Saturday, September 19, 2009

Έλληνας χωρίς Ελλάδα του Ανδρέα Παπαγεωργόπουλου


Το βιβλίο αυτό, είναι ένα μεγάλο ρεπορτάζ ενός ρεπόρτερ χωρίς σύνορα, ενός δημοσιογράφου στη ξενιτιά, που περιγράφει το προσωπικό του οδοιπορικό σε τρεις ηπείρους, αρχίζοντας από την Ευρώπη, στη συνέχεια τη μακρινή αλλά φιλόξενη Αυστραλία, πηγαίνοντας από καραμπόλα στη Λατινική Αμερική και καταλήγοντας στην Ευρώπη, μεταφέροντας πάντα στην βαλίτσα του το αθεράπευτο μικρόβιο της δουλειάς που πρωτόμαθε. Μιας δουλειάς της οποίας δυστυχώς το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα είναι η αναξιοπιστία και η περιφρόνηση που υπάρχει στον δημοσιογραφικό κόσμο. Βέβαια, αναφέρομαι στην Ελλάδα. Το επισημαίνω αυτό, γιατί ένας πανάξιος και λαμπρός συνάδελφος δημοσιογράφος, λίγο πριν φύγει νεότατος, πρόσφατα, ο Γιάννης Διακογιάννης, είχε πει το χαρακτηριστικό: «Ο ελληνικός λαός δεν ενημερώνεται. Δεν ενημερώνεται σωστά. Δεν υπάρχει η δυνατότητα όσα γεγονότα γίνονται να φτάσουν στ΄ αυτιά του». Εγώ θα συμπλήρωνα ότι ο δημοσιογράφος σπάνια μπορεί να γράψει, να υπογράψει και να δημοσιεύσει αλογόκριτη την άποψή του.

Όταν μάθαινα την τέχνη στο πανεπιστήμιο της εφημερίδας, μπορεί να έβγαζα είδηση-λαβράκι, αλλά έτρωγα ψιλό μαριδάκι. Σήμερα, κατά το νεοελληνικό σατιρικό λεξικό του Μιχάλη Πιτσιλίδη, πολλοί βγάζουν είδηση-αθερίνα, αλλά τρώνε λαβράκι παρέα με πολιτικούς και επιχειρηματίες. Αφήνοντας την μαχόμενη δημοσιογραφία, κατάλαβα ότι όσο πιο μακριά από το επάγγελμα αυτό βρίσκεται ο δημοσιογράφος, τόσο πιο μεγάλο το ψάρι που τρώει και φυσικά τόσο πιο μικρό αυτό που πιάνει.

Τώρα, πολλοί δημοσιογράφοι έχουν φορέσει τον μανδύα του κομματόσκυλου. Γαβγίζουν πάντα τον αντίπαλό τους, είναι πιστοί στα αφεντικά που τους ταΐζουν, με μοναδικό μειονέκτημα ότι τρώνε πολύ και λερώνουν όπου βρουν. Αποκαλούνται και «τσάτσοι». Διαθέτουν κότερο και διακρίνονται για το σοβαροφανές ύφος και τη μαχητικότητά τους στο να απαξιώνουν κάθε τι που βρίσκεται απέναντι από τα εμφανή και αφανή συμφέροντα αυτών που τους χρυσοπληρώνουν. ΄Ασε που όλοι τους ανήκουν στη κατηγορία του ξερόλα δημοσιογράφου, που, όπως διαβάζω στην εφημερίδα του εκδότη αυτού του βιβλίο μου, «Το Ποντίκι», τη μια μέρα ο τηλεπαραθυράκιας το παίζει σεισμολόγος, την άλλη οινολόγος, την τρίτη ογκολόγος, την τέταρτη γυναικολόγος και την πέμπτη εκλογολόγος.

Κι όλα αυτά, σε μια εποχή που για τους πολιτικούς είναι πιο εύκολο να βρίζονται καθημερινά και πολύ πιο δύσκολο να βρίσκουν λύσεις στα προβλήματα του λαού, να εκπονούν πολιτικές, να διαχειρίζονται την καθημερινή επικαιρότητα και στο τέλος, ρε αδερφέ, να αναλαμβάνουν τις τυχόν ευθύνες τους. Ευαγγελίζονται τον πολιτικό πολιτισμό και εφαρμόζουν τον πολιτικό βανδαλισμό. Με τον δύσμοιρο ψηφοφόρο να βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα να αποφασίζει κάθε φορά για το ποιος πολιτικός είναι πιο κλέφτης ή πιο έντιμος από τον άλλο. Πως να πάει μπροστά αυτός ο τόπος, όταν οι πολιτικοί «συμψηφίζουν» και θεωρούν ότι δικαιούνται να κάνουν όπως οι προηγούμενοι, οι δε πολίτες να τους ψηφίζουν για να κάνουν ακριβώς το αντίθετο;


Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, η δημοσιογραφία δεν είχε καμιά σχέση με το σήμερα. Μάθαινες τη δουλειά σε συνθήκες απερίγραπτης φυσικής ταλαιπωρίας στο μαγκανοπήγαδο της ενημέρωσης. Για την τότε φουρνιά των συναδέλφων μου, το πραγματικό Πανεπιστήμιο ήταν μεταξύ εφημερίδας και πεζοδρομίου. Ήταν τα χρόνια του ρεπορτάζ, της πιλάλας πίσω από το περιπολικό της αστυνομίας, το ασθενοφόρο ή το πυροσβεστικό όχημα, για αναζήτηση της είδησης.

Η περιπλάνηση ανά την υφήλιο του Έλληνα χωρίς Ελλάδα, αρχίζει αφού έμαθα ή νόμιζα ότι έμαθα την τέχνη του γραψίματος και τα χειρόγραφα πήγαιναν στο τυπογραφείο χωρίς πολλές διορθώσεις. Ένα βράδυ στην αίθουσα του κινηματογράφου της οδού Παπαδιαμαντοπούλου, στην Αθήνα, παίρνω την απόφαση της φυγής στο εξωτερικό για να αποκτήσω το πολύτιμο εφόδιο της αγγλικής γλώσσας. Τι συνέβη;

Είχα την ευκαιρία να καθίσω για λίγα λεπτά δίπλα σε μια διάσημη κυρία. Την πρώην First Lady (μη μου πείτε ότι δεν θυμίζει όνομα αλόγου ιπποδρομιακής κούρσας!), την πρώτη κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και τότε πρώτη κυρία της Ολυμπιακής Αεροπορίας, των τάνκερ και του Σκορπιού, την Τζάκι. Τη νέα σύζυγο του δικού μας ζάπλουτου Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήξερε να επιλέγει το άλογο και φυσικά να κερδίζει το στοίχημα. Η Κονιαλίδη, αδελφή του μεγιστάνα, που συνόδευε την Τζάκι στον κινηματογράφο, μου είχε παραχωρήσει τη θέση της επειδή έπρεπε να βγει έξω να τηλεφωνήσει. Κουνητά δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη. Η ευκαιρία για μια αποκλειστική μίνι συνέντευξη μετατράπηκε σε ξεφτίλα, για να μη πω τραγωδία, αφού μετά δυσκολίας ψέλλισα μόνο ένα …ντου γιου λάικ ΄Αθενς. Φυσικά…την επόμενη ημέρα στην εφημερίδα μπήκε τετράστηλη συνέντευξη.

Για να αποδειχτεί ότι το καλό δαιμόνιο της φυλής μας είναι πιο ισχυρό από τον κακό δαίμονα του τυπογραφείου της εποχής εκείνης, ένα μήνα μετά το συμβάν του κινηματογράφου, είχα το θράσος να πάω φουλαριστός στην Όθωνος, όπου ήταν το γραφείο του Ωνάση στο Σύνταγμα. Ακολούθησε ο εξής διάλογος:
-Αφεντικό, τα σέβη μου.
-(Γέλια εκ μέρους του). Λέγε, τι τρέχει…
-Φέλω να σπουδάσω στο Λονδίνο…και χρειάζομαι ένα εισιτήριο…
-Νόμιζα ότι ήθελες να πάρεις συνέντευξη …Και τι θα σπουδάσεις;
- Αγγλικά, κύριε Ωνάση.
-Αύριο έλα να το πάρεις από κάτω. Είναι ο μόνος τρόπος για να σε ξεφορτωθώ από το καθημερινό κυνηγητό. Χάσου από μπροστά μου… (πάλι γέλια).

Με την κατάρρευση της επτάχρονης δικτατορίας, στριφογυρίζουν στη κεφαλή μου τα γραπτά του αξέχαστου Παύλου Παλαιολόγου, του πρύτανη του χρονογραφήματος, δίπλα στον οποίο είχα το προνόμιο να μυρίζω την χαρτούρα, να εισπνέω λάγνα το αντιμόνιο του πιεστηρίου, να ζω την αξέχαστη ατμόσφαιρα της γέννησης του καθημερινού φύλλου.

«Το επάγγελμά μας είναι σκληρό. Με τη διαφορά ότι τη σκληρότητα δεν τη ζούμε. Τη γλεντάμε, Την καλύπτει το μεράκι, το πάθος. Εγκαταλείπεις τη μητέρα σου, τον πατέρα σου, τα παιδιά σου, εγώ θα πρόσθετα, άσε αυτή τη ταλαίπωρη τη γυναίκα σου, για να προσκολληθείς στην εφημερίδα. Όχι βέβαια γιατί συμφωνείς με τις ιδέες της, αλλά επειδή στις εγκαταστάσεις της αναπνέεις αντιμόνιο και μυρίζεις τυπογραφικό μελάνι. Χωρίς ωράριο, με μισθό θανάτου. Δεν προλαβαίνεις να πας σε κηδεία. Μα, είναι επάγγελμα αυτό; Αν αντέχεις κάθεσαι, αν όχι γίνεσαι δικηγόρος, γιατρός, τραπεζικός, στρατιωτικός, ναυτικός, διπλωματικός, δημόσιος υπάλληλος». Διάλεξα κάτι μεταξύ των δύο τελευταίων.

Ήξερα από την πρώτη στιγμή, αναλαμβάνοντας προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου της πρεσβείας μας στους Αντίποδες, τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού στο συγκεκριμένο πόστο, αρνούμενος να γίνω καριερίστας. Άλλωστε, κανείς δεν μου στραμπούλιξε το χέρι να πιάσω δουλειά στο δημόσιο. Κάθε μετακίνηση ανά την υδρόγειο ήταν δική μου επιλογή, κυρίως για οικογενειακούς λόγους. Πάντως, αναγνωρίζω ότι το παντεσπάνι της απρόσωπης δημόσιας διοίκησης, μου έδωσε το μεγάλο προνόμιο να αφουγκραστώ τα τελευταία 30 χρόνια, τον παλμό των έξη και πλέον εκατομμυρίων απόδημων αδελφών μας….

Γυρίζοντας στο βιβλίο, ομολογώ ότι όσο πιο μακριά ήμουνα, στην Αυστραλία, στην Αργεντινή, τόσο πιο κοντά αισθανόμουν στην Ελλάδα. Το περίεργο είναι ότι αισθάνομαι το ακριβώς αντίθετο, όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα πάνω από δυό-τρεις εβδομάδες. Τώρα, στην Ισπανία, ζω σε μια άλλη Ελλάδα «χωρίς να με πληγώνει», για να δανειστώ την επωδό του Σεφέρη. Ναι , είναι κι αυτή ένα κομμάτι Ελλάδας, χωρίς εθνικά σύνορα, με ιστορία 2.300 χρόνων. Στο βόρειο μέρος της Καταλονίας αντικρίζεις τα ερείπια της ελληνικής πόλης Εμπούριες, από το αρχαίο εμπορείο ή εμπορία, και λίγο πιο πέρα το λιμάνι της Ρόσες ή Ρόθες, από τη δικιά μας Ρόδο. Το ίδιο και σε άλλα σημεία της Ιβηρικής χερσονήσου, όπως το Τολέδο, με το σπίτι και το εργαστήρι του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, για να αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα.

Ομολογώ πως με αρκετή δυσκολία έβαλα τις εμπειρίες μιας τρια-κονταπενταετούς περιπλάνησης σ΄ ένα δεύτερο βιβλίο. Το πρώτο, «Ο ελληνισμός της Αυστραλίας», κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στα ελληνικά και αγγλικά το 1981 στο Σύδνεϋ, με πολλές λεπτομέρειες και για τον απόδημο ελληνισμό. Η μακεδονική σαλάτα τριών γλωσσών…ελληνικών, αγγλικών και ισπανικών, επόμενο ήταν να αφήσει βαθιά χαραγμένο στην κεφαλή μου το πρόβλημα διατύπωσης του γραπτού λόγου. Στον προφορικό, οι δυσκολίες είναι ακόμα μεγαλύτερες, μετά από τρεισήμισι δεκαετίες.

Συνειδητοποιώντας πως η επιστροφή δεν είναι πάντα το ίδιο εύκολη με τη φυγή, τι πιο φυσικό από την γραφή ενός κειμένου που ξεκινά σαν αυτοβιογραφία, εξελίσσεται σε οδύσσεια μέσα από την νεοελληνική δημόσια διοίκηση, με ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσίαση του πόσοι είναι και πού οι ξενιτεμένοι συμπατριώτες μας, τα προβλήματά τους, τα επιτεύγματά τους, δίνοντας παράλληλα άγνωστες λεπτομέρειες γεγονότων που και σήμερα είναι στην διεθνή επικαιρότητα. Είμαι σίγουρος ότι θα αγγίξει τις ψυχές όλων σας, γιατί οι περισσότεροι από σας είστε ξενιτεμένοι όπως κι εγώ, που δεν κρύβω την νοσταλγία για την Ελλάδα και τους φίλους μου στο επάγγελμα, ούτε την τάση της φυγής όταν είμαι στην γενέθλια χώρα. ΄Οπου κι αν βρίσκομαι, όμως, παραμένω Έλληνας δημοσιογράφος.

Το σερβίρισμα αυτού του ζωντανού ρεπορτάζ της ζωής μου, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια εξομολόγηση, θα κριθεί από τον αναγνώστη του. Είναι αφιερωμένο σε δύο παιδιά. Δύο παιδιά, που η μοίρα τα θέλει να ΄ναι κι αυτά ΄Ελληνες χωρίς Ελλάδα. Να ζουν στη μακρινή, αλλά φιλόξενη, Αυστραλία. Τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη. Τα παιδιά μου.






Στα γραφεία των εφημερίδων μύριζε ακόμα συσσωρευμένο, παλιό χαρτί. Μικροί, σκληροί πυρήνες νέων, τότε, ανερχόμενων ρεπόρτερ επάνδρωναν τους ορόφους, σάρωναν τα πεζοδρόμια στο κατόπι της είδησης, δοκίμαζαν την τύχη τους κομίζοντας χειρόγραφα στους "παλιούς", εισέπνεαν λάγνα το αντιμόνιο του πιεστηρίου... και κατέληγαν να αποτιμούν τα καθημερινά επιτεύγματά τους σε νουάρ στέκια της εποχής... Αθήνα. Δεκαετία του '60. Ανάμεσα στους υπόλοιπους ερωτευμένους με το "επάγγελμα" κι ο Ανδρέας. Τι γίνεται όμως όταν το δαιμόνιο της φυλής αποδεικνύεται πιο ισχυρό από τον καλό δάιμονα του τυπογραφείου; Το ίδιο πάθος που τον έριξε στο δημοσιογραφικό κυνήγι, θα τον στείλει με τζάμπα εισιτήριο στους Αντίποδες. Ο Αντρέας έχει -όπως πολλοί άλλοι- συγγενείς στην Αυστραλία. Αποφασίζει να ξενιτευτεί για να ισχυροποιήσει τη θέση του. Να μάθει "αγγλικά", να αποκτήσει εφόδια. Η επιστροφή, όμως, δεν είναι το ίδιο εύκολη με τη φυγή. Δημοσιογράφος στην ξενιτιά, παρακολουθεί αδιάκοπα και παρατηρεί δύο Ελλάδες. Τη Μητρόπολη που αλλάζει χρώματα και νοοτροπίες και τη Μεγάλη Ελλάδα των ομογενών. Και δεν ξέρει αν ανήκει σε κάποια από τις δύο...

No comments: