Sunday, September 21, 2008
Κατερίνα Καριζώνη - Τσάι με τον Καβάφη άρθρο του Φίλιππου Φιλίππου
Στο αστυνομικής υφής μυθιστόρημα της Κατερίνας Καριζώνη Βαλς στην ομίχλη, που εκδόθηκε το 2001, ήταν φανερή η αφηγηματική της ικανότητα και η ευχέρειά της να πλάθει αληθοφανείς χαρακτήρες. Το νέο μυθιστόρημα της εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενης συγγραφέως, το υπό τον τίτλο Τσάι με τον Καβάφη, έχει λιγότερα αστυνομικά στοιχεία - προφανώς, με αυτόν τον τρόπο η συγγραφέας θέλησε να ανοιχτεί σ' ένα ευρύτερο κοινό -, ωστόσο αρχίζει μ' ένα έγκλημα. Στον κήπο του σπιτιού του άγγλου προξένου στην Αλεξάνδρεια βρίσκεται νεκρός, πιθανότατα δηλητηριασμένος, ο γεωπόνος Τζώρτζ Σαββέτας, ένας δραστήριος επιστήμονας που έχει ανακαλύψει μια καινούργια ποικιλία βαμβακιού. Και τότε αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της πλοκής που οδηγεί σε απρόσμενες και επικίνδυνες καταστάσεις. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τον Μάιο του 1931 φθάνει στην Αίγυπτο με μετάθεση ο Χάρης Δέρβας, επιθεωρητής της Εθνικής Τράπεζας. Εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια και αναλαμβάνει το υποκατάστημα της τράπεζας. Ευθύς εξαρχής γνωρίζει και ερωτεύεται τη γοητευτική Έμιλυ, κόρη του γεωπόνου και εφευρέτη, η οποία είναι αρραβωνιασμένη με έναν σκοτεινό τύπο, έναν Άγγλο, αναμεμειγμένο στο εμπόριο του βαμβακιού. Όταν ο πατέρας της κοπέλας πεθαίνει ψιθυρίζοντας μια ακατανόητη φράση («Το κουτί με τις σφήγκες»), που αποτελεί αίνιγμα για τους αυτήκοους μάρτυρες και πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί ώστε να λυθεί το μυστήριο του θανάτου του, ο ήρωας-αφηγητής δεν γνωρίζει ότι έχει εμπλακεί σε μια σκοτεινή υπόθεση οικονομικών συμφερόντων, που σχετίζεται με το αιγυπτιακό βαμβάκι.
Με φόντο την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια την εποχή που φθείρεται και φθίνει, η Καριζώνη δημιουργεί ένα ενδιαφέρον ερωτικό και συνάμα κοινωνικό μυθιστόρημα, με στέρεους ήρωες που περιπλανώνται στην πόλη, κουβαλώντας τις ενοχές, τις αδυναμίες, τα μίση και τα πάθη τους. Μαζί με αυτούς πανταχού παρών είναι και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, που πρωτοπαρουσιάζεται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου ως «ένας γηραιός άντρας με γυαλιστερά μαλλιά και στρογγυλά γυαλιά». Ο Καβάφης κλείνει το μυθιστόρημα, τον βλέπουμε καλοντυμένο και αγέρωχο, αλλά και καταβεβλημένο, λόγω της αρρώστιας του, να πίνει τσάι γιασεμιού μέσα στο πλοίο με προορισμό τον Πειραιά. Όπως συμβαίνει και στο ποιητικό έργο του μεγάλου Αλεξανδρινού, έτσι και στο βιβλίο της Καριζώνη πρωταγωνιστεί η Αλεξάνδρεια, μια πόλη σαγηνευτική, μυστηριώδης και αινιγματική. H συγγραφέας δίκην ξεναγού πιάνει τον αναγνώστη από το χέρι και τον πηγαίνει σε βίλες και αρχοντικά, στο παζάρι και στις φτωχογειτονιές των φελάχων, στις λέσχες, στα ζαχαροπλαστεία, στα ιπποδρόμια και στα καζίνα των ξένων, σε πορνεία και σε οάσεις. Σε κάθε σελίδα του βιβλίου υπάρχουν χρώματα (λουλουδιών, δέντρων, πουλιών), ήχοι (αυτοκινήτων, αλόγων, μικροπωλητών) και μυρωδιές (από μπαχαρικά, κοπριά καμήλας, άνθη μυρτιάς, αραβικά φαγητά), αλλά και μάγοι και θαυματοποιοί και μάντεις, μα και απόηχοι από τα παραμύθια της Χαλιμάς, παρμένα από τις Χίλιες και μία νύχτες. Επίσης, διάσπαρτα στο βιβλίο υπάρχουν τα όνειρα και οι φαντασιώσεις του ήρωα, που δεν ξέρεις αν πρόκειται για πράγματα που όντως συνέβησαν ή αποτελούν κι αυτά παραισθήσεις του ερωτευμένου τραπεζικού.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment