Οι Καρράρου διηγούνται πως στην Πρώτη Αρχή, όταν η γη ήταν σκοτεινή και σιωπηλή και τίποτε δεν σάλευε πάνω στη στείρα της επι¬φάνεια, σε μια Βαθιά σπηλιά του τόπου που μετά τον είπαν Νουλλάρμπορ, κοιμόταν μια πανέμορφη γυναίκα, η Ήλιος. Τότε ο Μεγάλος Πατέρας, το παντοδύναμο Πνεύμα Μπαϊάμι, που αλλού τον λένε Μπούντζιι αλλού Ντουρράμουλαν, την ξύπνησε απαλά και της είπε να Βγει απ' τη σπηλιά της και να δώσει ζωή στο Σύμπαν. Η Μητέρα Ήλιος άνοιξε τα μάτια της και το σκοτάδι χάθηκε πάνω από τη γη. Ανάσανε σαν αεράκι κι όλα γύρω ρίγησαν και ζωντάνεψαν. Η Μητέρα Ήλιος ξεκίνησε το Μεγάλο Ταξίδι. Διέσχισε τη σιείρα γη από ανατολή σε δύση κι από βορρά σε νότο κι απ' όπου περνούσε οι γλυκές της ακτίνες άγγιζαν το χώμα και φύτρωναν χόρτα, θάμνοι και δέντρα κι όλα βλάσταιναν. Στις βαθιές σπηλιές της γης η Ήλιος βρήκε πλάσματα να κοιμούνται από πάντα κι αυτά, όπως εκείνη, και τα ξύπνησε. Κέντρισε τη ζωή σε κάθε είδους έντομο και πετούμενο και τους είπε να απλωθούν στα χόρτα και στα δέντρα. Μετά ξύπνησε τα φίδια, τις σαύρες και τα άλλα ερπετά και βγήκαν κι αυτά απ' τις φωλιές τους και σύρθηκαν πάνω στη γη. Πίσω τους άρχισαν να ρέουν ποτάμια και στα πλούσια νερά τους ζωντάνεψαν όλα τα πλάσματα της υδάτινης ζωής. Τελευταία κάλεσε τα ζώα, τα μαρσιποφόρα και τα άλλα ζωντανά να κάνουν κατοικία τους τη γη. Η Μητέρα Ήλιος δίδαξε σε όλα τα πλάσματα ότι οι μέρες θα αλλάζουν κάθε τόσο και θα γίνονται από ξερές υγρές και από κρύες ζεστές, κι έτσι δημιούργησε τις εποχές. Μια μέρα, εκεί που τα ζώα, τα έντομα και τα πουλιά και τα άλλα ζωντανά την κοίταζαν, η Ήλιος υψώθηκε και ταξίδεψε μακριά στον ουρανό προς τη δύση, κι εκεί όπου ο ουρανός έγινε κατακόκκινος, βυθίστηκε και χάθηκε και πάνω στη γη έπεσε πάλι βαθύ σκοτάδι. Τα ζωντανά ξαφνιάστηκαν και κούρνιασαν όλα μαζί φοβισμένα. Όμως σε λίγο ο ουρανός άρχισε να αχνοφέγγει στον ορίζοντα κι η Ήλιος ξεπρόβαλε στην ανατολή χαμογελώντας. Έτσι με το ουράνιο ταξίδι της η Μητέρα Ήλιος χάρισε τον χρόνο της ζωής και τον χρόνο της ανάπαυσης σε όλα τα ζωντανά.
Όσο για το πώς έγιναν από την Ήλιο οι γυναίκες, λένε πως είχαν περάσει χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια του Ονειρόχρονου και τα ζώα πεθύμησαν την Ήλιο κι αυτή τότε αποφάσισε να επιστρέψει στη γη και να χαρίσει στο καθένα ό,τι ζητούσε: το καγκουρό ήθελε να τρέχει σα να πετά, η φώκια να σχίζει το νερό, η σαύρα ήθελε φτερά κι ο πλατύποδας κάτι απ' όλα. Μετά η Ήλιος, η Γυί, ανέβηκε στον ουρανό όπου κοιμόταν ο Άντρας που ήταν μόνος και που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο της πλάσμα. Έβαλε τότε όλες της τις δυνάμεις σ' ένα λουλούδι κι όταν ο Άντρας ξύπνησε και μαζεύτηκαν όλα τα ζώα να τον καλωσορίσουν, το λουλούδι μεταμορφώθηκε μπροστά στα μάτια τους κι έγινε γυναίκα. Έτσι όλα πήραν τη θέση τους στο Μεγάλο Σχέδιο του Κόσμου.
Στον Ονειρόχρονο το τότε και τώρα, το επέκεινα και το εδώ, η ανατολή και η δύση, οι δημιουργοί και τα δημιουργήματα τους, οι θεοί και τα ζωντανά του ουρανού, της γης και των υδάτων, οι άνθρωποι και τα ζώα, οι άντρες και οι γυναίκες υπάρχουν επειδή το ένα παίρνει ζωή από το άλλο, επειδή το κάθε ένα δίνει νόημα σε όλα τα άλλα.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment