν ήθελε τα ρολόγια. Προτού, όμως, αρχίσουν τα παζάρια, μπήκε στη μέση, ο Στάθης.

- Γιαννάκη, πήγαινε, για λίγο, εκεί δα στα μπιλιάρδα και θα σε φωνάξω. Θέλω να μιλήσω στον κουμπάρο μου. Με το φευγιό του Γιαννάκη, είπε ο Στάθης στον Κώστα.

- Κουμπάρε κάτσε στ’ αυγά σου... Δεύτερη αναστολή δεν υπάρχει. Ύστερα, δεν έχεις ανάγκη από λεφτά. Έχεις και μάλιστα μπόλικα, βλογημένε.

- Κοίτα ρε έναν τύπο... Ξέρεις άνθρωπο που να του δίνουν λεφτά και να μην τα παίρνει;

- Κι αν σε τσιμπήσουν; Κι αν πας φυλακή;

- Σαχλαμάρες... Απ’ αυτά θα βγάλω τουλάχιστο δυο χιλιάρικα. Χε, χε, χε.... Εσύ, κουμπάρε, με τα μυαλά που σέρνεις ποτέ δε θα σηκώσεις κεφάλι.

- Είμαι ευχαριστημένος μ’ αυτό που είμαι. Προσέχω τον εαυτούλη μου και τίποτ’ άλλο.

- Πάρτο χαμπάρι, ρε Στάθη, πως και το εμπόριο είναι νόμιμο κλέψιμο.

- Χε, χε, χε... Μ’ αφού είναι νόμιμο..., δεν έχει θείο τον εισαγγελέα. Ρε, φαταούλα, αποκλείεται να τον έστειλαν  οι μπασκίνες, αφού τον έχουν στο χέρι;

- Ουφ! Την καταστροφή φέρνεις. Και γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο;

- Μα πρωτάρης είσαι; Γιατί, έτσι γραπώνουν, οι τίμιοι βέβαια αστυνομικοί, τους κλεπταποδόχους σαν την αφεντιά σου. Ή για να τα κονομήσουν οι διεφθαρμένοι αστυνομικοί.

- Χε, χε, χε... Μυστήριο κάρο είσαι. Ρε, αν το ρίχναμε στις υποθέσεις, δε θα βγαίναμε απ’ τα σπίτια μας. Θα σκεφτόμασταν: “Κι αν πέσει κάνα κεραμίδι... και μου σπάσει το κεφάλι;”

- Βλογημένε, άλλο είναι να πέσει το κεραμίδι, από μόνο του... κι άλλο να το τραβήξει κανείς με σπάγκο... Αυτό κάνεις εσύ.

Στο τέλος, ο Κώστας πήρε τα ρολόγια με τρακόσα δολάρια, τζάμπα δηλαδή. Δεν πρόλαβε, όμως, να βγει ο Γιαννάκης και μπούκαραν στο μαγαζί δυο ντερέκια αστυνομικοί, με πολιτικά. Είχε δουλέψει το τηλεφώνημα του Γκλεν. Οι αστυνομικοί, βέβαια, βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν χαρτζιλίκι. Γι’ αυτούς ήταν καθαρή βλακεία να είσαι αστυνομικός στο Κινγκς Κρος και να περιορίζεσαι μόνο στο μιστό σου. Βέβαια, πρώτα πήραν τα ρολόγια, απ’ τον Κώστα, και τα τρακόσα δολάρια απ’ τον Γιαννάκη. Στη συνέχεια το ξεκαθάρισαν του Κώστα χωρίς πολλές κουβέντες. Πως αν, δηλαδή, δεν τους έδινε πέντε χιλιάδες δολάρια θα τον πήγαιναν στο δικαστήριο. Τα λεφτά ήταν πολλά, αφού με τριάντα χιλιάδες δολάρια αγόραζες σπίτι. Αυτοί, όμως, ήξεραν τι έκαναν. Ο Κώστας δεν είχε άλλη επιλογή. Πριν από έξι μήνες είχε καταδικαστεί, πάλι για κλεπταποδοχή, τέσσερις μήνες, με δυο χρόνια αναστολή. Ε.., είχε πέσει σ’ αστυνομικούς που δε λαδώνονταν. Τούτη τη φορά, όμως, θα πήγαινε στη φυλακή. Δεύτερη αναστολή δεν υπήρχε. Ο Κώστας, συμφώνησε. Έτσι τη σκαπουλάρισε κι ο Γιαννάκης. Μα αν έδιναν συνέχεια στο θέμα, οι αστυνομικοί, θα έχαναν όχι μόνο τα πέντε χιλιάρικα, αλλά και τα ρολόγια, μαζί και τα τρακόσα δολάρια.

 

****

 

Ο Γιαννάκης την είχε πιο άσκημα απ’ όλους. Πώς θα έπαιρνε τη δόση του; Βγαίνοντας, όμως, απ’ το μαγαζί γυάλισε το μάτι του, βλέποντας κόσμο μπροστά σ’ ένα σουπερμάρκετ. Εκεί έκανε τα νούμερά του ένας υπαίθριος αθλητής. Οι περαστικοί είχαν στριμωχτεί για να κάνουν χάζι. Εκεί πήγε κι αυτός για να σουφρώσει κάνα πορτοφόλι. Πηγαίνοντας πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη μεριά, βρήκε ένα βολικό θύμα. Ήταν ένας τριαντάρης και  γεροδεμένος άντρας, αλλά στουπί στο μεθύσι. Ίσα που στεκόταν στα πόδια του. Το πορτοφόλι το ’χε στην κωλότσεπη. Το μήλο ήρθε κι ωρίμασε. Ο τύπος παρόλα τα σπρωξίματα και τις χειρονομίες του Γιαννάκη, δεν έπαιρνε χαμπάρι. Με τα πολλά, το πορτοφόλι βρέθηκε στα χέρια του Γιαννάκη, που το ’χωσε  στον κόρφο του. Πάνω στην αγωνία του, όμως, δεν πρόσεξε πως ένας αστυνομικός, με πολιτικά, τον παρακολουθούσε. Τον έπιασε, λοιπόν,  απ’ τα χέρια και του ’πε:

- Φρόνιμα... Είμαι αστυνομικός.

Ο Γιαννάκης πανικοβλήθηκε. Έφερε στο νου του τη φυλακή μα και την κοκαΐνη που του ’λειπε βασανιστικά. Έβαλε, λοιπόν, τα δυνατά του και μουγκρίζοντας σαν το περικυκλωμένο αγρίμι, ξέφυγε απ’ το πιάσιμο του άλλου και το ’βαλε στα πόδια. Βλέποντας, όμως, πως δε θα μπορούσε να πάει μακριά, απ’ την εξάντληση που ’χε, κι επειδή ο αστυνομικός εξακολουθούσε να τον κυνηγάει, πέταξε το πορτοφόλι κατά γης κι έκανε να περάσει στην άλλη μεριά του δρόμου. Το λάδι του, όμως, είχε τελειώσει. Ένα φορτηγό που περνούσε εκείνη τη στιγμή, τον παράσυρε και τον τσαλαπάτησε σχεδόν μ’ όλες τις ρόδες του.

Ο Γιαννάκης δεν πρόλαβε ούτε ένα κιχ να βγάλει. Αυτό ήταν το τέλος του παιδιού με τη μόνιμη θλίψη, που τόνιζε την ομορφιά του: του Ομορφόπαιδου, του Κινγκς Κρος. Για κάμποση ώρα είχε κλείσει ο δρόμος, απ’ τους ανθρώπους της πιάτσας και τους περαστικούς. Όσοι βέβαια τον ήξεραν έλεγαν μονολογώντας:

- Πούουρ Τζων... (Φτωχέ Γιάννη...). Πούουρ θίνγκ... (Κακομοίρη).

Τις ίδιες μουντές σκέψεις έκανε κι ο αστυνομικός, που τον κυνηγούσε, βλέποντας πως το πορτοφόλι, είχε μέσα μόνο ένα δολάριο. Μαζί με τους άλλους ήταν κι ο Στάθης. Στα γρήγορα έφερε μπρος στα μάτια του νου τη ζωή του Γιαννάκη. Πώς στα δεκαπέντε του εμφανίστηκε στη αμαρτωλή συνοικία, εκείνο το μικρόσωμο, συμπαθητικό και πάντοτε μελαγχολικό παιδί, με το κοριτσίστικο πρόσωπο. Θυμήθηκε αυτά που του ’χε πει ο Γιαννάκης για τον πατριό του. Για το πώς άρχισε και πού έφτασε, ή μάλλον πού τον πήγε τ’ οργανωμένο έγκλημα. Για τη μάνα του που τον περίμενε κάθε βδομάδα στο σπίτι για να τον πλύνει και να του φορέσει καθαρά ρούχα, και που όταν δεν πήγαινε στη μέρα του, ερχόταν στο Κινγκς Κρος και τον έψαχνε.

Αυτά σκεφτόταν ο Στάθης και τον έπιασε ένα γλυκό βούρκωμα, που το χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή, γιατί του ’ρχόταν να βάλει τις φωνές, να σκίσει τα ρούχα του. Ναι, ευτυχώς που ’χε πάνω του αυτά τα βουρκώματα που κάπως τον καλμάριζαν, σε τέτοιες περιπτώσεις. Κι ευτυχώς που την είχε φαει τη ζωή με το κουτάλι και πάντοτε χτυπούσε το γαϊδούρι αντί το σαμάρι. Μόνο που δάγκωσε το κάτω χείλος του, μέχρι που ’βγαλε αίμα και πήγε στο μαγαζί για τη δεκάωρη βραδινή βάρδιά του, σιγανομουρμουρίζοντας:

 

Κατάρα στην κοινωνία, που το ρίχνει στους αφορισμούς,

κλείνοντας τα μάτια μπροστά στην αλήθεια.

Κατάρα στην κοινωνία, που δυναμώνει σε βάρος της ευτυχίας των νέων.

 

Τα οδοιπορικά του Γιώργου Μακρίδη


Τα οδοιπορικά

 

“Αν με ρωτούσαν τι θα ’θελα πιο πολύ,

θ’ αποκρινόμουν: να ’μουν πιο φτωχός

κι απ’ το φτωχότερο ζητιάνο”.

 

Λέον Τολστόι, “Πόλεμος και Ειρήνη”

 

    

Όταν πήγα στο νυχτερινό γυμνάσιο είχα τα χρονάκια μου και μάλλον από ντροπή το έκρυβα. Μόνον οι δικοί μου το ήξεραν. Έτσι μας είχαν μάθει: να ζούμε για τους άλλους. Τα νυχτερινά βέβαια δεν ήταν της προκοπής. Πάντως, κουτσά στραβά, κάναμε τα ίδια μαθήματα με τα ημερήσια, και για να προλάβουμε – σαχλαμάρες δηλαδή – αντί για έξι χρόνια παίρναμε τ’ απολυτήριο στα εφτά. Θέλω να πω πως αφού η “διδακτέα ύλη” ήταν ίδια μπορούσε κανείς διαβάζοντας να καλύψει τη διαφορά που υπήρχε με τα ημερήσια γυμνάσια.

Τις δυο τάξεις, στο νυχτερινό, λοιπόν, τις είχα βγάλει δουλεύοντας στις οικοδομές. Το φορτίο, όμως, ήταν βαρύ. Όχι τόσο για την κούραση, ή τα μαθήματα, αλλά περισσότερο για τον ύπνο. Δεν κοιμόμουν παραπάνω από τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, τις έξι εργάσιμες μέρες. Τις Κυριακάδες; Δεν σηκωνόμουν απ’ το κρεβάτι, για να χορτάσω ύπνο.

Εγώ δε πήγα στο νυχτερινό για τ’ απολυτήριο, αλλά για να μάθω κάτι. Κι αυτό δε θα μπορούσε να γίνει με τα βιβλία  – εκτρώματα - που μας έδινε το υπουργείο, παρά μόνο με τα εξωσχολικά. Πήγα, λοιπόν, στο Μοναστηράκι και ψάξε απ’ εδώ ψάξε απ’ εκεί, στα παλαιοπωλεία, βρήκα τα βιβλία που ήθελα κι έπεσα στα διαβάσματα. Διάβαζα ακόμα και στο γιαπί κουβαλώντας τον τενεκέ. Πώς γινόταν αυτό; Ε, πήγαινα στο σπίτι κατά τις έντεκα και κάτι το βράδυ και διάβαζα μέχρι τις δυο, κρατώντας και σημειώσεις. Ε..., έχοντας στις τσέπες μου, την ώρα που δούλευα, αυτές τις σημειώσεις “διάβαζα”... Μάλιστα, για να μη νομίζουν, οι άλλοι πως παραμιλούσα, τα ’λεγα τραγουδώντας. Με το σκοπό, ας πούμε: “Ψωμί, τυρί ελιές, σαρδέλες αλμυρές κτλ, κτλ”, μάθαινα  τη γραμματική: “Λέλυκα, λέλυκες, λέλυκε”, και σκατά... Με το “διάβασμα” της ιστορίας, πάλι, ή της γεωγραφίας, μου ταίριαζαν οι αμανέδες. Έτσι όπως αργούσε το “τραγούδι” μπορούσα να θυμάμαι ονόματα, χρονολογίες και περιστατικά.

Ναι, εγώ το έκρυβα το νυχτερινό. Έλα, όμως, που ο κυρ Βαγγέλης το ’μαθε (Κάθε φορά που τον φέρνω στο νου βουρκώνω...). Ήταν συνταξιούχος μαθηματικός και γείτονάς μου. Ήταν καθηγητής σε γυμνάσιο στο Βύρωνα. Μετά τον Εμφύλιο, όμως, ζητούσαν απ’ τους δημόσιους υπαλλήλους, δικαστικούς, διπλωμάτες και βάλε, να υπογράψουν δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού. Ο κυρ Βαγγέλης δεν το ’κανε κι έχασε τη δουλειά του. Όταν, λοιπόν, έμαθε για το νυχτερινό από ένα φίλο του φυσικό που τον είχα καθηγητή, με πήρε στο σπίτι του και μου ’πε:

- Πέτρο, γιαπί και νυχτερινό δεν πάνε μαζί. Θα κουραστείς και θα τα παρατήσεις.

- Και τι μπορώ να κάνω κυρ Βαγγέλη;

- Θα σου βρω μια δουλειά κάπως καθαρή και ξεκούραστη.

Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν στο δρόμο, ο κυρ Βαγγέλης (αυτό το λεω κι αλλού,  κάνοντας κι ένα τοσοδούτσικο μνημόσυνο σ’ αυτόν τον Άνθρωπο...).  Για κάπου ένα μήνα τραβιόταν και στο τέλος μου βρήκε μια δουλειά, ταμάμ στα μέτρα μου. Θα ήμουν κλητήρας σε μια πολυεθνική εταιρία φαρμάκων. Βέβαια, το ωράριο ήταν διακεκομμένο: πρωί κι απόγευμα. Έπεσα, όμως, σ’ έναν προσωπάρχη καθαρόψυχο και καλλιεργημένο που μ’ απάλλαξε απ’ τ’ απογεματινά λόγω του σκολειού μου. Θα δούλευα, δηλαδή, κάπου τριάντα έξι ώρες τη βδομάδα, αντί για σαράντα οχτώ.

 

****

 

Όλα καλά μόνο που έμπλεξα μ’ έναν κομπλεξικό και δυστυχισμένο, θα ’λεγα, προϊστάμενο, το Σωτήρη Μακρή. Έκλεινε εικοσαετία στην εταιρία – ήταν ο αρχαιότερος – αλλά δεν μπόρεσε να πάρει μεγάλο πόστο, λόγω προσόντων. Ήμασταν, τέσσερις κλητήρες κι αυτός ήταν ο αρχικλητήρας. Είχε φτάσει μέχρι την τρίτη γυμνασίου και τα παράτησε. Αργότερα, βέβαια, αγόρασε... ένα απολυτήριο γυμνασίου. Ήταν ένα γυμνάσιο στην Καλλιθέα, κοντά στο σπίτι μου, που πουλούσε απολυτήρια. Μάλιστα γνώριζα και την ιδιοκτήτρια. Ήταν μια φιλόλογος, που τα ’χε πατημένα τα ογδόντα. Αρκεί, λοιπόν, να τους έδινες αυτά που ήθελαν και χωρίς καμιά παρουσία, με το πέρασμα του χρόνου σου ’διναν απολυτήριο. Δηλαδή, καθόσουν στο σπίτι σου, ας πούμε κάπου στη Μακεδονία, ή ήσουν δημόσιος υπάλληλος και μετά από μερικά χρόνια έπαιρνες τ’ απολυτήριο. Αυτό το γυμνάσιο το ’ξεραν και οι πέτρες της Ελλάδας.... και μόνο το υπουργείο παιδείας δεν είχε ιδέα.

Λοιπόν, για κάπου πέντε χρόνια που ’μεινα στην εταιρία, ο Μακρής, κυκλοφορούσε με μια άλγεβρα στο χέρι. Προετοιμαζόταν τάχατες για να μπει στο πανεπιστήμιο. Στο τέλος πέρασε από μια σχολή. Η Ανωτάτη Βιομηχανική δημιούργησε ένα Τμήμα Κατάρτισης Στελεχών Εταιριών. Παρακολούθησε κι ο Μακρής για κάνα εξάμηνο μερικά μαθήματα, ή μάλλον σεμινάρια, σ’ αυτό το τμήμα και χωρίς εξετάσεις πήρε το πτυχίο – βεβαίωση. Το κορνιζάρισε και το κρέμασε στο γραφείο του.

Επίσης, μερικές φορές, κρατούσε στο χέρι κάποιο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Και τα πειραχτήρια του ’λεγαν:

- Κύριε Μακρή τον καταλαβαίνετε τον Παπαδιαμάντη;

- Χε, χε, χε... Γιατί να μην τον καταλαβαίνω; Μήπως τα λεει κινέζικα;

- Να.., είναι η γλώσσα του... Μα σχεδόν αρχαία ελληνικά είναι.

- Α, εγώ τον διαβάζω μεταφρασμένο, έλεγε ο Μακρής και του ’δειχνε την τρίτη σελίδα. Δηλαδή εκεί που ’λεγε: “Επιμέλεια Έκδοσης κτλ, κτλ”, μπερδεύοντας ο καψερός τον επιμελητή με τον μεταφραστή.

Μεγάλες πλάκες έκαναν όλοι στον Μακρή, όταν ήθελαν να γελάσουν. Τώρα πώς βρίσκονται άνθρωποι και μάλιστα πολυπτυχιούχοι να κάνουν τέτοιες χαζομάρες και μάλιστα σε βάρος άρρωστων ανθρώπων, είναι άλλο καπέλο. Θ’ αναφερθώ σε μια ακόμα χτυπητή περίπτωση, όχι για να κατηγορήσω τον Μακρή – αλίμονο – αλλά για να δείξω πρώτα το πολιτιστικό επίπεδο μερικών πολυπτυχιούχων, κι έπειτα το τι τράβηξα μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ο Μακρής, λοιπόν, μιλούσε σ’ όλους με το “σας” και με το “σεις”, για να του μιλάνε και οι άλλοι έτσι. Του κόβονταν τα γόνατα όταν τον έλεγες Σωτήρη, ή Σωτηράκη.

Απέναντι, λοιπόν, απ’ το γραφείο του ήταν  μια μεγάλη αίθουσα. Εκεί μαζώνονταν κάθε πρωί οι ιατρικοί επισκέπτες. Ήταν κάπου είκοσι άτομα: γιατροί, φαρμακοποιοί και χημικοί. Ο επικεφαλής τους, ο Νίκος Μαραγκάκης, ήταν γερό πειραχτήρι. Ήταν γιατρός και μάλιστα με διδακτορική διατριβή. Κάθε πρωί, για να γελάσουν έβαζε τις φωνές στον Μακρή, μιλώντας του μάλιστα στα μόρτικα για να τον τσιγκλήσει:

- Τι θα γίνει ρε Σωτηράκη να πούμενε; Την ψυχή μου έχεις βγάλει, μωρ’ αδελφάκι μου. Θα μου δώσεις καμιά φορά τα δείγματα, έλεγε φωνάζοντας για να γελάσουν οι συνάδελφοι και των άλλων γραφείων.

Ποιος είδε Μακρή ζοχαδιασμένο... και δε φοβήθηκε. Πάταγε κι αυτός τις φωνές,  απ’ το γραφείο του, λέγοντας:

- Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας, κύριε Μαραγκάκη. Και ποιος νομίζετε πως είστε; Έχετε το δικό σας το τμήμα κι εγώ το δικό μου. Όσο για την αρχαιότητα..., σας ρίχνω καμιά δεκαριά χρόνια.

- Παράτα μας ρε μάστορα. Ούχου...

Μετά από λίγο ένα άλλο πειραχτήρι, ο Μανόλης Αναστασίου, που κι αυτός ήταν ιατρικός επισκέπτης, αλλά φαρμακοποιός, πήγαινε και χτυπούσε, κάπως δισταχτικά, την ανοιχτή πόρτα του Μακρή και κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, έλεγε;

- Μόλο το σεβασμό που σας έχω κύριε Μακρή, μήπως μπορείτε να με δεχτείτε δι’ ολίγον;

Ο Μακρής πεταγόταν απ’ τη θέση του και δείχνοντάς του την καρέκλα έλεγε:

- Στη διάθεσή σας κύριε Αναστασίου. Παρακαλώ, καθίστε.

Αφού καθόταν ο άλλος, προσεχτικά και σεμνά σα σχολειόπαιδο, του ’λεγε ο Μακρής.

- Σας ακούω. Τι μπορώ να κάνω για σας;

- Ξεύρω πως είσθε απησχολημένος, τρόπον τινά. Λαμβάνω, όμως, το θάρρος να σας παρακαλέσω να μου δώσετε τα δείγματά μου καθ’ ότι θα επισκεφτώ πολλά ιατρεία σήμερον.

- Παρακαλώ. Θα τα έχετε αμέσως. Θα σας τα φέρω εγώ, του ’λεγε ο Μακρής

Ο Αναστασίου, αφού έκανε μια ακόμα υπόκλιση πήγαινε στη μεγάλη αίθουσα. Ο Μακρής πηγαίνοντας στην αποθήκη του πήγαινε τα δείγματα σ ’ένα δίσκο. Μάλιστα, μπαίνοντας στη μεγάλη αίθουσα έλεγε φωναχτά:

- Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Κάποιοι άλλοι – όνομα και μη χωριό - που νομίζουν πως το τμήμα μου είναι ξέφραγο αμπέλι θα περιμένουν για τα δικά τους δείγματα.

- Ουφ. Το ξέρεις πως μας τα ’χεις.., πρήξει; έλεγε ο Μαραγκάκης.

- Χε, χε, χε... Ε, τώρα θα περιμένετε περισσότερο κύριε. Τελευταίος θα τα πάρετε. Χε, χε, χε.., του ’λεγε ο Μακρής.  

Τα ίδια έκαναν κάπου εκατό υπάλληλοι. Όταν, δηλαδή, ήθελαν να γελάσουν δούλευαν τον Μακρή, ζητώντας του τάχατες κάποια συμβουλή, γι’ ασήμαντα πράγματα. Αυτός ξύνοντας το πηγούνι του, αφού σκεφτόταν λες και μελετούσε κάνα θεώρημα του Αϊνστάιν, τους έλυνε.... κάποιο πρόβλημα. Τον δούλευαν ακόμα και οι συνάδελφοι, οι κλητήρες δηλαδή, ζητώντας του τάχατες καμιά συμβουλή. Έλα, όμως, που εγώ δεν μπορούσα να κάνω τέτοια πράγματα και τσαντιζόμουνα μαζί του. Κακώς βέβαια. Ε, δε βρισκόμαστε πάντοτε σε καλή ψυχολογική κατάσταση και πειραζόμαστε ακόμα κι απ’ τα καμώματα αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων.

Πάντως, αφήνοντας στην πάντα τον Μακρή – μα ο άνθρωπος ήταν σχεδόν ψυχασθενής – ήμουν πολύ ευχαριστημένος. Με είχαν κουζουλάνει στις αυξήσεις. Κάθε 3 – 4 μήνες ερχόταν και μία. Μάλιστα, ενώ ο Τάκης, ένας φίλος μου,  είχε πολλά χρόνια στην εταιρία εγώ έφτασα να παίρνω – μιλάω γι’ αργότερα βέβαια – πολύ πιο περισσότερα απ’ αυτόν, κι ας είχε μεγαλοθεσίτη θείο. Οι ίδιοι, μάλιστα, μου ’χαν πει να μην κάνω κουβέντα στον Τάκη, για τις αυξήσεις που μου έδιναν.

- Τα κανόνισα! Κι άλλη αύξηση ήρθε. Για να μην έχει, όμως, γκρίνιες ο θείος του Τάκη με τον αδελφό του, να του λετε, πως παίρνετε, ας πούμε, τρακόσες δραχμές λιγότερα απ’ αυτόν. Αυτός θα παίρνει αυτά που λεει ο νόμος. Μη σας φαίνετε παράξενο. Δε σας κάνουμε καμιά χάρη, μου ’χε πει ο ίδιος ο οικονομικός διευθυντής.

Αυτά μου ’λεγε κάθε φορά που έπαιρνα μια αυξησούλα. Πέρασε καιρός για να καταλάβω πως αλλού το πήγαινε κι αυτός, έχοντας πονηρά στο νου του.

 

****

 

Εγώ τις περισσότερες ώρες της μέρας βρισκόμουν στο δρόμο κάνοντας εξωτερικές δουλειές, κυρίως εισπράξεις. Γι’ αυτό έπαιρνα και κάτι οδοιπορικά, κάπου 250 – 300 δραχμές το μήνα. Άλλοι συνάδελφοι – όλοι τους - που μάλιστα δε δικαιούνταν οδοιπορικά, αφού δεν έκαναν εξωτερικές δουλειές, έγραφαν πάνω σ’ ένα δελτάριο, ας πούμε: “Οδοιπορικά μηνός Ιανουαρίου τόσα”. Εγώ δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, αφού είχα άλλες εντολές. Ύστερα, ήμουν προσεχτικός σ’ όλα μου. Είχα καταλάβει πως ήμουν εντελώς ξεκρέμαστος. Μερικοί υπάλληλοι είχαν το ίδιο επίθετο με τον διευθυντή, άλλοι με τον υποδιευθυντή, ή κάποιον μεγαλοθεσίτη. Επίσης κάπου σαράντα υπάλληλοι είχαν γερό δόντι: προέρχονταν από εκκλησιαστικές οργανώσεις. 

Κάθε πρώτη του μήνα, λοιπόν, μου ’διναν ένα δελτάριο πάνω στο οποίον ήταν τυπωμένες οι εργάσιμες ημέρες. Εγώ όχι μόνο έβαζα το ποσό που ξόδευα, αλλά και το αιτιολογούσα: Πέντε ή δέκα δραχμές για εισιτήρια, ή τριάντα δραχμές για ταξί κτλ. Έλα, όμως, που κάθε μήνα για να πάρω τα δικά μου λεφτά, έπρεπε να παίρνω την υπογραφή του Μακρή, που μου ’βγαζε την ψυχή.

- Τι είναι αυτές οι είκοσι δραχμές κύριε Γεωργιάδη;

- Πήρα ταξί γιατί είχα πολλά λεφτά στην τσάντα. Έτσι δε μου είπατε να κάνω;

- Μα δεν μπορώ να θυμάμαι την κάθε περίπτωση. Σας παρακαλώ όταν το ποσόν υπερβαίνει τις δέκα δραχμές να μ’ ενημερώνετε και θα σας βάζω μια μονογραφή.

Ε, τώρα τι του λες; Παλαβός ξε παλαβός... αμφισβητούσε την τιμιότητά μου για μερικές δεκάρες. Μια δόση πήγα να πάρω την υπογραφή του. Την ώρα της ανάκρισης... χτύπησε το τηλέφωνο. Τον ήθελε ο γενικός διευθυντής. Πηγαίνοντας άφησε πάνω στο γραφείο του το έντυπο με τα δικά του οδοιπορικά, που δεν τα δικαιούταν, αφού δεν έκανε εξωτερικές δουλειές. Παίρνω το έντυπο και τι να δω; Θυμάμαι ακόμα όχι μόνο το μήνα μα και το ποσόν: “Οδοιπορικά μηνός Φεβρουαρίου 4.000 δραχμές”. Δηλαδή, το δικό μου το μηνιάτικο ήταν  1.300 δραχμές... κι αυτός χωρίς λόγο έπαιρνε 4.000 οδοιπορικά..., παριστάνοντας, απ’ την άλλη, τον κέρβερο των οικονομικών της εταιρίας. Τόσο πολύ τσαντίστηκα που βγαίνοντας απ’ το γραφείο του, είπα μέσα μου:

- Ρε ασιχτίρ κι εσείς και τα οδοιπορικά σας. Αν είναι μικρές οι αποστάσεις, θα πηγαίνω με τα πόδια. Μα ούτε και ταξί θα παίρνω. Αν μου βουτήξουν την τσάντα..., θα πω πως μου την πήραν περιμένοντας το ταξί, είπα μέσα μου κάνοντας, καλώς ή κακώς, κομμάτια το δικό μου έντυπο.

Μάλιστα είχα σκεφτεί και κάτι άλλο, φοβούμενος πως δε θα με πίστευαν αν μου βουτούσαν την τσάντα, με τόσα λεφτά. Είπα να βάλω μια αλυσίδα, απ’ το χερούλι της τσάντας μέχρι τον χέρι μου. Αυτά, δηλαδή, που έβλεπα στο σινεμά. Τα πράγματα, όμως, ήρθαν έτσι που δεν πρόλαβα να βάλω την αλυσίδα στη δούλεψη.     

Λοιπόν, για δυο μήνες δεν έπαιρνα οδοιπορικά και καθόλου δε με πείραζε. Παρατήρησα, όμως, πως ο Μακρής μου κρυφοχαμογελούσε κάπως ειρωνικά, όταν οι άλλοι κλητήρες του ζητούσαν την υπογραφή, ενώ εγώ έμενα στην πάντα. Πέρασαν μήνες για να καταλάβω αυτό το χαμόγελό του. Στα μέσα του τρίτου μήνα με φώναξε στο γραφείο του ο αρχιλογιστής, o Δημήτρης Αναστασίου, που τον λέγαμε: “Κύριε Διευθυντά”. Ήταν γύρω στα πενήντα. Προερχόταν από μια γνωστή εκκλησιαστική οργάνωση. Το γραφείο του ήταν γιομάτο από παράσημα, εθνικά και πατριαρχικά. Επίσης, είχε στους τοίχους και πολλές φωτογραφίες, απ’ τα διάφορα στάδια της ζωής του: απ’ την εποχή που ’ταν ακόμα λυκόπουλο, στη συνέχεια πρόσκοπος κι αργότερα έφορος και βάλε. Μόλις μπήκα στο γραφείο του τον βρήκα όρθιο, μπροστά στο μεγάλο παράθυρο, που ’βλεπε σε μεγάλο εμπορικό δρόμο.

- Ελάτε να σας δείξω το μαγαζί στο οποίον ήμουν χαμάλης για τέσσερα χρόνια, μου ’πε δείχνοντάς μου ένα μεγάλο εμπορικό, ξεχνώντας πως αυτό μου το ’χε πει ένα σωρό φορές.

Κι αυτό με το μαγαζί ήταν μες στα κόλπα του. Στη συνέχεια κάπως με μάλωσε, λέγοντάς μου:

- Μα τι πράγματα είναι αυτά, κύριε. Γεωργιάδη;  Δεν πήρατε οδοιπορικά για δυο μήνες.

Εγώ τα ’χασα και ξαφνιάστηκα μα και συγκινήθηκα. Ένα σωρό πράγματα ήρθαν στο νου μου. Πως δηλαδή, αυτός ο άνθρωπος με τέτοια θέση κι ευθύνες ενδιαφέρθηκε για τις δικές μου δεκάρες.

- Μα... δεν είναι.... τίποτε..., κύριε Διευθυντά, κατάφερα να του πω.

- Μα τι λετε τώρα; Λες κι έχετε σπουδαίο μισθό. Ξέρω τι συμβαίνει. Ο Σωτήρης είναι καλός, αλλά γκρινιάρης και σχολαστικός. Ε, λοιπόν, απ’ εδώ και πέρα δε θα χρειάζεστε την υπογραφή του. Κάθε πρώτη του μήνα θα έρχεστε σε μένα. Α, με την ευκαιρία να πάρετε τους τρεις μήνες. Χε, χε, χε... Και τι πειράζει που βρισκόμαστε στα μέσα του τρίτου μήνα; (Κι αυτό ήταν μες στα κόλπα του: να μου δώσει τα οδοιπορικά πριν να βγει ο τρίτος μήνας. Χε, χε, χε... Μα πως γίνεται να παίρνεις το παραδάκι, προτού να οδοιπορήσεις;)

Αυτά μου ’πε και έβαλε μπροστά μου το έντυπο. Αυτός το είχε υπογράψει κι έπρεπε να το υπογράψω κι εγώ. Ακόμα θυμάμαι τους μήνες και το ποσόν: “Οδοιπορικά Φεβρουαρίου, Μαρτίου κι Απριλίου, 4.800 δραχμές”. Κι άλλη κεραμίδα μου ’ρθε κατακέφαλα. Δηλαδή, εγώ έπαιρνα 1.300 δραχμές το μήνα κι αυτός μου ’δινε 1.600 το μήνα για οδοιπορικά που δεν ξεπερνούσαν  τις 300 δραχμές.... Αυτός καταλαβαίνοντας τη σαστιμάρα μου μου ’πε:

- Μην εντυπωσιάζεστε απ’ το ποσόν. Δεκάρες είναι. Όταν βγαίνετε έξω χαλνάτε τα ρούχα μα και τα παπούτσια σας. Επίσης, περιμένοντας για ώρες στα υπουργεία, νοσοκομεία κτλ, όλο και κάτι θα φάτε ή θα πιείτε.

Καλά – καλά δεν τον ευχαρίστησα. Άλλα είχα στο νου μου: τα δέκα χιλιάρικα που χρωστούσα σ’ ένα τοκογλύφο. Τα ’χα πάρει με 50% τόκο και για τρία χρόνια του ’δινα μόνο τους τόκους: πέντε χιλιάδες. Το κεφάλαιο, όμως, έμενε.

Πήγα, λοιπόν, στον ταμία και πήρα τα λεφτά. Δε μου άρεσε, όμως, το κρυφοειρωνικό  χαμόγελο του, που δε διέφερε απ’ τ’ άλλο του Μακρή. Πέρασαν μήνες για να το καταλάβω κι αυτό. Την ίδια μέρα, βάζοντας ακόμα διακόσες δραχμές, πήγα στον τοκογλύφο, κατεβάζοντας το χρέος μου στα μισά: στα πέντε χιλιάρικα. Συγκινήσεις, βέβαια, είχα απανωτές. Κάθε φορά, που έφερνα στο νου τον αρχιλογιστή, σχεδόν ηδονιζόμουν.

- Μην τα βάζεις συνέχεια με τους άλλους. Υπάρχουν και οάσεις ανθρωπιάς. Απ’ αυτές να πιαστείς. Ναι, η ζωή θα προχωρήσει μ’ ανθρώπους σαν τον Αναστασίου! έλεγα και ξανάλεγα μέσα μου.

 

****

 

Ο Σωτήρης Μακρής, δε γκρίνιαζε, όμως, μόνο για τα οδοιπορικά όλων μας, αλλά και για τη γραφική ύλη. Κάθε μήνα μας έρχονταν ολάκερα κιβώτια. Εγώ τ’ άδειαζα και γιόμιζα ένα πελώριο εντοιχισμένο ντουλάπι με ακριβά στυλό και ανταλλακτικά, μελάνια, ντοσιέ κι όλα αυτά, επιτέλους, που χρησιμοποιούν οι υπάλληλοι των γραφείων. Σήμερα, όμως, γιόμιζα την ντουλάπα... και την επομένη ήταν άδεια. Έπεφταν, οι συνάδελφοι σαν τις ακρίδες, και τα εξαφάνιζαν όλα. Ο καθένας εκεί μέσα έκλεβε ό, τι κι όσα μπορούσε. Μάλιστα, ξεσυνερίζονταν το ποιος θα έκλεβε τα περισσότερα. Ναι, αλλά εμείς είχαμε τις γκρίνιες του Μακρή, για τη γραφική ύλη.

- Μα τι γίνεται, επιτέλους, κύριοι; Εχθές ήταν γεμάτη η ντουλάπα, έλεγε συνέχεια.

Ε, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και πέταξα την εξυπνάδα μου, μια μέρα:

- Σας παρακαλώ κύριε Μακρή. Αυτά θα έχουμε κάθε φορά με τη γραφική ύλη; Αφού η ντουλάπα είναι ανοιχτή ο καθένας παίρνει ό, τι θέλει. Γιατί δεν την κλειδώνουμε και να δίνουμε εμείς στους συνάδελφους αυτά που θέλουν, αφού μας θεωρείτε και υπεύθυνους;

Ο Μακρής ξύνοντας, όπως έκανε πάντοτε, το πιγούνι του, είπε:

- Χε, χε, χε... Όχι αυτά στο τμήμα μου δε γίνονται. Ε, όχι και να θέσουμε υπό αμφισβήτησιν την εντιμότητα των συναδέλφων.

- Και με μας τι γίνεται, που μας βγάζεις την ψυχή, κάθε τόσο βλογημένε; είπα μέσα μου.

Δεν μπορούσα, όμως, να ησυχάσω κι άρχισα τις δικές μου μικροπαρακολουθήσεις, βγάζοντας λαγό..., απ’ την αρχή κιόλας. Λοιπόν, κάθε φορά που γιόμιζα την ντουλάπα – κάθε μήνα δηλαδή – ο Μακρής δεν έφευγε μαζί μας, λέγοντας πως είχε να ενημερώσει κάτι βιβλία. Αυτό μ’ έβαλε σε υποψίες. Δεν είχαμε στο τμήμα των κλητήρων βιβλία για ενημέρωση.

Λοιπόν, η εταιρία κρατούσε ολάκερο τον όροφο του χτιρίου και γύρω - γύρω σχηματιζόταν ένας διάδρομος σε σχήμα “Π”. Το γραφείο του Μακρή έβλεπε στο φωταγωγό. Ε, μια δόση αφού ταχτοποίησα τη γραφική ύλη αντί να φύγω έκανα το γύρω του διαδρόμου και μπήκα σ’ ένα γραφείο – αποθήκη, όπου είχαμε τα φωτοτυπικά μηχανήματα. Κι αυτό το γραφείο έβλεπε στο φωταγωγό, απ’ την άλλη μεριά κι όπως ήταν σκοτεινά  εγώ έβλεπα τον Μακρή, χωρίς να φαίνομαι. Αυτός αφού σιγουρεύτηκε πως είχαν φύγει όλοι οι άλλοι, γιόμισε μια κυβωτιάρα, με γραφική ύλη, μισοαδειάζοντας το ντουλάπι. Ε, κι εγώ βγαίνοντας απ’ την κρυψώνα μου μπήκα στο γραφείο του, όταν πια είχε καργάρει το κιβώτιο. Αυτός σάστισε και μόλις μπόρεσε να μου πει:

- Εδώ... είστε.... κύριε Γεωργιάδη;

- Ναι, έβγαζα κάτι φωτοτυπίες. Γεια σας

Αυτά του ’πα και κατεβαίνοντας με το ασανσέρ, είπα μέσα:

- Δεν έχω βαλθεί να φτιάξω την κοινωνία..., γαμώτο του! Μην αγγίζεται, όμως, εμένα κάνοντας τις λαδιές σας!

Τι έκανε, με τη γραφική ύλη, ο Μακρής; Λοιπόν, η εταιρία όλα τα έπαιρνε από ένα χαρτοπωλείο που ήταν στην οδό Ερμού, κι αυτός πήγαινε τα κλεμμένα σ’ ένα άλλο χαρτοπωλείο στη Σταδίου. Πάντως, και μετά που τον έπιασα στα πράσα, με τη γραφική ύλη, δε σταμάτησε την κομπίνα του. Το πράγμα μιλούσε μόνο του. Ποιον θα φοβόταν αφού όλοι έκλεβαν εκεί μέσα κι ο ένας κάλυπτε τον άλλον; Κάτι βγάλαμε, όμως, κι εμείς οι κλητήρες, μετά απ’ αυτό το επεισόδιο: σταμάτησε ο Μακρής τη γκρίνια για τη γραφική ύλη, φοβούμενος ασφαλώς κάνα ξέσπασμά μου. 

Τον άλλο μήνα, ντράπηκα να πάω, για τα οδοιπορικά στον αρχιλογιστή. Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω. Έλα, όμως, που με φώναξε αυτός στο γραφείο του κι αφού μου έδειξε για πολλοστή φορά το γωνιακό μαγαζί – “Να, εκεί έκανα το χαμάλη για τέσσερα χρόνια” – μου ’πε:

- Χε, χε, χε... Μα δε θ’ ασχολούμαι  συνέχεια μαζί σας, κύριε Γεωργιάδη. Πάρτε τα οδοιπορικά σας  κι όπως είπαμε: θα έρχεστε να με βλέπετε κάθε πρώτη του μηνός!

Πόσα ήταν τα οδοιπορικά μου τούτη τη φορά; Φωτιά στα μπατζάκια μου: 2.200 δραχμές! Πήρα τα λεφτά, εισπράττοντας κι άλλο κρυφοειρωνικό χαμόγελο απ’ τον ταμεία μα κι απ’ τον Μακρή και δίνοντας τα δυο χιλιάρικα στον τοκογλύφο, κατέβασα το χρέος μου στις τρεις χιλιάδες.

 

****

 

Οι μικροκομπίνες του Μακρή δεν είχαν τελειωμό. Λοιπόν, κοντά στ’ άλλα έφερνε, κάθε μήνα, τα ιατρικά δείγματα, απ’ το εργοστάσιο. Αυτή ήταν η μόνη εξωτερική δουλειά που έκανε, μόνο και μόνο γιατί είχε ψωμί...  Μια δόση, όμως, είχε αρρωστήσει κι έμεινε στο νοσοκομείο δυο βδομάδες. Τα δείγματα θα τα ’φερνα εγώ. Με φώναξε στο γραφείο του ο αρχιλογιστής και μου ’πε:  

- Κύριε Γεωργιάδη, θα πάτε εσείς για τα δείγματα. Θα κάνετε, όμως, ακριβώς αυτό που θα σας πω. Θα πάτε στους Αγίους Θεοδώρους, στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Εκεί κάνουν πιάτσα κάτι μικρά φορτηγά. Το νου σας, όμως! Να ζητήσετε το Κώστα Παυλόπουλο. Καταλάβατε;

- Μάλιστα... Πως... Αλίμονο.

- Είπαμε πως θα πάρετε το φορτηγό του Παυλόπουλου!

Ε, την άλλη μέρα πήγα με το φορτηγό στο εργοστάσιο. Στην επιστροφή, όμως, μου ’πε ο τύπος, κάπως δισταχτικά:

- Ξέρεις.... Θα σου πω κάτι.... Να..., για τον κύριο Σωτήρη... Αμαρτία είναι  να εκτεθεί.

- Δηλαδή, τι θες να πεις;

- Να... το αγώγι είναι 120 δραχμές... Ε, ο κύριος Σωτήρης δίνει και σε μένα τριάντα δραχμές.... κι εγώ του δίνω απόδειξη.... των 800 δραχμών. Καταλαβαίνεις;

Αφού το σκέφτηκα για αρκετή  ώρα το πράγμα, του ’πα:

- Κοίταξε φίλε..., ο Μακρής δεν υπολογίζει κανέναν. Είναι παλιά καραβάνα στην εταιρία. Εγώ, όμως, είμαι ξεκρέμαστος και δεν μπορώ να κάνω τέτοιες κομπίνες. Τη χρειάζομαι αυτήν τη δουλειά. Ε, ίσως αργότερα να γίνω κι εγώ κομπιναδόρος. Μπορώ, όμως, να κάνω κάτι άλλο: δε θα σε πληρώσω. Ας τα κανονίσει ο Μακρής όταν βγει απ’ το νοσοκομείο.

Με κανέναν δε το κουβέντιασα αυτό το επεισόδιο, ούτε στην εταιρία μα ούτε και με τους δικούς μου. Από καρφώματα και κουτσομπολιά δεν ήξερα. Μόνο που ο Μακρής την πρώτη κιόλας μέρα, με την επιστροφή του, μου ’πε:

- Σ’ ευχαριστώ πολύ.

Ούτε που του απάντησα. Είχε ξεπέσει τόσο μέσα μου, που σχεδόν δεν τον καλημέριζα. Δηλαδή, τον αντιμετώπιζα όπως ο καθαρός άνθρωπος τον βρώμικο.

Αυτά τα χούγια τα ’χα και στο στρατό. Δεν υπολόγιζα μερικούς αξιωματικούς, που ’ταν διεφθαρμένοι μέχρι το μεδούλι. Νταλαβερίζονταν με λαθρεμπόρια και τα ρέστα. Με φώναζε, ας πούμε, ένας υπολοχαγός κι εγώ του ’λεγα:

- Τι θέλεις πάλι; Παράτα μας, βλογημένε!

Ε, λοιπόν αν ήταν καθαρός θα ’κανε το κορόιδο; Αυτά δεν περνούσαν στον στρατό. Έλα όμως που κοτζάμ αξιωματικός φοβούμενος μάλλον μην τον καρφώσω, δεν άνοιγε το στόμα του. Το καλαμπούρι της υπόθεσης είναι πως οι αξιωματικοί που παρίσταναν τους σούπερ πατριώτες – αυτοί που μας γύψωσαν μωρέ – έκλεβαν τα περισσότερα και μάλιστα χωρίς να υπολογίζουν κανέναν (αυτά τα ξέρω από πρώτο χέρι και λεω κάπου αλλού). Ε, λοιπόν, αυτό έγινε και με τον Μακρή. Αυτός, ο τόσο πια υπηρεσιακός κι αυστηρώς σ’ όλα του, έγινε αρνάκι, για μια χούφτα.... δραχμές.

 

****

 

Προτού να ’ρθει ο τέταρτος μήνας των βαρβάτων οδοιπορικών μου, με φώναξε στο γραφείο του ο αρχιλογιστής κι αφού πάλι μου ’δειξε το εμπορικό στο οποίον  τάχατες έκανε... χαμαλίκια..., μου ’πε:

- Ξέρετε το σπίτι μου είναι στο Ψυχικό. Έχω όμως κι εξοχικό στο Λαγονήσι. Απ’ εκεί μου τηλεφώνησε η γυναίκα μου και μου ζήτησε να της πάω μερικά πράγματα. Τι θα λέγατε αν με βοηθούσατε;

- Βέβαιως... Τι λετε; Αλίμονο... (Πάντοτε τα ’χανα όταν μιλούσα μαζί του και πάντοτε του ’λεγα τα ίδια και τα ίδια).

- Δε χρειάζεται να ενημερώσετε τον Σωτήρη. Του τηλεφώνησα. Φεύγουμε, λοιπόν;

- Ναι... Βέβαια... Πως...

Πήγαμε με τη λιμουζίνα του στο Ψυχικό. Παραξενεύτηκα, όμως, για τα μικροπράγματα που πήραμε. Μα για δυο κατσαρόλες, ένα μικρό πίνακα ζωγραφικής κι ένα τραπεζάκι, αυτά που ακουμπούν τον καφέ, ή το σταχτοδοχείο, ήθελε τη βοήθεια μου; Μέχρι, που έβαλα πονηρά στο νου μου. Λοιπόν, μερικές φορές παρεξηγούμε τους μορφωμένους για τους λεπτούς τρόπους τους. Μέχρι που νομίζουμε πως είναι ομοφυλόφιλοι. Αυτό έπαθα κι εγώ με τον Αναστασίου. Πηγαίνοντας για το Λαγοννήσι, σκεφτόμουν:

- Τώρα θα σταματήσει κάπου και θα μου βάλει χέρι.

Μα τι άλλο θα μπορούσα να σκεφτώ, με τ’ ακαταλαβίστικα καμώματά του; Πώς θα μπορούσα να ξέρω αυτά που ’χε στο νου του; Με τα πολλά φτάσαμε στη βίλα του. Τέτοια σπίτια, με βεράντες, μπαλκόνια, κήπους και θέες….  μόνο σε ταινίες του Χόλιγουντ είχα δει. Δε χρειάζεται να πω πως τα ’χα εντελώς χαμένα. Που τα ’ξερα εγώ τα νταλαβέρια με τους ζάπλουτους; Πρώτα - πρώτα από μωρό δεν τους χώνευα. Ίσως να τους φοβόμουν κιόλας, ή να τους ζήλευα και θαύμαζα, για τον αέρα ή το θάρρος που ’χαν πάνω τους. Μάλλον για θράσος πρόκειται, που τους το δίνουν πολλά και διάφορα: οι γονυκλισίες που τους κάνουν οι φτωχοί, από ανάγκη, μα και οι περιποιήσεις… που ’χουν απ’ τις διάφορες αρχές.

Καθίσαμε, λοιπόν, στη βεράντα και η υπηρέτρια μας σερβίρισε διάφορα ποτά κι αναψυκτικά. Σε λίγο ήρθε και η γυναίκα του, που ήταν τίγκα στο χρυσαφικό ξέχωρα τα παράξενα φουστάνια της, που άγγιζαν το δάπεδο και το τσιγάρο με την μακριά πίπα. Μου ’πε λοιπόν, με χτυπητή προσποίηση, λες και χάρηκε τόσο πολύ που με είδε, ή με γνώριζε πια για χρόνια:

- Τι να σας πω κύριε Γεωργιάδη… Ο Τζιμάκος μου όλο για σας μου μιλάει. Και να ξέρετε πως θα είναι πάντοτε δίπλα σας. Όλα τούτα τα χρόνια έχει βοηθήσει πολλούς νέους στην εταιρία, ο Τζιμάκος μου.

Με την επιστροφή φτάνοντας στο Αεροδρόμιο του Ελληνικού, μου ’πε ο Αναστασίου:

- Κύριε Γεωργιάδη έχω αποθυμήσει φρέσκο, λαχταριστό ψάρι. Τι λετε πάμε να φαμε; Ξέρω ένα καλό στέκι εδώ κοντά.

Μετά από χρόνια, όντας εδώ στην Αυστραλία, έμαθα πως με πήγε στο ακριβότερο εστιατόριο της Ελλάδας. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως ήταν δίπλα στο αεροδρόμιο και πως η φίρμα του ήταν το επίθετό του ιδιοκτήτη, που έληγε σε –όπουλος.

Βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση. Μ’ έπιασε κάτι σαν ταραχή και για την πολυτέλεια αυτού του μαγαζιού αλλά και για μερικούς που είδα εκεί μέσα, που τους ήξερα βέβαια από φωτογραφίες των εφημερίδων. Τέσσερις παρέες ήταν όλες κι όλες. Σε μια γωνιά είδα έναν πολιτικάντη, πρόεδρο της Βουλής και βάλε, με την παρέα του. Παραπέρα ένα μεγάλο και τρανό βιομήχανο και στην άλλη μεριά ήταν ένας γνωστός μεγαλοεφοπλιστής που νταλαβεριζόταν και με μια μεγάλη ποδοσφαιρική ομάδα. Ε, τώρα τι είχα να κάνω εγώ μ’ αυτήν τη σάρα και τη μάρα; Μωρέ θα το ευχαριστιόμουν περισσότερο αν έτρωγα δυο σουβλάκια στα όρθια.

Λοιπόν, πέντε ήταν τα τραπέζια μαζί με το δικό μας και στο κάθε ένα υπήρχε ένας σερβιτόρος. Στεκόταν διακριτικά στην άκρη. Δηλαδή, όπως βλέπουμε να γίνεται στο σινεμά με τα γλεντοκόπια των μαχαραγιάδων και των εμίρηδων. Βέβαια, υπήρχε  κι ο αρχισερβιτόρος, που κόβοντας κίνηση χτυπούσε κατά καιρούς τα δάχτυλα, ειδοποιώντας έτσι τους σερβιτόρους να μπαίνουν στη μέση.

(Επειδή πολύ πειράχτηκα με κάτι τέτοια, στη Νότια Αμερική, όλους αυτούς που δουλεύουν σε ακριβά εστιατόρια, ξενοδοχεία και τα ρέστα τους έλεγα λακέδες κι αρχιλακέδες. Ζητάω συγγνώμη. Τη δουλειά τους κάνουν οι άνθρωποι, άσχετα αν εξυπηρετούν κοινωνικά παράσιτα).

Έτσι έγινε και με μας τους δυο. Μας δέχτηκε ο αρχιλακές – συγγνώμη ο αρχισερβιτόρος – που όχι μόνο μας κάθισε, αλλά μου έσπρωξε κάπως και την καρέκλα, από πίσω. Μη ξέροντας από τέτοιες περιποιήσεις παρά λίγο θα ’χανα και την ισορροπία  μου. 

- Βρε τι γίνεται εδώ μέσα; Ρε θα μου πιάσουν και τον κώλο... για να φαω ένα πιάτο φαγί; σκέφτηκα.

Δε κάνω κέφι να πω περισσότερα, για τα τόσα ασημένια μαχαιροπίρουνα που ’ταν μπροστά μου. Ένα μαχαίρι ήταν σα μιστράκι. Επίσης μας έφεραν και δυο γαβάθες με νερό που ’χαν κι ένα κομμάτι λεμόνι μέσα. 

- Δε βλέπεις, ρε ακοινώνητε , πώς πίνουν το νερό οι πλούσιοι: απ ’τη γαβάθα!  είπα μέσα μου.

Βέβαια, όταν είδα τον Αναστασίου, να πλένει μες στο πιάτο τα δάχτυλά του μπήκα στο κόλπο. Ε, στο τέλος, με βαριά καρδιά, σκέφτηκα να κάνω ό, τι θα έκανε κι αυτός. Τα θαλασσινά; Μια τεράστια πιατέλα με αστακούς, γαρίδες, καβούρια και τα ρέστα. Αυτά τα ’ξερα μόνο απ’ το σινεμά. Επίσης τα ’βλεπα ταχτικά στη βιτρίνα ενός ακριβού εστιατορίου, στην Πανεπιστημίου, δίπλα στο σινεμά “ΡΕΞ”. Είχανε στη φάτσα ένα εντοιχισμένο ψυγείο μ’ όλα τα θαλασσινά, κρεατικά και τα ρέστα.

Κοντά στ’ άλλα, παράγγειλε και κρασί πολλών ετών. Αφού φάγαμε – εμένα στο στομάχι μου κάθισαν όλα – ήρθαν και τα επιδόρπια κι ο καφές. Πόσα πλήρωσε; Αυτά είναι απίστευτα πράγματα: τρία μηνιάτικά μου και κάτι παραπάνω! Εγώ, μυρίζοντας ένα σωρό πορδές, έπαιρνα 1.300 δραχμούλες το μήνα… κι αυτός πλήρωσε 4.500 για να φαμε δυο άτομα. Μα κι από χρυσάφι να ’ταν τα βουνά της καψερής της Ελλάδας, δε θα έφταναν για να καλύψουν τις σούπερ πολυτέλειες αυτών των “ανθρώπων”... Ε, επιτέλους έτσι λένε: πως είναι άνθρωποι...

 

****

 

Καλά – καλά δεν καταλάβαινα το τι γινόταν γύρω μου, ή σε βάρος μου εκείνους τους μήνες. Γύρω από κομπίνες και τα ρέστα είμαι πολύ αργόστροφος. Ή ίσως  επειδή δεν ξέρω από λαδιές – δε μιλάω για ψιλοπράγματα – δεν μπορώ να πιάσω και τις κομπίνες των άλλων. Πάντως, περίμενα μ’ αγωνία τα επόμενα οδοιπορικά μου, για να πετάξω από πάνω μου τον τοκογλύφο. Λίγες, όμως, μέρες πριν έπεσε πάνω μου μια μπόμπα πολλών μεγατόνων. Με φώναξε ο Αναστασίου στο γραφείο του κι αφού πάλι χαμογελώντας μου έδειξε το μαγαζί στο οποίον έκανε το χαμάλη, μου ’πε:

- Ξέρετε, κύριε, Γεωργιάδη έχω κι εγώ τα έξοδά μου.  Να, όπως τις άλλες που πήγαμε και φάγαμε. Χε, χε, χε… Μη μου πείτε πως δεν το ευχαριστηθήκατε. Δεν είναι, όμως, σωστό εγώ να ζητάω τα χρήματα κι εγώ να εγκρίνω. Θα σας πείραζε να μου βάζετε, αργά και που, καμιά υπογραφή;

Μα την αλήθεια μου ’ρθε να τον φτύσω. Πότε δεν είχα στο νου μου πράγματα αλλοπρόσαλλα. Να φτιάξω, δηλαδή, εγώ τα στραβά κι ανάποδα της κοινωνίας. Μωρέ εγώ δεν μπορώ να ισιώσω τα δικά μου τα στραβά. Ανεβαίνει, όμως, το αίμα μου στο κεφάλι, όταν με χρησιμοποιούν οι οποιοιδήποτε άλλοι, κάνοντας τις λαδιές τους. Το παίρνω σαν υποτίμηση της νοημοσύνης μου. Με τον Αναστασίου, όμως, σάστισα και δεν ήξερα πως ν’ αντιδράσω. Μα δεν είναι και μικρή υπόθεση να βλέπεις κάποιον σαν άγιο… και να ’ναι διάολος με κέρατα.

- Μα τι λετε! Βεβαίως! Αλίμονο! μπόρεσα να πω.

Αυτός έβαλε μπροστά μου ένα τριπλότυπο. Την ώρα που το υπόγραφα χτύπησε το τηλέφωνο κι όπως κάπως γύρισε είδα το ποσόν, αλλά και γιατί θα το “έπαιρνα”…. Ήταν – άκουσε και φρίξε! -  72.000 δραχμές! Κι ο λόγος; Τα λεφτά που “ξόδεψα”... περιοδεύοντας την Κρήτη σαν εκπρόσωπος της εταιρίας. Κι εγώ ο φτωχός δούλευα για 15.600 το χρόνο. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Μετά από τόσα χρόνια κι ακόμα τα ’χω χαμένα.

Υπάρχει μήπως και η τοσοδούτσικη υπερβολή σ’ αυτό που λεω παραπάνω, πως όλοι έκλεβαν εκεί μέσα κι ο ένας κάλυπτε τον άλλον; Μ’ αυτό το ποσόν που θα “έπαιρνα” θα το έβλεπαν ένα σωρό άτομα: ο ταμίας, οι άνθρωποι του λογιστηρίου, μέχρι κι ο γενικός διευθυντής, που θα έδινε την έγκριση. Και στους άλλους – συγγενείς, φίλους – που θα το έλεγαν καλαμπουρίζοντας; Δηλαδή, όλοι θα ήξεραν πως ο Γεωργιάδης, ο κλητήρας, περιόδευσε κοτζάμ Κρήτη, αντιπροσωπεύοντας την εταιρία.    

Ε, απ’ εκεί και πέρα με πήρε ο κατήφορος. Άρχισα να ’χω προβλήματα με τα νεύρα μου. Μέχρι που παραμιλούσα στους δρόμους. Ήθελα ας πούμε να πάω απ’ την Ομόνοια στο Σύνταγμα, για δουλειές τις εταιρίας κι εγώ κατάληγα στο Μοναστηράκι χωρίς να το καταλαβαίνω. Ξέχωρα που στεναχωρούσα και τους δικούς μου – κατακαημένη μάνα... - στους οποίους δεν είχα πει τίποτε. Εκείνη την περίοδο μάλιστα είχα διαγωνισμούς στο νυχτερινό. Ευτυχώς, που το πρώτο μάθημα ήταν η φυσική. Κι ενώ ήμουν  μαθητής του 19 – 20, δεν έγραψα ούτε για δέκα. Μ’ έπιασε, λοιπόν, ο καθηγητής μου, ο Αχιλλέας Καρύδης – γερός επιστήμονας – και μου ’πε:

- Τι σας συμβαίνει κύριε Γεωργιάδη;

- Ξέρετε.., δεν αισθάνομαι καλά.

- Και ήρθατε να γράψετε; Α, όχι... Θα θεωρήσω πως δε γράψατε, όχι μόνο στη φυσική, αλλά δε θα πάρετε μέρος σε κανένα διαγώνισμα. Γράφετε αργότερα. Ε, όταν μπορέσετε να φέρετε μια βεβαίωση απ’ το γιατρό σας. 

Δεν ήμουν δα και για δέσιμο και το ’βλεπα πως χρειαζόμουν τη βοήθεια ενός νευρολόγου. Έλα, όμως, που τις κρύβαμε αυτές τις αρρώστιες, κυρίως εμείς οι φτωχοί. Τότε έφερα στο νου μου ένα λεβεντόβλαχο γιατρό, έφεδρο δόκιμο, που γνώρισα στην αεροπορία (κάποτε θα πω κάτι και γι’ αυτόν τον ωραίο Άνθρωπο). Εγώ ήμουν οδηγός στο ασθενοφόρο και γίναμε σχεδόν φίλοι. Βρήκα το τηλέφωνό του. Τι να τον έκανα όμως, που ’χε γίνει γυναικολόγος;

- Ρε έλα στο ιατρείο μου. Τι έχει να κάνει που ’μαι γυναικολόγος; Έκανα κι εγώ γενική ιατρική στο πανεπιστήμιο.

Αυτός με κράτησε στα πόδια. Μου ’δωσε κάτι φάρμακα, αφού συμβουλεύτηκε πρώτα ένα συγγενή του ψυχίατρο, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Αυτόν - άλλος Λεβεντάνθρωπος - τον είδα μόνο μια φορά. Κουβέντιασα γι’ αρκετή ώρα μαζί του και στο τέλος μου ’πε:

- Μη στεναχωριέσαι. Δεν είναι τίποτε το σοβαρό. Μια μικρή νευρική κατάπτωση. Χμ.., απόλυτα, όμως, δικαιολογημένη. Σε δυο – τρεις βδομάδες  θα είσαι εντάξει. Και ούτε χρειάζεσαι άλλα φάρμακα. Και δε θα χρειαστεί ούτε να σε ξαναδώ. Ας πάνε, παιδί μου, αυτοί σε ψυχίατρους. Για τη δουλειά σου; Εγώ αν ήμουν στη θέση σου, αφού παίρνεις καλά λεφτά, δεν θα την παρατούσα, αλλά ούτε και θα έκανα τα γούστα τους. Δε φταις εσύ για τις παλιανθρωπιές των άλλων.

Πάντως, δεν μπόρεσα ούτε τον τοκογλύφο να ξοφλήσω…, αλλά ούτε κι έβαλα άλλη υπογραφή, στον Αναστασίου. Με φώναξε στο γραφείο του πάλι για υπογραφή. Ποιος ξέρει ίσως αυτήν την φορά θα μ’ έστελνε αντιπρόσωπο της εταιρίας κάπου στα Βαλκάνια. Εγώ, όμως, του το ξεκαθάρισα:

- Λυπάμαι, κύριε, του ’πα παραλείποντας το “διευθυντά”, αλλά αυτά δεν μπορώ να τα κάνω.

Έτσι στην πρώτη του άλλου μήνα, βάζοντας κάτω το κεφάλι, πήγα για υπογραφή στον Σωτήρη Μακρή: 330 δραχμές. Ναι, αλλά τα στηθάκια μου καργαρίστηκαν από περηφάνια. Αυτός, όχι μόνο ξέχασε τις ανακρίσεις που μου ’κανε, αλλά ίσως σε στιγμές ειλικρίνειας, μου ’πε, σχεδόν στ’ αυτί, αφήνοντας στην πάντα τις πληθυντηκούρες του: 

- Μη στεναχωριέσαι, ρε Πέτρο. Θα τα ξαναπούμε. Στα ξεκινήματά μου, τα ίδια έκαναν και με εμένα.

 

Επίλογος

 

Πέρασε πολύς καιρός για να τα καλοχωνέψω όλα όσα είχαν γίνει εκείνους τους μήνες. Λοιπόν, για καιρό με προετοίμαζε ο Αναστασίου, γι’ αυτό κάθε φορά που ’παιρνα μια αύξηση μου ’λεγε: “Τα κανόνισα. Ήρθε η αύξηση κτλ, κτλ”. Και γι’ αυτό μου ’πε και η γυναίκα του: “Ο Τζιμάκος μου θα είναι πάντοτε δίπλα σας κτλ, κτλ”. Για να μου δείξουν το πόσο πια ενδιαφερόντουσαν για μένα και, επίσης, πως μαζί τους θα μπορούσα να δω κι εγώ άσπρη μέρα. Μ’ ακόμα και οι αυξήσεις που μου έδινε, αυτός ο τύπος,  ήταν ντιπ ύποπτες. Δίνεις, ας πούμε, μια αύξηση σ’ έναν εργαζόμενο κάθε ένα - δυο χρόνια. Ε, όχι κάτι δεκάρες που μου έδινε αυτός κάθε τρεις – τέσσερις μήνες. Ασφαλώς το έκανε έτσι για να  μου το κοπανάει συνέχεια: να με προετοίμαζει.   

Επίσης αποκλείεται να πρόσεξε, πως δεν έπαιρνα τα οδοιπορικά μου. Ύστερα, είναι δυνατόν, ο Μακρής που ήταν τόσο σχολαστικός να μην πρόσεξε πως δεν του ζητούσα την υπογραφή για μήνες, ζητώντας μου εξηγήσεις; Όχι, αυτός με πάσαρε... στον Αναστασίου, νομίζοντας πως ήμουν ταμάμ γι’ αυτόν, αφού ήμουν πιο φτωχός κι απ’ τους φτωχούς.

Γιατί, πάλι, όταν μου ’δωσε, ο αρχιλογιστής, τα οδοιπορικά των τριών μηνών μου ’πε: “Ε, και τι πειράζει αν βρισκόμαστε στα μέσα του τρίτου μήνα;” Κι όταν αρρώστησε ο Μακρής, γιατί έστειλε εμένα να φέρω τα δείγματα; Μα για να δώσω κι εγώ 150 δραχμές, παίρνοντας απόδειξη 800 δραχμών. Έτσι, θα γλυκαινόμουν μπαίνοντας κι εγώ στο χώρο της απάτης και της διαφθοράς και δε θα με πείραζαν οι δικές τους μεγάλες και τρανές λοβιτούρες. Θα τους θεωρούσα, μάλλον έξυπνους και καταφερτζήδες, ή τυχερούς κι όχι πωρωμένους και διεφθαρμένους. Βέβαια, στην περίπτωση των δειγμάτων, ίσως να ήθελε να προστατέψει και τον Μακρή. Να μην υπήρχε αυτή η διαφορά στις αποδείξεις, για τον ίδιο λόγο: απ’ τη μια οι 120 δραχμές – η δική μου – κι απ’ την άλλη οι 800 δραχμές του Μακρή.

Και τέλος, γιατί μου ’δειχνε συνέχεια το μαγαζί στο οποίον έκανε τάχατες χαμαλίκια, ο Αναστασίου, και γιατί με πήγε στη βίλα του στο ψυχικό και στο εξοχικό του στο Λαγοννήσι και στο ακριβό εστιατόριο; Γιατί ήθελε με τον τρόπο του να μου πει: Κι εσύ μπορείς να γίνεις πλούσιος αν το θελήσεις. Φτάνει να είσαι επιδεκτικός μάθησης: Να κάνεις αυτό που σου λεω και θα τ’ αποχτήσεις όλα αυτά κι εσύ.

Επίσης, πιστεύω, πως ήταν μες στα κόλπα τους να μου κάνει δύσκολη τη ζωή ο Μακρής. Έτσι, θα δεχόμουν, με χαρά, ανακούφιση και ικανοποίηση τη βοήθεια... ή μεσολάβηση του αρχιλογιστή. Πράγματι τους πρώτους δυο μήνες έτσι το έβλεπα το πράγμα. Πως επιτέλους απαλλάχτηκα απ’ τις τόσο ξεφτιλιστικές  ανακρίσεις.  

Έρχομαι στα κρυφοειρωνικά χαμόγελα του ταμία μα και του Μακρή, κάθε φορά που έπαιρνα τα βαρβάτα οδοιπορικά. Είναι σα να μου ’λεγαν: Χε, χε, χε... Φίλε.., η κάθε συνείδηση έχει την τιμή της. Τώρα που μπήκες  μες στα γραναζάκια του..., θα τρως κι εσύ καλά…