Thursday, February 5, 2009
Χρίστος Λ. Τσολάκης , Καθηγητής -Προλογίζει το βιβλίο Κιβωτός της Νεοελληνικής Γλώσσας τόμοι Α & Β του Γ. Πλακιά
Γράφει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης για τη γλώσσα, κι είναι βαθύς ο λόγος του: «Γλώσσα δεν είναι, καθώς φαντάζονται κάποιοι αράδιασμα από λέξεις, τύπους και κανόνες, όπως αναγράφονται σε λεξικά και γραμματικές… παρά η έκφραση του εσωτερικού μας κόσμου, κύμα ζωής, άνοιγμα και επαφή ψυχών, ανταλλαγή αισθημάτων και σκέψεων μέσα σε συνομιλία, ερώτηση και απόκριση, άρνηση και κατάφαση, προσταγή, απαγόρευση και παράκληση, μικροεπεισόδια, πεζότητες και ταπεινότητες της καθημερινής ζωής και έξαρση και κατάνυξη, τραγούδι και κλάμα, χαρά και καημός, τρικυμία και γαλήνη, αγάπη και πάθος, αγωνία και κατάρα, επιστήμη και ζωή, σκέψη, ενατένιση της μοίρας και φιλοσοφία – όλα αυτά είναι γλώσσα ατομική και εθνική. Γλώσσα είναι ολόκληρος ο λαός, λέει ένα φλαμανδικό ρητό».
Αυτήν, λοιπόν, τη γλώσσα, την ατομική και την εθνική, τη ζωντανή και παλλόμενη, αιχμαλωτίζει και εγκιβωτίζει με έναν μοναδικό για τα γλωσσολογικά χρονικά τρόπο ο Γιώργος Πλακιάς στο μεγάλο και πρωτότυπο έργο που το τιτλοφορεί Κιβωτό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Και όντως είναι Κιβωτός. Μοιάζει και δεν μοιάζει με τα συνηθισμένα | γνωστά | παραδοσιακά λεξικά. Έχει και δεν έχει δικά τους χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Το είδος που εισάγει στα λεξικολογικά και τα λεξικογραφικά μας πράγματα έχει εξάπαντος τη σφραγίδα της πρωτοτυπίας. Από την άποψη αυτή, ο αυτοδίδακτος γλωσσο-λογικά Πλακιάς παραπέμπει σε έναν επίσης αυτοδίδακτον και μεγάλον της λεξικολογίας μας, τον Θεολόγο Βοσταντζόγλου. Πρωτοτύπησε κι εκείνος και έφερε στη γραμματεία μας μια σειρά λεξικών, το καθένα με την ιδιαιτερότητά του και τη χρηστικότητά του, που κομίζουν στη λεξικολογία τον θησαυρό της γλώσσας μας. Και όλα αυτά χωρίς να θραύει τους νόμους των σχετικών περί την γλώσσαν επιστημών. Δεν τους θραύει τους υπερβαίνει.
Έτσι και ο Πλακιάς γράφει τη δική του ιστορία με απέραντο σεβασμό προς τη σχετική επιστήμη της λεξικολογίας | λεξικογραφίας. Κομίζει το νέο και, μέσα από αυτό, τα πλούτη του ελληνικού μας λόγου, χωρίς να τραυματίζει το παλαιό. Από την άλλη μεριά, πάλι, δεν εγκλωβίζεται στα πανάρχαια και δοκιμασμένα σχήματα, ώστε να προσφέρει κι αυτός «μια από τα ίδια». Έχουν μεγαλείο ευρηματικότητας οι ερασιτέχνες. Η αποκλίνουσα σκέψη τους ανοίγει νέους ορίζοντες δημιουργίας. Μ’ αυτούς ο πολιτισμός βηματίζει.
Και βέβαια ό,τι συλλαμβάνει και πραγματώνει ο ταλαντούχος, δηλαδή ο ιδιοφυής περί τα γλωσσικά και γλωσσολογικά Πλακιάς, το συλλαμβάνει και το πραγματώνει συνειδητά συνοδεύοντάς το και από τη σχετική θεωρία γράφει: «Ο ρόλος (αυτού του πονήματος) είναι πρωτευόντως εκπαιδευτικός και δευτερευόντως χρηστικός. Δεν ακονίζει τη μνήμη του χρήστη, αλλά το γλωσσικό του αισθητήριο. Δεν παρέχει ιδιαίτερες πληροφορίες για κάθε λέξη, αλλά αφήνει τις λέξεις να αυτοσυστήνονται και να αυτοπροσδιορίζονται μέσα από τα συμφραζόμενα. Δεν παραπέμπει από λέξη σε λέξη, αλλά δίνει απαντήσεις παραχρήμα και επί τόπου. Χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη, τον ταξιδεύει στον μαγευτικό κόσμο της ζωντανής γλώσσας…».
Αυτά σημαίνουν ότι το έργο είναι σύγχρονο, είναι δηλαδή σύμφωνο με τις θέσεις της νεότερης εφαρμοσμένης γλωσσολογίας. Δεν είναι παθητικό, μνημονικό, στατικό. Αντίθετα, είναι ενεργητικό, δραστικό, δυναμικό. Όπως ενεργητική, δραστική, δυναμική είναι και η γλώσσα, η οποία πάλλεται διαρκώς σαν τη θάλασσα. «Τα σπλάχνα της κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», θα έλεγα παραλλάσσοντας λιγάκι τον γνωστό στίχο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Διονυσίου Σολωμού. Γιατί τότε μονάχα ζωντανεύουν οι λέξεις, όταν βρεθούν μέσα στο φυσικό / κοινωνικό τους περιβάλλον, όπως ζωντανεύουν τα μέλη ενός αρχαίου ναού, όταν βρεθούν στον λειτουργικό τους ρόλο. Διαφορετικά τα λεξικά καταντούν τα μουσεία του λόγου.
Κι αυτό κάνει ο συντάκτης του παρόντος έργου: αντλεί το υλικό του από κάθε μορφή «ζέοντος λόγου» που κουβαλάει μέσα του και που βρίσκεται σε ευθεία αντανάκλαση με τον λόγο της καθημερινής ζωής, του τύπου, του παραμυθιού, του δημοτικού τραγουδιού, της λογοτεχνίας, της επιστήμης, της δοκιμιογραφίας, της διοίκησης, της τέχνης, κάθε μορφής και ποικιλίας κοινωνικού, ιδιωματικού και κοινού (νεο)ελληνικού λόγου. Από το άγιο τραπέζι της γλώσσας δεν πετά ούτε ένα ψίχουλο. Γιατί ξέρει ότι τα ψίχουλα αυτά είναι αγιασμένα στα λαρύγγια των Ελλήνων, όπως ξέρει ότι είναι αχθοφόροι και δημιουργοί πολιτισμού. Οι λέξεις, είπαν, είναι σαν τα κοχύλια του γιαλού μέσα τους αντιβουίζει ο ωκεανός της ιστορίας που τις έχει πλάσει δεν έχεις παρά να τις βάλεις στο αυτί σου και θα τον ακούσεις τον αχό της, όπως ακούς τον αχό του πέλαου αν ακουμπήσεις στο αυτί σου ένα κοχύλι. Φτάνει να έχεις γυμνάσει την ακοή σου. Ζωντανεμένες μάς προσφέρει ο Πλακιάς μέσα από την Κιβωτό του τις λέξεις απαράλλαχτα όπως το νερό της θάλασσας ζωντανεύει τα κοχλάδια του. Και η Κιβωτός του Νώε, άλλωστε, ζωντανά έσωζε μέσα της τα πλάσματα της γης.
Η μέθοδος των παλαιών λεξικογράφων – άριστη για συνήθη περιγραφικά λεξικά – να απομονώνουν τη λέξη από την ακολουθία του λόγου και να την ανατέμνουν φωνητικά, μορφολογικά, σημασιολογικά, ετυμολογικά και άλλως πως είναι ξένη στις προθέσεις του δημιουργού της Κιβωτού και δεν ενδείκνυται. Είναι τελικά μια εργασία που μένει στην περιοχή της επιστήμης: αποθησαυρίζει, εντάσσει, κατηγοριοποιεί, ορίζει, ερμηνεύει, κωδικεύει, αναλύει, αλλά καταψύχει κιόλας τον λεκτικό μας πλούτο. Πληροφορεί αλλά δεν δημιουργεί. Δημιουργική θέλει την Κιβωτό του ο δημιουργός της. Κάτι που συνάδει, άλλωστε, και με τη διδακτική πράξη και τη γλωσσική ικανότητα (linguistic competence), η οποία εδράζεται, θα μας έλεγε ο Ν. Chomsky, στη γλωσσική συνείδηση του ομιλητή, του στοχαστή, του χρήστη της γλώσσας. Είναι αυτή που οδηγεί στη γλωσσική πληρότητα (linguistic performance), σύμφωνα πάντα με τις πρωτότυπες και επαναστατικές απόψεις του πατέρα της μετασχηματιστικής γλωσσολογίας. Αυτά σηματοδοτούν τη δυναμική χρήση της γλώσσας αντί της παλαιότερης της στατικής. Δεν μας ενδιαφέρει τώρα τόσο η παρουσίαση | περιγραφή του λόγου ως συστήματος σχέσεων των γλωσσικών του στοιχείων, όσο μας ενδιαφέρει η παρουσίασή του ως δυναμικού μηχανι-σμού παραγωγής και αναπαραγωγής, σχηματισμού και ανασχηματισμού, δόμησης και αναδόμησης των προτάσεών του και των κειμένων του.
Εξάλλου οι κοινωνικές διακυμάνσεις συνεπάγονται γλωσσικές διακυμάν-σεις. Γλώσσα και κοινωνική ζωή βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση. Γλωσσικές και κοινωνικές δυναμικές επηρεάζονται και διαμορφώνονται αμοιβαία. Η ενέργεια, που παράγεται και διαμορφώνεται στη ζωή, διοχετεύεται στη γλώσσα και την επηρεάζει, και το αντίστροφο, η ενέργεια, που παράγεται και αναπτύσσεται με τη γλώσσα, διοχετεύεται στη ζωή και, φυσικά, την επηρεάζει. Η συνδιακύμανση γλωσσικών μεταβλητών και κοινωνικού είναι και γίγνεσθαι αποτελεί βεβαίως μια πραγματικότητα υπολογίσιμη, όταν ο λόγος αφορά τις ζωντανές γλώσσες. Και το έργο του Πλακιά είναι ζωντανό.
Το ίδιο θα μας πει και ένας άλλος διακεκριμένος γλωσσολόγος της θεωρητικής και της εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, ο Μ. Α. Halliday. Μιλούμε, λέει, με διαφορετικό τρόπο, σε διαφορετικό τόπο, σε διαφορετικό χρόνο, με διαφορετικούς ανθρώπους, για διαφορετικά πράγματα. Όλα εξαρτώνται από τις καταστάσεις επικοινωνίας: από το ποιος μιλάει, σε ποιον, με ποιο θέμα και με ποιον σκοπό. Αυτός είναι, όπως ήδη επισημάναμε, ο ζέων λόγος, κι αυτόν αναδεικνύει η Κιβωτός σύμφωνη στο σημείο αυτό με τη διδακτική πράξη και όχι μόνον με την καθημερινή πρακτική.
Με άλλα λόγια, η Κιβωτός δεν προσφέρει τη γλωσσική της παιδεία μόνον στους πομπούς και τους δέκτες του δραστικού καθημερινού επικοινωνιακού λόγου, αλλά και στη σχολική τάξη όπου δάσκαλος και μαθητές πραγματώνουν την ανώτερη φύση τους, την πνευματική τους ουσία. Καθίσταται έτσι φορέας παιδείας | καλλιέργειας | μόρφωσης | ευαισθησίας η Κιβωτός με το πλήθος των γλωσσικών ποικιλιών που φιλοξενεί και που αποτελούν έκφραση και οδηγό ζωής και σκέψης. Μας το είπαν οι σοφοί: ο ανθρώπινος εγκέφαλος, από την ώρα που μαθαίνει τη γλώσσα, γίνεται γλωσσικός με τις λέξεις σκεπτόμαστε και συλλαμβάνουμε και νιώθουμε τη ζωή μέσα στις φόρμες των λέξεων γεννιούνται οι σκέψεις η εννοηματωμένη λέξη είναι ο μικρόκοσμος της συνείδησης (Lev Vygotsky). Το είπε πρώτος ο Πλάτων: «διάνοια και λόγος ταυτόν». Ψυχές είναι οι λέξεις ευλογημένες από τους αιώνες που χάραξαν επάνω τους τους κυματισμούς της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή ακριβώς είναι η προσφορά της Κιβωτού στην εκπαιδευτική πράξη της προσφέρει ζωντανό τον λόγο για τη γύμναση | άσκηση ψυχής και πνεύματος. Μήπως η ίδια η γλώσσα δεν αποτελεί αυτή καθ’ εαυτήν παιδεία; Και τι παιδαγωγικότερο έχει να κάνει το σημερινό σχολείο από το να γυμνάσει το πνεύμα και την ψυχή του νέου, ώστε μόνος του αυτός να στέκεται αντιμέτωπος με τα προβλήματα και να κατακτά τη γνώση και τις γνώσεις σε μια ξέφρενη εποχή, όπου αυτές αλλάζουν και καλπάζουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ώστε η παραδοσιακή Εκπαίδευση με τις γνώριμες μεθοδικές της να μην τις προλαβαίνει; Και τι παιδαγωγικότερο και λυσιτελέστερο υπάρχει σε μια τέτοια γύμναση από τη γλώσσα, αφού και ο εγκέφαλός μας μ’ αυτήν είναι χτισμένος; Ή μήπως όλα όσα μας περιβάλλουν (κοινωνία, φύση, πράγματα) δεν έχουν γλώσσα; Παγγλωσσία. Ποιος όμως, και σε ποιο σχολείο τη διδάσκει αυτήν την παγγλωσσία; Και ποιος μαθαίνει τους νέους να συνδιαλέγονται με τη φύση (τη μέλισσα, το γεράνι, τις ερημιές, τις ξέρες, τα βράχια, τις θάλασσες, τους ουρανούς με τα’ άστρα), με τα πράγματα και με την κοινωνία; Αυτά κι αν δεν έχουν γλώσσες είναι τα ζωντανά βιβλία του κόσμου τούτου που τα αναγιγνώσκουν μόνον οι μεγάλοι νόες και οι μυστικοί.
Αυτήν την τύχη την είχε μέσα στην ατυχία του ο Γ. Πλακιάς γεννημένος σ’ ένα χωριό της Θεσσαλίας αγροτοποιμενικό, έφτασε μεγάλος στο σχολείο ξεπερνώντας ανυπέρβλητες κοινωνικές δυσκολίες. Η περίπτωσή του παραπέμπει στον μεγάλο γλωσσολόγο μας Γεώργιο Χατζηδάκη, που κι αυτός μεγάλος πήγε στο σχολείο, και στον Αχιλλέα Τζάρτζανο, τον γιο του μπαλωματή και της παπλωματούς, που η οικογενειακή πενία τον προόριζε σερβιτόρο σε καφενείο. Δεν είναι συμπτώσεις αυτές. Τα παιδιά αυτά με την ταπεινή κοινωνική καταγωγή τους είχαν την τύχη, πριν μάθουν να διαβάζουν τα βιβλία του σχολείου, να μάθουν να διαβάζουν τα βιβλία της κοινωνίας, των πραγμάτων και της φύσης. Τους έθρεψαν, ύστερα, και οι γλωσσικές ενδοχώρες των πατρίδων τους τον Χατζηδάκη η κρητική γλωσσική ενδοχώρα, τους άλλους δύο η θεσσαλική. Κανένας μελετητής της γλώσσας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να σταθεί, θα μας έλεγε ο Σεφέρης, αν δεν είναι άρχοντας της γλώσσας, αυτής της ζωντανής φύσης που του μεταγγίζει κάθε στιγμή που ανασαίνει η φυλή του. Και για να νιώσουμε και να αφομοιώσουμε αυτή τη φύση θα πρέπει να αισθανθούμε και να ζήσουμε κείμενα σαν του Μακρυγιάννη…
Αυτό ακριβώς που ζητάει ο μεγάλος ποιητής μας το έχει από χέρι ο Πλακιάς. Γεννιέται από Μακρυγιάννηδες και μεγαλώνει ανάμεσά τους. Αυτό σημαίνει ότι λούζεται τα κείμενά τους και του μεταγγίζεται ο λόγος τους που κατεβαίνει από τους ομηρικούς αοιδούς. Κι αυτό όχι στο Σχολείο του σχολείου αλλά στο Σχολείο του τζακιού, δηλαδή στης θεάς Εστίας το Παιδαγωγείο. Να το Σχολείο των αναλφάβητων ποιητών. Όλοι και όλα σ’ αυτό δίδασκαν, ο καθένας και το καθένα με το ρόλο του: ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα, ο πατέρας, τ’ αδέρφια, τα ζωντανά, τα πράγματα, το τζάκι με τη θαλπωρή του, οι σκιές που αχνόπαιζαν στους άσπρους τοίχους από την τρεμάμενη φλόγα του δαδιού και ετοίμαζαν τις καρδιές, για να δεχθούν τη γλώσσα του παραμυθιού, του μύθου, του θρύλου, της παράδοσης, του τραγουδιού, του αινίγματος, της παροιμίας: της καλής της ώρας τη γλώσσα, που μεταρσίωνε τις καρδιές και τις έκαμνε ποιητικές. Ύψιστη ευδαιμονία το Σχολείο της θεάς Εστίας. Φοίτησαν σ’ αυτό πολλοί και πολύ μεγάλοι αυτού του Τόπου. Σ’ αυτό φοίτησε και ο Πλακιάς και αισθάνθηκε τους χτύπους της καρδιάς της γλώσσας μας και μας τους χάρισε με την Κιβωτό του.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment