Friday, January 25, 2013

Το ομορφόπαιδο του Γιώτγου Μακρίδη


Το ομορφόπαιδο

 

… η πάλη κατά της φτώχιας και του φόβου,

                     η πάλη κι ελπίδα, για ένα καλύτερο αύριο…

    

Γιάννης Ρίτσος –Ο Δωδεκάλογος της Γ΄ Μαραθώνιας Πορείας

 

 

Η Μαρία προερχόταν απ’ την επαρχιακή Ελλάδα και στα σαράντα της μετανάστευσε στην Αυστραλία. Απ’ την αρχή κιόλας συνδέθηκε μ’ ένα δικό μας. Τον είχε γνωρίσει στο υπερωκεάνιο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Νοίκιασαν ένα μικρό διαμέρισμα, στο Σύδνεϋ, κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι, που ο τύπος εξαφανίστηκε, μαθαίνοντας για την εγκυμοσύνη της. Έτσι, ο γιος τους, ο Γιαννάκης, έγινε αγνώστου πατρός. Δεν πέρασαν, όμως, δυο χρόνια κι όλα ταχτοποιήθηκαν. Η Μαρία παντρεύτηκε έναν ομορφάνθρωπο, αλλά μισοαλκοολικό και παθιασμένο τζογαδόρο, αυστραλό, που ’δωσε το όνομά του στο μικρό.

Το παιδί μεγάλωσε μέσα σ’ ένα άθλιο περιβάλλον. Οι τσακωμοί ανάμεσα στο ζευγάρι έδιναν κι έπαιρναν. Ο πατριός του, που ’χε γίνει ντιπ αλκοολικός σταμάτησε να δουλεύει κι όλο το βάρος έπεσε πάνω στη Μαρία. Ξέχωρα που όταν ήταν στουπί την ξυλοφόρτωνε, μπροστά στο παιδί. Μια φορά μάλιστα της χάλασε το ένα μάτι. Όταν έμαθε την αλήθεια, ο Γιαννάκης, ήταν δώδεκα χρονών. Ένας συμμαθητής και γείτονάς του, που ’χε κι αυτός ελληνική καταγωγή, πάνω σ’ ένα τσακωμό τους, του ’πε με χαιρεκακία αυτά που άκουγε απ’ τους δικούς του:

- Η μάνα σου ήταν πουτάνα κι εσύ είσαι μπάσταρδος. Δεν είναι πατέρας σου ο μεθύστακας!

Ο Γιαννάκης δεν είπε τίποτε στους δικούς του. Με τον καιρό, όμως, βρήκε την άκρη. Ψάχνοντας τα χαρτιά της μάνας του, βρήκε τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του. Εκεί φαινόταν πως, στην αρχή, είχε το επίθετο της. Από τότε πέρασαν τρία μαρτυρικά χρόνια για τον Γιαννάκη, μέχρι που μια μέρα μπήκε στη μέση, όταν ο πατριός του χτυπούσε τη μάνα του. Ο αλκοολικός αγρίεψε και μη μπορώντας, ο μικρός, να τα βάλει με κοτζάμ άντρα, πήρε το σίδερο του σιδερώματος και τον κοπάνησε, ανοίγοντας του το κεφάλι. Βλέποντας τον, όμως, να σωριάζεται στο δάπεδο, γιομάτος αίματα, τρομοκρατήθηκε και νομίζοντας πως τον σκότωσε, έφυγε απ’ το σπίτι.

 

****

 

Ο Γιαννάκης, έγινε παιδί του δρόμου και μη έχοντας που να πάει χτύπησε την πόρτα ενός σάτυρου που τον γυρόφερνε από καιρό. Αυτός, που τα ’χε πατημένα τα πενήντα, ψάρευε τα θύματά του ανάμεσα στους φτωχούς μαθητές, δίνοντάς τους παράδες και δώρα. Ο Γιαννάκης όμως, δεν έμεινε για πολύ καιρό μαζί του. Αυτός είχε τα γνωστά χούγια των διεστραμμένων. Του άρεσε, δηλαδή, ν’ αλλάζει παρέες και μια μέρα τον έπιασε η αστυνομία. Είχε βάλει έναν άλλον έφηβο στ’ αυτοκίνητό του και τον πασπάτευε. Ο Γιαννάκης που τα είδε όλα, προτού να πάει για έρευνα η αστυνομία στο σπίτι του ανώμαλου, πήρε κάτι πρόχειρα χρήματα και βρέθηκε στο κέντρο του Σύδνεϋ.

Γυροφέρνοντας τους δρόμους γνωρίστηκε με δυο νέους της ηλικίας του. Αυτοί τον πήγαν σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στη συνοικία, Glebe (Γκλιμπ), του Σύδνεϋ. Ήταν ένα παλιό δίπατο, χωρίς φως και νερό, που βρωμούσε από πάνω μέχρι κάτω. Ποιος θα ενδιαφερόταν γι’ αυτό το ερείπιο που προοριζόταν για κατεδάφιση; Σε τέτοια σπίτια έβρισκαν καταφύγιο τα χιλιάδες παιδιά, που κυκλοφορούσαν, σαν τ’ αμαρκάριστα σκυλιά, στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Αυστραλίας.

Σ’ αυτό το σπίτι είχε δει για πρώτη φορά, ο Γιαννάκης, ναρκομανείς, αλλά τους ντιπ εξαθλιωμένους. Ούτε που γύριζε να κοιτάξει ο ένας τον άλλον εκεί μέσα. Ήταν όλοι τους ζωντανοί, μόνο γιατί ανάπνεαν. Δεν ενδιαφέρονταν για τίποτ’ άλλο, παρά μόνο για το “πράμα”. Οι περισσότεροι απ’ τους ένοικους ήταν νέοι, ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι, που απ’ την απλυσιά  τα κορμιά τους ανάδυαν μια μπόχα, κάτι σαν αποσυνθεμένο κρέας. Απ’ τ’ αχούρι έβγαιναν, σα φαντάσματα, στους δρόμους, μόνον τις βραδινές ώρες, για να βρούνε κάτι να φάνε, ψάχνοντας τα σκουπίδια. Επίσης, τα βράδια περίμεναν στις ουρές, των κλειστών φορτηγών των “φιλανθρωπικών” οργανώσεων για να πάρουν ένα κύπελλο καφέ, ή τσάι, με κάτι ψευτοβουτήματα. Αυτοί οι ντιπ ύποπτοι οργανισμοί, που χρηματοδοτούνται απ’ την κυβέρνηση, καλοσυντηρούν και διαιωνίζουν τη φτώχια.

Για τον Γιαννάκη ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Τι θα μπορούσε να κάνει, αφού είχε πια πάρει την απόφαση να ξεκόψει εντελώς απ’ τους δικούς του; Τα λεφτά του τα ’χε χωμένα μες στις κάλτσες, ξοδεύοντας όσο πιο λίγα μπορούσε. Για πόσο καιρό, όμως, θα του έφταναν;  

Βέβαια, οι ναρκομανείς δεν τον ενοχλούσαν σεξουαλικά. Αυτοί δεν ήξεραν από τέτοια. Έλα, όμως, που σ’ αυτό το σπίτι έμπαιναν και πολλοί διεστραμμένοι τύποι, που όλο και περίσσευαν – ο ένας το ’λεγε στον άλλον – μετά την εμφάνιση του Γιαννάκη. Μόνο που τον έβλεπαν άναβαν τα ερωτικά τους λαμπάκια, κι όλοι τον είχαν στα όπα – όπα. Πολλά τράβηξε μέσα σ’ αυτό τ’ αχούρι. Εκεί του κόλλησαν ένα σωρό παρατσούκλια, που ’χαν να κάνουν με τη νιότη, τη φρεσκάδα και την ομορφιά. Πάντως, αυτό  που του ’μεινε ήταν, το “Ομορφόπαιδο”. Ήταν όμορφος ο Γιαννάκης. Είχε σώμα γυμνασμένο και χυτό κι αγγελικό πρόσωπο. Έτσι, ξεχώριζε, σαν τη μύγα μες στο γάλα, μέσα σ’ εκείνο τ’ αχούρι, κάνοντας όλους να χάσκουν μπροστά στη δροσερή ομορφιά του. Κοντολογίς, ο Γιαννάκης, απαλλάχτηκε, απ’ το σάτυρο της γειτονιάς του, κι έπεσε σ’ άλλους πολλούς σάτυρους και μη.

****

 

Με τα πολλά, τα λίγα λεφτά του τέλειωσαν και βρέθηκε στο Kings Cross (Κινγκς Κρος), που ’ταν η πιο αμαρτωλή και βρώμικη συνοικία του Σύδνεϋ. Ο κεντρικός δρόμος του ήταν δυο οικοδομικά τετράγωνα κι εκεί ήταν τα περισσότερα μπουρδέλα, στριπτιζάδικα, τσογαδορία και βάλε. Το Κρος – το λένε κι έτσι - είναι μια διεφθαρμένη και στην ουσία μελαγχολική, για τα ευαίσθητα βέβαια μάτια, συνοικία, όπως είναι όλες οι μπουρδελογειτονιές του κόσμου. Όλα, εκεί γύρω, φανερώνουν ένα κλίμα ψυχικής κούρασης, εκνευρισμού και πλήξης.

Τα περισσότερα ταίϊκ εγουέι – φαγητά σε πακέτα, ή φαστφουντάδικα – του Κινγκς Κρος ήταν σ’ ελληνικά χέρια. Σ’ ένα απ’ αυτά, που ’ταν το καλύτερο της περιοχής, δούλευε για πάνω από είκοσι χρόνια ο Στηβ (Στάθης) Λέλεβας. Το μαγαζί ήταν του Κώστα Τσακίρη, που ’ταν φίλος και κουμπάρος του Στάθη. Ήταν το μεγαλύτερο της περιοχής. Εκτός απ’ τα φαγητά και τα αναψυκτικά, στο βάθος είχε μια τεράστια αίθουσα γιομάτη με ηλεκτρονικές μηχανές και μπιλιάρδα.

Ο Στάθης που δούλευε βραδινή βάρδια, πήγε ένα απόγευμα νωρίτερα στο μαγαζί και χαζεύοντας απ’ εδώ κι απ’ εκεί, στη μεγάλη αίθουσα, είδε τον Γιαννάκη. Τον είχε δει αρκετές φορές και προσπαθούσε κάπως να τον βοηθήσει, αλλά δεν έβρισκε τρόπο. Έπαιζε, λοιπόν, ο μικρός μια μηχανή και τον χαϊδολογούσε ένας γνωστός παιδεραστής, ο “Χοντρος”. Μόλις είδε το Στάθη έτρεξε κοντά του.

- Γεια σου, Στηβ.

- Γεια σου κι εσένα.

- Ξέρεις έκανα είκοσι χιλιάδες πόντους στη μηχανή, είπε ο Γιαννάκης στο Στάθη, ενώ ο “Χοντρος”, άρχισε να μουρμουρίζει, πετώντας χυδαίες βρισιές.

- Ε, δεν είναι κι άσκημα, είπε ο Στάθης και μπήκε στην κουζίνα, ν’ αλλάξει ρούχα, αποφεύγοντας και τον παιδεραστή.

Ο “Χοντρός” ήταν γνωστός στην πιάτσα. Ήταν τόσο φουσκωμένο το ποινικό του μητρώο... που δεν υπολόγιζε κανέναν. Μα γιατί θα ’πρεπε να φυλάγεται, αφού τα είκοσι απ’ τα σαράντα του χρόνια τα ’χε περάσει στις φυλακές; 

Ο Στάθης ήθελε να βοηθήσει τον Γιαννάκη. Πώς, όμως; Δεν ήθελε νταλαβέρια μ’ αυτούς τους τύπους, όπως ήταν ο “Χοντρός”. Την ήξερε καλά αυτή τη σάρα και τη μάρα, αφού τους σερβίριζε για πάνω από είκοσι χρόνια. Αυτοί δεν είχαν ηθικούς φραγμούς και δεν σταματούσαν μπροστά σε τίποτε. Όχι να τους ασκημομιλούσες δεν μπορούσες, αλλά μόνο να καταλάβαιναν πως τους αντιπαθούσες, είχαν τον τρόπο να σε στραπατσάρουν, κουνώντας το μικρό τους δάχτυλο. Ύστερα πως θ’ άφηνε, ο “Χοντρός”, να του φύγει απ’ τα χέρια, αυτό το κελεπούρι, το “fresh meat” (“φρες μήτ”) – φρέσκο κρέας - όπως λένε οι άγγλοι; 

Τον πονούσε, λοιπόν, τον Γιαννάκη, ο Στάθης. Όχι, τόσο γιατί ήταν ελληνόπουλο, αλλά γιατί ήταν άβγαλτος. Δε θα μπορούσε, δηλαδή, στην ανάγκη να ζήσει μόνος του, όπως έκαναν χιλιάδες παιδιά του δρόμου. Το κουβέντιασε, λοιπόν, το πράγμα, με τ’ αφεντικό, τον Κώστα, που ’ταν και κουμπάρος του.

- Κουμπάρε, το μαγαζί πάντοτε έχει ανάγκη από προσωπικό. Τι θα ’λεγες αν παίρναμε  τον Γιαννάκη, μπας και τον ξελασπώσουμε;

- Δεν έχω αντίρρηση, αν και νομίζω πως δε θα κάτσει. Βαριά η καλογερική για ένα νέο, που έχει συνηθίσει στο εύκολο κέρδος. Αυτόν τον γυροφέρνουν όλοι οι ανώμαλοι  της πιάτσας. Χε, χε, χε... Αγαθός είσαι, ρε Λέλεβα, γαμώτο του... Ρε, αυτός σε μια ωρίτσα μπορεί να κάνει δυο βδομαδιάτικα. Αυτά που θα του δίνω εγώ. 

Με τα πολλά, έπιασε δουλειά στο μαγαζί, ο Γιαννάκης, μένοντας κι εκεί. Στο βάθος της αίθουσας, με τα μηχανάκια, ήταν ένα μικρό διαμέρισμα, που το ’χαν για αποθήκη. Εκεί κοιμόταν. Σαν ανήλικος, δουλεύοντας έξι βράδια έπαιρνε εκατό δολάρια τη βδομάδα. Οι πειρασμοί, όμως, ήταν μεγάλοι. Πρώτα, οι διάφοροι τύποι που τον ζαχάρωναν. Αυτοί του υπόσχονταν όλα τα καλά της ζωής. Ύστερα, ήταν και οι νέοι της ηλικίας του, που αν και δεν είχαν τα δικά του σωματικά... προσόντα, έκαναν φουρτούνες, πουλώντας το κορμί τους.

Ένα βραδινό, λοιπόν, μετά από δυο μήνες δεν πήγε για δουλειά ο Γιαννάκης. Τον είχε σπιτώσει ένας πλούσιος παιδεραστής. Κι άιντε ν’ αφήσει τα παλάτια και τα κότερα, πέφτοντας στο μεροδούλι. Για μερικούς μήνες έκανε καλή ζωή.  Όλοι της πιάτσας τον ζήλευαν. Ήταν τόσο όμορφος, έχοντας πάνω του και κάτι το γυναικείο, χωρίς να ’ναι ομοφυλόφιλος, που μόνο που τον έβλεπαν οι διεστραμμένοι πάθαιναν. Μα ακόμα και οι κοπελιές, κορίτσια ανήλικα του δρόμου δηλαδή, τον κυνηγούσαν. Όταν πήγαινε στα διάφορα σφαιριστήρια, έλεγαν: “Έρχεται, έρχεται, το ομορφόπαιδο, με τα πράσινα μάτια!”

Έλα, όμως, που ο πλούσιος παιδεραστής, που ’θελε, ν’ αλλάζει παρέες, όπως όλοι του σιναφιού του, τον βαρέθηκε. Έτσι, ο Γιαννάκης, άρχισε να κάνει πιάτσα... στο σιντριβάνι του Κινγκς Κρος. Σ’ αυτήν την πλατεία ψώνιζαν οι ανώμαλοι τα παιδιά του δρόμου και οι έκφυλες πλουσιογριές  τα ζιγκολό. Για κάμποσο καιρό έκανε χρυσές δουλειές, πουλώντας το κορμί του. Δεν άργησε, όμως, να ’ρθει ο ξεπεσμός  και τα ψυχοπλακώματα. Αργότερα έγινε και πορτοφολάς.

 

****

 

Στο Κινγκς Κρος γυρόφερνε για χρόνια ένας νοτιοαμερικάνος. Με το Κάρλος Λόπες, που ’ταν το πραγματικό του όνομα, δούλευε στα τρένα, έχοντας το σπίτι και τ’ αυτοκίνητό του. Στους ανθρώπους, όμως, του υπόκοσμου, παρουσιαζόταν σαν Όσκαρ Σάνζιες, παριστάνοντας και το χαζό για να μην τον ενοχλεί, ή καταδέχεται κανείς. Ο Κάρλος ήταν και πορτοφολάς. Τον χτύπησε, όμως, το πάρκινσον, μάλλον λαφριάς μορφής. Βέβαια, τη δουλειά του δεν την άφησε. Πώς, όμως, θα ξάφριζε πορτοφόλια, με τα τρεμουλιάσματα που ’χε;  Όταν γνωρίστηκε με τον Γιαννάκη ήταν τριάντα χρονών, και βάλθηκε να τον κάνει πορτοφολά και συνεργάτη, νομίζοντας πως ο Γιαννάκης, που ’ταν τότε δέκα εφτά χρόνών, ήταν ο κλασικός τύπος του πορτοφολά, κυρίως γιατί τα δάχτυλά του ήταν μακριά και λεπτά και γιατί είχε καλά νεύρα.

Ο Κάρλος, τον έκανε ξεφτέρι και κάνοντάς του τις πλάτες ξάφριζαν μαζί τα πορτοφόλια. Με το που βουτούσε το πορτοφόλι, ο Γιαννάκης, το πάσερνε στον Κάρλος. Έτσι, ακόμα κι αν καταλάβαινε κάτι το θύμα, κι έμπαινε στη μέση και η αστυνομία, δε θα ’βρισκε τίποτε, αφού το πορτοφόλι θα έκανε φτερά. Η συνεργασία τους κράτησε κάπου τρία χρόνια, μέχρι που το πάρκινσον, του Κάρλος, χειροτέρεψε και παίρνοντας σύνταξη αναπηρίας, πήγε στην πατρίδα του.

Για τον Κάρλος τα κλεψιμαίικα έπιαναν τόπο. Όταν έκαναν γερές μπάζες, όλα απ’ το μερτικό του τα έστελνε κρυφά στην πατρίδα του, γιατί σε μια ώρα ανάγκης δε θα μπορούσε, με το μιστό του, να δικαιολογήσει στην εφορία, μα και στην αστυνομία, τόσα λεφτά. Ο Γιαννάκης, όμως, το πήγαινε μεροδούλι – μεροφάγι. Είχε μπλέξει με κάτι περιθωριακούς τύπους μεγαλύτερους απ’ αυτόν, που ’ταν χαρτοκλέφτες και του τα ’παιρναν όλα. Δεν πέρασε καιρός κι άρχισε να ρουφάει και κοκαΐνη.

 

****

 

Πάνω στις απενταρίες του Γιαννάκη πάτησε ο Κέρυ, που του συστήθηκε με τ’ όνομα Μαξ. Αυτός τον έβαλε στο οργανωμένο έγκλημα, αφού πρώτα τον έκανε ναρκομανή. Κι ο Κέρυ ξεκίνησε από παιδί του δρόμου, στη Νέα Ζηλανδία. Επειδή, όμως, είχε προσόντα... – έγινε ντιπ πωρωμένος – έγινε στέλεχος του οργανωμένου εγκλήματος. Πότε δούλευε στη Νέα Ζηλανδία και πότε στην Αυστραλία, στρατολογώντας νέους για την οργάνωση. Πρώτος στη λίστα του, ανάμεσα απ’ τους νέους, που κυκλοφορούσαν στο Κινγκς Κρος, ήταν ο Γιαννάκης. Πρώτα γιατί είχε καθαρό ποινικό μητρώο, κι έπειτα γιατί είχε εμφάνιση και τρόπους.

- Ρε, Ομορφόπαιδο κάτσε να πιούμε έναν καφέ, του ’λεγε ο Κέρυ, όταν τον έβλεπε να βολοδέρνεται, απ’ εδώ κι απ’ εκεί, χωρίς δεκάρα στην τσέπη.

Ο Κέρυ, όμως, μαζί με τον καφέ, του ’δινε και κάνα στριφτό τσιγάρο, βάζοντας μες στον καπνό και μια μικρή ποσότητα χασίς. Βέβαια, δε γίνεται κανείς χασικλής, αν δεν ξέρει πως αυτό που καπνίζει είναι χασίς. Ο Κέρυ, όμως, που όλα αυτά τα ’παιζε στα δάχτυλα, βάζοντας όλο και περισσότερο χασίς στα τσιγάρα, τα κατάφερε και τον έκανε χασικλή. Για τους μαφιόζους, όμως, αυτό δε φτάνει. Υπάρχουν χασικλήδες που μπορούν να μη μαστουρώσουν για κάποιο διάστημα, ή ακόμα και να σταματήσουν εντελώς την πρέζα. Με τα “σκληρά” ναρκωτικά, όμως, διαφέρει το πράγμα. Δεν υπάρχει, δηλαδή, ναρκομανής που να μπορέσει από μόνος του να σταματήσει το χτύπημα της ένεσης. Με διάφορα, λοιπόν, κόλπα ο Κέρυ, κατάφερε να μυήσει τον Γιαννάκη στον μαγικό... πια κόσμο της κοκαΐνης. Οι μαφιόζοι προτιμούσαν αυτούς που ρουφούσαν την κοκαΐνη απ’ τη μύτη, για να μην υπάρχουν σημάδια απ’ τις ενέσεις στα χέρια. Έτσι έβαλε στο χέρι τον Γιαννάκη τ’ οργανωμένο έγκλημα. Πως τα κατάφερε, ο Κέρυ και τον έσπρωξε στην κοκαΐνη; Αυτό είναι εύκολο. Συμβαίνει μ’ όλους τους ναρκομανείς. Όταν, δηλαδή, δεν έχουν το “δικό” τους ναρκωτικό και υποφέρουν, έχοντας τρομερούς πόνους, βολεύονται με οτιδήποτε άλλο.

Στην αρχή, λοιπόν, ο Γιαννάκης, έκανε τον τσιχλοκολλητή. Στην Αυστραλία οι ναρκομανείς δεν διώκονταν. Αρκεί να μην είχες παραπάνω από δυο δόσεις, ας πούμε, κάποιου ναρκωτικού πάνω σου και περνιόσουν σα χρήστης. Πάνω σ’ αυτό πατούσε το οργανωμένο έγκλημα προωθώντας τα ναρκωτικά, σε μικρές ποσότητες βέβαια, χωρίς κανένα πρόβλημα.

Βρισκόταν, λοιπόν, μέσα σε μια καφετερία, του Κρος, ο Γιαννάκης, έχοντας τη νόμιμη... ποσότητα του ναρκωτικού. Το παζάρι με τον πελάτη το ’καναν άλλοι, όξω απ’ την καφετερία, κάνοντας νόημα και στον Γιαννάκη.

- Θα πας μέσα και μόλις σηκωθεί ο δικός μας θα κάτσεις για καφέ. Το φακελάκι, με το πράμα, είναι κολλημένο με τσίχλα, κάτω απ’ το τραπέζι, έλεγαν στους πελάτες.

Ο Γιαννάκης, αφού κολλούσε το φάκελο, κάτω απ’ το τραπέζι, έβγαινε απ’ την καφετερία για νέες προμήθειες. Αυτός ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για τους μαφιόζους, και για χρόνια κολλούσε... τσίχλες... κάτω απ’ τα τραπέζια ο Γιαννάκης.

 

****

 

Μια φορά η αστυνομία τσίμπησε τον Γιαννάκη.  Ήταν τότε είκοσι δυο χρονών κι έκανε το “βαποράκι”, πηγαίνοντας ναρκωτικά στην επαρχία. Έτσι βρέθηκε στις φυλακές. Εκεί μαρτύρησε. Όπως ήταν νέος, ασπρόπετσος, στρουμπουλός και με παιδικό πρόσωπο, τον ξεπάτωσαν... οι βαρυποινίτες συγκρατούμενοί του. Οι βιασμοί των νέων στις φυλακές έδιναν κι έπαιρναν.., και μόνον οι αρμόδιες αρχές, όπως πάντοτε, δεν είχαν ιδέα. Αυτό τραβούσε για κάπου δυο χρόνια, μέχρι που ο Γιαννάκης, σχεδόν παραφρόνησε.

Με το που βγήκε απ’ τη φυλακή ξέκοψε κι απ’ τους μαφιόζους, ή μάλλον οι ίδιοι τον έκαναν πέρα. Πρώτα γιατί τον ήξερε πια η αστυνομία κι έπειτα γιατί είχε τα χάλια του. Ούτε βέβαια και για ζιγκολό έκανε πια. Έτσι, έγινε πορτιέρης στα στριπτητζάδικα του Κινγκς Κρος, δουλεύοντας με ποσοστά. Δεκάρες, όμως, έκανε. Αυτή η δουλειά θέλει καπατσοσύνη, χαμόγελα και γαλιφιές  κι αυτός είχε τα χάλια του. Η δειλία και η ντροπή που του φόρτωσε το μαστούρωμα και το πέρασμά του απ’ τη φυλακή, τον έκαναν να σου μιλάει, κοιτάζοντας τα παπούτσια σου. Ήταν και οι σακούλες κάτω απ’ τα μάτια του απ’ την κακή διατροφή και τις κακουχίες. Κοντολογίς τίποτε δεν είχε μείνει απ’ το Ομορφόπαιδο, με το αφράτο και βελουδένιο δέρμα και τα πράσινα μυγδαλάτα μάτια. Το μόνο που του είχε μείνει ήταν... τα πορτοφόλια... και καμιά μικροδιάρρηξη.  Στο μεταξύ ο πατριός του είχε πεθάνει και η μάνα του, συνταξιούχα πια, έμενε σε κρατικό σπίτι. Τα ’φτιαξε, μαζί της, ο Γιαννάκης, και κάθε βδομάδα πήγαινε και την έβλεπε, για να λούζεται και ν’ αλλάζει και ρούχα.

 

****

 

Ο Στάθης δεν ήθελε νταλαβέρια με τους περιθωριακούς τύπους του Κινγκς Κρος. Ήξερε το τι γινόταν με τους αστυνομικούς. Πολλοί απ’ αυτούς, παρουσιάζονταν ακόμα και σα ναρκομανείς, με βρώμικα ρούχα, αξύριστοι και με μακριά μαλλιά. Έτσι, με τη βοήθεια και των χαφιέδων, ήξεραν μέσες άκρες, το τι γινόταν στην πιάτσα.

Ένα βραδινό, λοιπόν, μπήκε στην κουζίνα του μαγαζιού, ο Γιαννάκης, μ’ ένα πακέτο στο χέρι. Ο Στάθης αμέσως τον έβγαλε έξω.

- Ρε, Γιαννάκη, σου το έχω πει τόσες φορές πως δε θέλω να μπαίνεις μες στο μαγαζί. Θα με βάλεις σε μπελάδες. Να σου δώσω κάτι να φας και δρόμο.

- Όχι, ρε Στηβ, δε θέλω φαγί. Έσπασα ένα ρολογάδικο κι έχω τριάντα ρολόγια, του ’πε ο Γιαννάκης, που μαζί μ’ έναν επαγγελματία διαρρήκτη, είχαν χτυπήσει ένα μικρό κοσμηματοπωλείο. Ο άλλος κράτησε τα κοσμήματα που πουλιούνται πιο εύκολα, αφήνοντας σ’ αυτόν τα ρολόγια.

Κουβεντιάζοντας ο Στάθης με τον Γιαννάκη, μπήκε στο μαγαζί ο Γκλέν, ο εφημεριδοπώλης, που ’ταν χαφιές της αστυνομίας. Το εφημεριδοπωλείο  του  ήταν δίπλα στο μαγαζί και βλέποντας τον Γιαννάκη με το πακέτο στα χέρια κάτι κατάλαβε. Μπήκε, λοιπόν, στο μαγαζί και του ’πε: 

- Έχεις τίποτε που ν’ αξίζει, Ομορφόπαιδο;

- Κάτι ρολόγια. Θέλεις να τα δεις;

- Δε μ’ ενδιαφέρουν. Αν πέσουν στα χέρια σου τσιγάρα, το ξέρεις το μαγαζί, είπε ο Γκλεν και έφυγε, πηγαίνοντας στο τηλέφωνο.

Κανένας στο Κινγκς Κρος – ούτε και οι αστυνομικοί της περιοχής - δεν ήξερε πως ο Γκλεν ήταν για χρόνια χαφιές της αστυνομίας. Μα αν το ’ξεραν οι μαφιόζοι, θα τον ξεπάστρευαν. Κάτι που έγινε μετά από μερικά χρόνια, όταν πια τον είχαν πάρει χαμπάρι. Ο Γκλεν είχε τον κωδικό του αριθμό και με το που έπαιρνε κάτι το μάτι του, τηλεφωνούσε στην ειδική υπηρεσία της αστυνομίας. Έτσι τον άφηνε η αστυνομία να κάνει τις δικές του κομπίνες, αγοράζοντας κλεμμένα τσιγάρα, τηλεοράσεις, κοσμήματα και βάλε, χωρίς να υπολογίζει κανέναν. Το μόνο που ήξεραν οι αστυνομικοί της περιοχής ήταν πως ο Γκλεν είχε προστάτη κάποιον μεγαλόβαθμο αστυνομικό.

- Γιαννάκη, να τα πετάξεις όλα στα σκουπίδια! Πάλι στη φυλακή θα πας, του είπε ο Στάθης.

- Χε, χε, χε... Και τι μ’ αυτό; Είμαι πια γνωστός πρεζάκιας. Θα με βάλουν στο νοσοκομείο των φυλακών. Εκεί έχει καλό φαί και τσάμπα πράμα.

- Ας είναι κι έτσι. Τώρα δρόμο. Εγώ δεν αγοράζω κλεμμένα.

- Κοστίζουν τρία χιλιάρικα. Εσύ με πεντακόσια δολάρια τα ’χεις.

- Σου είπα πως δεν τα θέλω.

- Τότε δώσε μου εκατό δολάρια, κι αύριο θα πάρεις διακόσα. Τα χρειάζομαι για τη δόση μου. Ρε Στηβ, κράτησε τα ρολόγια, αν δε μου έχεις εμπιστοσύνη.

- Βρες κανέναν άλλον.

- Δεν μπορώ να κυκλοφορήσω στους δρόμους, με το πακέτο. Με ξέρουν οι μπάτσοι και μου ψάχνουν ακόμα και τις κάλτσες.

- Χε, χε, χε... Μα γι’ αυτό δε θέλω τέτοιες παρτίδες μαζί σου.  Για να μην ψάχνουν κι εμένα. Μπήκες; Χε, χε, χε... Κλείνω είκοσι χρόνια στο Κινγκς Κρος και ούτε που ξέρω πως είναι, από μέσα, τ’ αστυνομικό τμήμα.

- Ο Κώστας πού είναι;

- Κοιμάται, στο γραφείο.

- Σε παρακαλώ, μπορείς να τον ξυπνήσεις;

- Αυτό γίνεται.

Ο Κώστας, ξέροντας τα ζόρια του Γιαννάκη, έκανε πως δεν ήθελε τα ρολόγια. Προτού, όμως, αρχίσουν τα παζάρια, μπήκε στη μέση, ο Στάθης.

- Γιαννάκη, πήγαινε, για λίγο, εκεί δα στα μπιλιάρδα και θα σε φωνάξω. Θέλω να μιλήσω στον κουμπάρο μου. Με το φευγιό του Γιαννάκη, είπε ο Στάθης στον Κώστα.

- Κουμπάρε κάτσε στ’ αυγά σου... Δεύτερη αναστολή δεν υπάρχει. Ύστερα, δεν έχεις ανάγκη από λεφτά. Έχεις και μάλιστα μπόλικα, βλογημένε.

- Κοίτα ρε έναν τύπο... Ξέρεις άνθρωπο που να του δίνουν λεφτά και να μην τα παίρνει;

- Κι αν σε τσιμπήσουν; Κι αν πας φυλακή;

- Σαχλαμάρες... Απ’ αυτά θα βγάλω τουλάχιστο δυο χιλιάρικα. Χε, χε, χε.... Εσύ, κουμπάρε, με τα μυαλά που σέρνεις ποτέ δε θα σηκώσεις κεφάλι.

- Είμαι ευχαριστημένος μ’ αυτό που είμαι. Προσέχω τον εαυτούλη μου και τίποτ’ άλλο.

- Πάρτο χαμπάρι, ρε Στάθη, πως και το εμπόριο είναι νόμιμο κλέψιμο.

- Χε, χε, χε... Μ’ αφού είναι νόμιμο..., δεν έχει θείο τον εισαγγελέα. Ρε, φαταούλα, αποκλείεται να τον έστειλαν  οι μπασκίνες, αφού τον έχουν στο χέρι;

- Ουφ! Την καταστροφή φέρνεις. Και γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο;

- Μα πρωτάρης είσαι; Γιατί, έτσι γραπώνουν, οι τίμιοι βέβαια αστυνομικοί, τους κλεπταποδόχους σαν την αφεντιά σου. Ή για να τα κονομήσουν οι διεφθαρμένοι αστυνομικοί.

- Χε, χε, χε... Μυστήριο κάρο είσαι. Ρε, αν το ρίχναμε στις υποθέσεις, δε θα βγαίναμε απ’ τα σπίτια μας. Θα σκεφτόμασταν: “Κι αν πέσει κάνα κεραμίδι... και μου σπάσει το κεφάλι;”

- Βλογημένε, άλλο είναι να πέσει το κεραμίδι, από μόνο του... κι άλλο να το τραβήξει κανείς με σπάγκο... Αυτό κάνεις εσύ.

Στο τέλος, ο Κώστας πήρε τα ρολόγια με τρακόσα δολάρια, τζάμπα δηλαδή. Δεν πρόλαβε, όμως, να βγει ο Γιαννάκης και μπούκαραν στο μαγαζί δυο ντερέκια αστυνομικοί, με πολιτικά. Είχε δουλέψει το τηλεφώνημα του Γκλεν. Οι αστυνομικοί, βέβαια, βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν χαρτζιλίκι. Γι’ αυτούς ήταν καθαρή βλακεία να είσαι αστυνομικός στο Κινγκς Κρος και να περιορίζεσαι μόνο στο μιστό σου. Βέβαια, πρώτα πήραν τα ρολόγια, απ’ τον Κώστα, και τα τρακόσα δολάρια απ’ τον Γιαννάκη. Στη συνέχεια το ξεκαθάρισαν του Κώστα χωρίς πολλές κουβέντες. Πως αν, δηλαδή, δεν τους έδινε πέντε χιλιάδες δολάρια θα τον πήγαιναν στο δικαστήριο. Τα λεφτά ήταν πολλά, αφού με τριάντα χιλιάδες δολάρια αγόραζες σπίτι. Αυτοί, όμως, ήξεραν τι έκαναν. Ο Κώστας δεν είχε άλλη επιλογή. Πριν από έξι μήνες είχε καταδικαστεί, πάλι για κλεπταποδοχή, τέσσερις μήνες, με δυο χρόνια αναστολή. Ε.., είχε πέσει σ’ αστυνομικούς που δε λαδώνονταν. Τούτη τη φορά, όμως, θα πήγαινε στη φυλακή. Δεύτερη αναστολή δεν υπήρχε. Ο Κώστας, συμφώνησε. Έτσι τη σκαπουλάρισε κι ο Γιαννάκης. Μα αν έδιναν συνέχεια στο θέμα, οι αστυνομικοί, θα έχαναν όχι μόνο τα πέντε χιλιάρικα, αλλά και τα ρολόγια, μαζί και τα τρακόσα δολάρια.

 

****

 

Ο Γιαννάκης την είχε πιο άσκημα απ’ όλους. Πώς θα έπαιρνε τη δόση του; Βγαίνοντας, όμως, απ’ το μαγαζί γυάλισε το μάτι του, βλέποντας κόσμο μπροστά σ’ ένα σουπερμάρκετ. Εκεί έκανε τα νούμερά του ένας υπαίθριος αθλητής. Οι περαστικοί είχαν στριμωχτεί για να κάνουν χάζι. Εκεί πήγε κι αυτός για να σουφρώσει κάνα πορτοφόλι. Πηγαίνοντας πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη μεριά, βρήκε ένα βολικό θύμα. Ήταν ένας τριαντάρης και  γεροδεμένος άντρας, αλλά στουπί στο μεθύσι. Ίσα που στεκόταν στα πόδια του. Το πορτοφόλι το ’χε στην κωλότσεπη. Το μήλο ήρθε κι ωρίμασε. Ο τύπος παρόλα τα σπρωξίματα και τις χειρονομίες του Γιαννάκη, δεν έπαιρνε χαμπάρι. Με τα πολλά, το πορτοφόλι βρέθηκε στα χέρια του Γιαννάκη, που το ’χωσε  στον κόρφο του. Πάνω στην αγωνία του, όμως, δεν πρόσεξε πως ένας αστυνομικός, με πολιτικά, τον παρακολουθούσε. Τον έπιασε, λοιπόν,  απ’ τα χέρια και του ’πε:

- Φρόνιμα... Είμαι αστυνομικός.

Ο Γιαννάκης πανικοβλήθηκε. Έφερε στο νου του τη φυλακή μα και την κοκαΐνη που του ’λειπε βασανιστικά. Έβαλε, λοιπόν, τα δυνατά του και μουγκρίζοντας σαν το περικυκλωμένο αγρίμι, ξέφυγε απ’ το πιάσιμο του άλλου και το ’βαλε στα πόδια. Βλέποντας, όμως, πως δε θα μπορούσε να πάει μακριά, απ’ την εξάντληση που ’χε, κι επειδή ο αστυνομικός εξακολουθούσε να τον κυνηγάει, πέταξε το πορτοφόλι κατά γης κι έκανε να περάσει στην άλλη μεριά του δρόμου. Το λάδι του, όμως, είχε τελειώσει. Ένα φορτηγό που περνούσε εκείνη τη στιγμή, τον παράσυρε και τον τσαλαπάτησε σχεδόν μ’ όλες τις ρόδες του.

Ο Γιαννάκης δεν πρόλαβε ούτε ένα κιχ να βγάλει. Αυτό ήταν το τέλος του παιδιού με τη μόνιμη θλίψη, που τόνιζε την ομορφιά του: του Ομορφόπαιδου, του Κινγκς Κρος. Για κάμποση ώρα είχε κλείσει ο δρόμος, απ’ τους ανθρώπους της πιάτσας και τους περαστικούς. Όσοι βέβαια τον ήξεραν έλεγαν μονολογώντας:

- Πούουρ Τζων... (Φτωχέ Γιάννη...). Πούουρ θίνγκ... (Κακομοίρη).

Τις ίδιες μουντές σκέψεις έκανε κι ο αστυνομικός, που τον κυνηγούσε, βλέποντας πως το πορτοφόλι, είχε μέσα μόνο ένα δολάριο. Μαζί με τους άλλους ήταν κι ο Στάθης. Στα γρήγορα έφερε μπρος στα μάτια του νου τη ζωή του Γιαννάκη. Πώς στα δεκαπέντε του εμφανίστηκε στη αμαρτωλή συνοικία, εκείνο το μικρόσωμο, συμπαθητικό και πάντοτε μελαγχολικό παιδί, με το κοριτσίστικο πρόσωπο. Θυμήθηκε αυτά που του ’χε πει ο Γιαννάκης για τον πατριό του. Για το πώς άρχισε και πού έφτασε, ή μάλλον πού τον πήγε τ’ οργανωμένο έγκλημα. Για τη μάνα του που τον περίμενε κάθε βδομάδα στο σπίτι για να τον πλύνει και να του φορέσει καθαρά ρούχα, και που όταν δεν πήγαινε στη μέρα του, ερχόταν στο Κινγκς Κρος και τον έψαχνε.

Αυτά σκεφτόταν ο Στάθης και τον έπιασε ένα γλυκό βούρκωμα, που το χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή, γιατί του ’ρχόταν να βάλει τις φωνές, να σκίσει τα ρούχα του. Ναι, ευτυχώς που ’χε πάνω του αυτά τα βουρκώματα που κάπως τον καλμάριζαν, σε τέτοιες περιπτώσεις. Κι ευτυχώς που την είχε φαει τη ζωή με το κουτάλι και πάντοτε χτυπούσε το γαϊδούρι αντί το σαμάρι. Μόνο που δάγκωσε το κάτω χείλος του, μέχρι που ’βγαλε αίμα και πήγε στο μαγαζί για τη δεκάωρη βραδινή βάρδιά του, σιγανομουρμουρίζοντας:

 

Κατάρα στην κοινωνία, που το ρίχνει στους αφορισμούς,

κλείνοντας τα μάτια μπροστά στην αλήθεια.

Κατάρα στην κοινωνία, που δυναμώνει σε βάρος της ευτυχίας των νέων.

 

No comments: